1 και ελαλησεν δαυιδ τω κυριω τους λογους της ωδης ταυτης εν η ημερα εξειλατο αυτον κυριος εκ χειρος παντων των εχθρων αυτου και εκ χειρος σαουλ | 1 E David disse a Dio le parole di questo verso, nel dì che il Signore lo liberò dalle mani di tutti i suoi nemici e dalle mani di Saul. |
2 και ειπεν κυριε πετρα μου και οχυρωμα μου και εξαιρουμενος με εμοι | 2 E disse: il Signore mia pietra, e mia fortezza, e mio salvatore. |
3 ο θεος μου φυλαξ εσται μου πεποιθως εσομαι επ' αυτω υπερασπιστης μου και κερας σωτηριας μου αντιλημπτωρ μου και καταφυγη μου σωτηριας μου εξ αδικου σωσεις με | 3 Iddio mio forte, e io ho sperato in lui, iscudo mio e corno della salute mia; elevatore mio e rifugio mio, liberami della iniquità mia. |
4 αινετον επικαλεσομαι κυριον και εκ των εχθρων μου σωθησομαι | 4 Io invocherò lo Signore laudabile, e sarò salvo dai nemici miei. |
5 οτι περιεσχον με συντριμμοι θανατου χειμαρροι ανομιας εθαμβησαν με | 5 Però che [mi] circondarono gli dolori della morte, e i fiumi della iniquità mi spaurirono. |
6 ωδινες θανατου εκυκλωσαν με προεφθασαν με σκληροτητες θανατου | 6 Gli funi dello inferno mi cerchiarono, e vennero innanzi a me gli lacci della morte. |
7 εν τω θλιβεσθαι με επικαλεσομαι κυριον και προς τον θεον μου βοησομαι και επακουσεται εκ ναου αυτου φωνης μου και η κραυγη μου εν τοις ωσιν αυτου | 7 Nella mia tribulazione chiamerò al mio Dio del suo santo templo; ed esaudirà la mia voce, e il mio gridare fu nelli orecchii suoi. |
8 και εταραχθη και εσεισθη η γη και τα θεμελια του ουρανου συνεταραχθησαν και εσπαραχθησαν οτι εθυμωθη κυριος αυτοις | 8 La terra fue commossa e tremò; e le fondamenta de' monti furono commosse e conquassate, però che Iddio era irato a loro. |
9 ανεβη καπνος εν τη οργη αυτου και πυρ εκ στοματος αυτου κατεδεται ανθρακες εξεκαυθησαν απ' αυτου | 9 Del suo naso ascendeo il fumo, e il fuoco della bocca divorerà; i carboni s' accesero da lui. |
10 και εκλινεν ουρανους και κατεβη και γνοφος υποκατω των ποδων αυτου | 10 E inchinò i cieli, e discese; e la caligine sotto i piedi suoi. |
11 και επεκαθισεν επι χερουβιν και επετασθη και ωφθη επι πτερυγων ανεμου | 11 E ascendette sopra i Cherubini, e volò sopra le penne de' venti. |
12 και εθετο σκοτος αποκρυφην αυτου κυκλω αυτου η σκηνη αυτου σκοτος υδατων επαχυνεν εν νεφελαις αερος | 12 Egli pose le tenebre nel circuito suo, vagliando le acque de' nuvoli dell' aria. |
13 απο του φεγγους εναντιον αυτου εξεκαυθησαν ανθρακες πυρος | 13 Li nuvoli sono splendidi nel suo cospetto; furono accesi i carboni del fuoco. |
14 εβροντησεν εξ ουρανου κυριος και ο υψιστος εδωκεν φωνην αυτου | 14 Il Signore tonerà del cielo, e l'altissimo darà la sua voce. |
15 και απεστειλεν βελη και εσκορπισεν αυτους αστραπην και εξεστησεν αυτους | 15 Mandò le sue saette, e dissipolli; il fulgore, e consumogli. |
16 και ωφθησαν αφεσεις θαλασσης και απεκαλυφθη θεμελια της οικουμενης εν τη επιτιμησει κυριου απο πνοης πνευματος θυμου αυτου | 16 E apparvero gli spargimenti del mare, e le fondamenta della terra furono rivelate dalla reprensione del Signore (fuggirono) e dalla spirazione dello spirito del suo furore. |
