Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Ijob 38


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Da antwortete der Herr dem Ijob aus dem Wettersturm und sprach:1 Τοτε απεκριθη ο Κυριος προς τον Ιωβ εκ του ανεμοστροβιλου και ειπε?
2 Wer ist es, der den Ratschluss verdunkelt
mit Gerede ohne Einsicht?
2 Τις ουτος, οστις σκοτιζει την βουλην μου δια λογων ασυνετων;
3 Auf, gürte deine Lenden wie ein Mann:
Ich will dich fragen, du belehre mich!
3 Ζωσον ηδη την οσφυν σου ως ανηρ? διοτι θελω σε ερωτησει, και φανερωσον μοι.
4 Wo warst du, als ich die Erde gegründet?
Sag es denn, wenn du Bescheid weißt.
4 Που ησο οτε εθεμελιονον την γην; απαγγειλον, εαν εχης συνεσιν.
5 Wer setzte ihre Maße? Du weißt es ja.
Wer hat die Messschnur über ihr gespannt?
5 Τις εθεσε τα μετρα αυτης, εαν εξευρης; η τις ηπλωσε σταθμην επ' αυτην;
6 Wohin sind ihre Pfeiler eingesenkt?
Oder wer hat ihren Eckstein gelegt,
6 Επι τινος ειναι εστηριγμενα τα θεμελια αυτης; η τις εθεσε τον ακρογωνιαιον λιθον αυτης,
7 als alle Morgensterne jauchzten,
als jubelten alle Gottessöhne?
7 οτε τα αστρα της αυγης εψαλλον ομου και παντες οι υιοι του Θεου ηλαλαζον;
8 Wer verschloss das Meer mit Toren,
als schäumend es dem Mutterschoß entquoll,
8 η τις συνεκλεισε την θαλασσαν με θυρας, οτε εξορμωσα εξηλθεν εκ μητρας;
9 als Wolken ich zum Kleid ihm machte,
ihm zur Windel dunklen Dunst,
9 οτε περιεβαλον αυτην με νεφελην και με ομιχλην εσπαργανωσα αυτην,
10 als ich ihm ausbrach meine Grenze,
ihm Tor und Riegel setzte
10 και περιωρισα αυτην δια προσταγματος μου, και εβαλον μοχλους και πυλας,
11 und sprach: Bis hierher darfst du und nicht weiter,
hier muss sich legen deiner Wogen Stolz?
11 και ειπα, Εως αυτου θελεις ερχεσθαι και δεν θελεις υπερβη? και εδω θελει συντριβεσθαι η υπερηφανια των κυματων σου;
12 Hast du je in deinem Leben dem Morgen geboten,
dem Frührot seinen Ort bestimmt,
12 Προσεταξας συ την πρωιαν επι των ημερων σου; εδειξας εις την αυγην τον τοπον αυτης,
13 dass es der Erde Säume fasse
und dass die Frevler von ihr abgeschüttelt werden?
13 δια να πιαση τα εσχατα της γης, ωστε οι κακουργοι να εκτιναχθωσιν απ' αυτης;
14 Sie wandelt sich wie Siegelton,
(die Dinge) stehen da wie ein Gewand.
14 Αυτη μεταμορφουται ως πηλος σφραγιζομενος? και τα παντα παρουσιαζονται ως στολη.
15 Den Frevlern wird ihr Licht entzogen,
zerschmettert der erhobene Arm.
15 Και το φως των ασεβων αφαιρειται απ' αυτων, ο δε βραχιων των υπερηφανων συντριβεται.
16 Bist du zu den Quellen des Meeres gekommen,
hast du des Urgrunds Tiefe durchwandert?
16 Εισηλθες εως των πηγων της θαλασσης; η περιεπατησας εις εξιχνιασιν της αβυσσου;
17 Haben dir sich die Tore des Todes geöffnet,
hast du der Finsternis Tore geschaut?
17 Ηνοιχθησαν εις σε του θανατου αι πυλαι; η ειδες τας θυρας της σκιας του θανατου;
18 Hast du der Erde Breiten überblickt?
Sag es, wenn du das alles weißt.
18 Εγνωρισας το πλατος της γης; απαγγειλον, εαν ενοησας παντα ταυτα.
19 Wo ist der Weg zur Wohnstatt des Lichts?
Die Finsternis, wo hat sie ihren Ort,
19 Που ειναι η οδος της κατοικιας του φωτος; και του σκοτους, που ειναι ο τοπος αυτου,
20 dass du sie einführst in ihren Bereich,
die Pfade zu ihrem Haus sie führst?
20 δια να συλλαβης αυτο εις το οριον αυτου και να γνωρισης τας τριβους της οικιας αυτου;
21 Du weißt es ja; du wurdest damals ja geboren
und deiner Tage Zahl ist groß.