17 απεστειλεν εξ υψους και ελαβεν με ειλκυσεν με εξ υδατων πολλων | 17 Mandò da alto, e tolsemi; e trassemi di molte acque. |
18 ερρυσατο με εξ εχθρων μου ισχυος εκ των μισουντων με οτι εκραταιωθησαν υπερ εμε | 18 Liberommi dal mio nemico potentissimo, e da quelli che mi odiavano; perchè erano più forti di me. |
19 προεφθασαν με εν ημερα θλιψεως μου και εγενετο κυριος επιστηριγμα μου | 19 Nel dì della mia afflizione fu innanzi a me, e fu il Signore mio, firmamento mio. |
20 και εξηγαγεν με εις πλατυσμον και εξειλατο με οτι ευδοκησεν εν εμοι | 20 E trassemi nella larghezza; e liberommi perchè gli piacqui. |
21 και ανταπεδωκεν μοι κυριος κατα την δικαιοσυνην μου κατα την καθαριοτητα των χειρων μου ανταπεδωκεν μοι | 21 Renderammi il Signore mio secondo la mia giustizia; e secondo la mondizia delle mie mani renderà. |
22 οτι εφυλαξα οδους κυριου και ουκ ησεβησα απο του θεου μου | 22 Però ch' io servai le vie del Signore, e non operai empiamente col mio Iddio. |
23 οτι παντα τα κριματα αυτου κατεναντιον μου και τα δικαιωματα αυτου ουκ απεστην απ' αυτων | 23 Però che tutti i suoi giudizii erano nel mio cospetto; e i suoi comandamenti non rimossi da me. |
24 και εσομαι αμωμος αυτω και προφυλαξομαι απο της ανομιας μου | 24 E sarò perfetto con esso lui; e guarderommi dalla mia iniquità. |
25 και αποδωσει μοι κυριος κατα την δικαιοσυνην μου και κατα την καθαριοτητα των χειρων μου ενωπιον των οφθαλμων αυτου | 25 E renderammi il Signore secondo la mia giustizia, e secondo la mondizia delle mie mani nel cospetto degli occhii suoi. |
26 μετα οσιου οσιωθηση και μετα ανδρος τελειου τελειωθηση | 26 Col santo sarai santo; e col forte, perfetto. |
27 και μετα εκλεκτου εκλεκτος εση και μετα στρεβλου στρεβλωθηση | 27 E collo eletto sarai eletto; e col perverso sarai perverso. |
28 και τον λαον τον πτωχον σωσεις και οφθαλμους επι μετεωρων ταπεινωσεις | 28 E farai salvo il popolo povero; e cogli occhii tuoi li eccelsi umilierai. |
29 οτι συ ο λυχνος μου κυριε και κυριος εκλαμψει μοι το σκοτος μου | 29 Perchè tu sei la mia lucerna, Signore; e tu, Signore, illuminerai le mie oscuritadi. |
30 οτι εν σοι δραμουμαι μονοζωνος και εν τω θεω μου υπερβησομαι τειχος | 30 E io accinto correrò in te; nel mio Iddio passerò il muro. |
31 ο ισχυρος αμωμος η οδος αυτου το ρημα κυριου κραταιον πεπυρωμενον υπερασπιστης εστιν πασιν τοις πεποιθοσιν επ' αυτω | 31 Iddio, la sua via è senza macula; la parola del Signore fie esaminata col fuoco, e fie scudo a tutti quelli ch' hanno speranza in lui. |
32 τις ισχυρος πλην κυριου και τις κτιστης εσται πλην του θεου ημων | 32 Però chi è Iddio altro che il Signore, e chi è forte altro che il nostro Iddio? |
33 ο ισχυρος ο κραταιων με δυναμει και εξετιναξεν αμωμον την οδον μου | 33 Iddio che mi cinse di fortezza, e fece piana la mia perfetta via. |
34 τιθεις τους ποδας μου ως ελαφων και επι τα υψη ιστων με | 34 Agguagliando i miei piedi a' cervi, e pognendomi sopra le mie altezze. |
35 διδασκων χειρας μου εις πολεμον και καταξας τοξον χαλκουν εν βραχιονι μου | 35 Ammaestrando le mie mani alla battaglia, e componendo le mie braccia come arco d'acciaio. |
36 και εδωκας μοι υπερασπισμον σωτηριας μου και η υπακοη σου επληθυνεν με | 36 Tu mi desti lo scudo della tua salute; e la tua mansuetudine mi moltiplicoe. |
37 εις πλατυσμον εις τα διαβηματα μου υποκατω μου και ουκ εσαλευθησαν τα σκελη μου | 37 E tu dilaterai sotto a me gli miei andamenti; e i miei talloni non verranno meno. |
38 διωξω εχθρους μου και αφανιω αυτους και ουκ αναστρεψω εως συντελεσω αυτους | 38 Io perseguiterò gli miei nemici, e romperogli; e non torneroe, tanto ch' io gli abbia consumati. |
39 και θλασω αυτους και ουκ αναστησονται και πεσουνται υπο τους ποδας μου | 39 Io gli consumerò e gli romperò, si che non si rileveranno; e caderanno sotto gli miei piedi. |
40 και ενισχυσεις με δυναμει εις πολεμον καμψεις τους επανιστανομενους μοι υποκατω μου | 40 Tu mi cignesti di fortezza a combattere; e incurvasti sotto di me gli miei avversarii. |
41 και τους εχθρους μου εδωκας μοι νωτον τους μισουντας με και εθανατωσας αυτους | 41 Tu desti a me il dorso de' miei nemici; e confondesti quegli che mi odiavano. |
42 βοησονται και ουκ εστιν βοηθος προς κυριον και ουχ υπηκουσεν αυτων | 42 Egli chiamaranno, e non sarà chi salvi loro; al Signore, e non gli esaudirà. |
43 και ελεανα αυτους ως χουν γης ως πηλον εξοδων ελεπτυνα αυτους | 43 Io gli torrò via, sì come la polvere della terra; e come il fango delle piazze gli romperò e minuzzerò. |
44 και ρυση με εκ μαχης λαων φυλαξεις με εις κεφαλην εθνων λαος ον ουκ εγνων εδουλευσαν μοι | 44 Tu mi salverai delle contraddizioni del mio popolo, e fara'mi capo delle genti; il popolo, il quale io non conosco, mi servirà. |
45 υιοι αλλοτριοι εψευσαντο μοι εις ακοην ωτιου ηκουσαν μου | 45 E i figliuoli d'altrui mi faranno resistenza, e con l'audito degli orecchii obbediranno a me. |
46 υιοι αλλοτριοι απορριφησονται και σφαλουσιν εκ των συγκλεισμων αυτων | 46 E i figliuoli istrani vennero meno, e saranno contratti nelle loro angoscie. |
47 ζη κυριος και ευλογητος ο φυλαξ μου και υψωθησεται ο θεος μου ο φυλαξ της σωτηριας μου | 47 Vive il Signore, e benedetto Iddio mio; sarà esaltato lo Iddio di mia salute. |
48 ισχυρος κυριος ο διδους εκδικησεις εμοι παιδευων λαους υποκατω μου | 48 Iddio il quale dài a me la vendetta, e fai cadere gli popoli sotto a me. |
49 και εξαγων με εξ εχθρων μου και εκ των επεγειρομενων μοι υψωσεις με εξ ανδρος αδικηματων ρυση με | 49 Il quale mi trài da' nemici, e da quelli mi fanno resistenza mi sublevi; tu mi libererai dall'uomo iniquo. |
50 δια τουτο εξομολογησομαι σοι κυριε εν τοις εθνεσιν και εν τω ονοματι σου ψαλω | 50 E però tra le genti ti laudarò, e canterò al tuo nome. |
51 μεγαλυνων σωτηριας βασιλεως αυτου και ποιων ελεος τω χριστω αυτου τω δαυιδ και τω σπερματι αυτου εως αιωνος | 51 È quello che magnifica la salute al suo re, e fa misericordia al cristo suo David e al suo seme in sempiterno. |