21 Γνωριζεις αυτο, διοτι τοτε εγεννηθης; η διοτι ο αριθμος των ημερων σου ειναι πολυς;
22 Bist du zu den Kammern des Schnees gekommen,
hast du die Kammern des Hagels gesehen,
22 Εισηλθες εις τους θησαυρους της χιονος; η ειδες τους θησαυρους της χαλαζης,
23 den ich für Zeiten der Drangsal aufgespart,
für den Tag des Kampfes und der Schlacht?
23 τους οποιους φυλαττω δια τον καιρον της θλιψεως δια την ημεραν της μαχης και του πολεμου;
24 Wo ist der Weg dorthin, wo das Licht sich verteilt,
der Ostwind sich über die Erde zerstreut?
24 Δια τινος οδου διαδιδεται το φως, η ο ανατολικος ανεμος διαχεεται επι την γην;
25 Wer grub der Regenflut eine Rinne,
einen Weg für das Donnergewölk,
25 Τις ηνοιξε ρυακας δια τας ραγδαιας βροχας, η δρομον δια την αστραπην της βροντης,
26 um Regen zu senden auf unbewohntes Land,
auf die Steppe, darin niemand wohnt,
26 δια να φερη βροχην επι γην ακατοικητον, εις ερημον, οπου ανθρωπος δεν υπαρχει,
27 um zu sättigen die Wildnis und Öde
und frisches Gras sprossen zu lassen?
27 δια να χορταση την αβατον και ακατοικητον, και να αναβλαστηση τον βλαστον της χλοης;
28 Hat der Regen einen Vater
oder wer zeugte die Tropfen des Taus?
28 Εχει πατερα η βροχη; η τις εγεννησε τας σταγονας της δροσου;
29 Aus wessen Schoß ging das Eis hervor,
des Himmels Reif, wer hat ihn geboren?
29 Απο μητρας τινος εξερχεται ο παγος; και την παχνην του ουρανου, τις εγεννησε;
30 Wie Stein erstarren die Wasser
und wird fest die Fläche der Flut.
30 Τα υδατα σκληρυνονται ως λιθος, και το προσωπον της αβυσσου πηγνυεται.
31 Knüpfst du die Bande des Siebengestirns
oder löst du des Orions Fesseln?
31 Δυνασαι να δεσμευσης τας γλυκειας επιρροας της Πλειαδος η να λυσης τα δεσμα τον Ωριωνος;
32 Führst du heraus des Tierkreises Sterne zur richtigen Zeit,
lenkst du die Löwin samt ihren Jungen?
32 Δυνασαι να εκβαλης τα Ζωδια εις τον καιρον αυτων; η δυνασαι να οδηγησης τον Αρκτουρον μετα των υιων αυτου;
33 Kennst du die Gesetze des Himmels,
legst du auf die Erde seine Urkunde nieder?
33 Γνωριζεις τους νομους του ουρανου; δυνασαι να διαταξης τας επιρροας αυτου επι την γην;
34 Erhebst du zu den Wolken deine Stimme,
dass dich die Woge des Wassers bedeckt?
34 Δυνασαι να υψωσης την φωνην σου εις τα νεφη, δια να σε σκεπαση αφθονια υδατων;
35 Entsendest du die Blitze, dass sie eilen
und dir sagen: Wir sind da?
35 Δυνασαι να αποστειλης αστραπας, ωστε να εξελθωσι και να ειπωσι προς σε, Ιδου, ημεις;
36 Wer verlieh dem Ibis Weisheit
oder wer gab Einsicht dem Hahn?
36 Τις εβαλε σοφιαν εντος του ανθρωπου; η τις εδωκε συνεσιν εις την καρδιαν αυτου;
37 Wer zählt in Weisheit die Wolken,
und die Schläuche des Himmels, wer schüttet sie aus,
37 Τις δυναται να αριθμηση τα νεφη δια σοφιας; η τις δυναται να κενονη τα δοχεια του ουρανου,
38 wenn der Erdboden hart wird, als sei er gegossen,
und Erdschollen zusammenkleben?
38 δια να χωνευθη το χωμα εις συμπηξιν και οι βωλοι να συγκολλωνται;
39 Erjagst du Beute für die Löwin,
stillst du den Hunger der jungen Löwen,
39 Θελεις κυνηγησει θηραμα δια τον λεοντα; η χορτασει την ορεξιν των σκυμνων,
40 wenn sie sich ducken in den Verstecken,
im Dickicht auf der Lauer liegen?
40 οταν κοιτωνται εν τοις σπηλαιοις και καθηνται εις τους κρυπτηρας δια να ενεδρευωσι;
41 Wer bereitet dem Raben seine Nahrung,
wenn seine Jungen schreien zu Gott und umherirren ohne Futter?
41 Τις ετοιμαζει εις τον κορακα την τροφην αυτου, οταν οι νεοσσοι αυτου κραζωσι προς τον Θεον, περιπλανωμενοι δι' ελλειψιν τροφης;