Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Évangile selon Luc 18


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Et il leur disait une parabole sur ce qu'il leur fallait prier sans cesse et ne pas se décourager.1 Ελεγε δε και παραβολην προς αυτους περι του οτι πρεπει παντοτε να προσευχωνται και να μη αποκαμνωσι,
2 "Il y avait dans une ville un juge qui ne craignait pas Dieu et n'avait de considération pour personne.2 λεγων? Κριτης τις ητο εν τινι πολει, οστις τον Θεον δεν εφοβειτο και ανθρωπον δεν εντρεπετο.
3 Il y avait aussi dans cette ville une veuve qui venait le trouver, en disant: Rends-moi justice contremon adversaire!3 Ητο δε χηρα τις εν εκεινη τη πολει και ηρχετο προς αυτον, λεγουσα? Εκδικησον με απο του αντιδικου μου.
4 Il s'y refusa longtemps. Après quoi il se dit: J'ai beau ne pas craindre Dieu et n'avoir de considérationpour personne,4 Και μεχρι τινος δεν ηθελησε? μετα δε ταυτα ειπε καθ' εαυτον? Αν και τον Θεον δεν φοβωμαι και ανθρωπον δεν εντρεπωμαι,
5 néanmoins, comme cette veuve m'importune, je vais lui rendre justice, pour qu'elle ne vienne pas sansfin me rompre la tête."5 τουλαχιστον επειδη με ενοχλει η χηρα αυτη, ας εκδικησω αυτην, δια να μη ερχηται παντοτε και με βασανιζη.
6 Et le Seigneur dit: "Ecoutez ce que dit ce juge inique.6 Και ειπεν ο Κυριος? Ακουσατε τι λεγει ο αδικος κριτης?
7 Et Dieu ne ferait pas justice à ses élus qui crient vers lui jour et nuit, tandis qu'il patiente à leur sujet!7 ο δε Θεος δεν θελει καμει την εκδικησιν των εκλεκτων αυτου των βοωντων προς αυτον ημεραν και νυκτα, αν και μακροθυμη δι' αυτους;
8 Je vous dis qu'il leur fera prompte justice. Mais le Fils de l'homme, quand il viendra, trouvera-t-il la foisur la terre?"8 σας λεγω οτι θελει καμει την εκδικησιν αυτων ταχεως. Πλην ο Υιος του ανθρωπου, οταν ελθη, αρα γε θελει ευρει την πιστιν επι της γης;
9 Il dit encore, à l'adresse de certains qui se flattaient d'être des justes et n'avaient que mépris pour lesautres, la parabole que voici:9 Ειπε δε και προς τινας, τους θαρρουντας εις εαυτους οτι ειναι δικαιοι και καταφρονουντας τους λοιπους, την παραβολην ταυτην?
10 "Deux hommes montèrent au Temple pour prier; l'un était Pharisien et l'autre publicain.10 Ανθρωποι δυο ανεβησαν εις το ιερον δια να προσευχηθωσιν, ο εις Φαρισαιος και ο αλλος τελωνης.
11 Le Pharisien, debout, priait ainsi en lui-même: Mon Dieu, je te rends grâces de ce que je ne suis pascomme le reste des hommes, qui sont rapaces, injustes, adultères, ou bien encore comme ce publicain;11 Ο Φαρισαιος σταθεις προσηυχετο καθ' εαυτον ταυτα? Ευχαριστω σοι, Θεε, οτι δεν ειμαι καθως οι λοιποι ανθρωποι, αρπαγες, αδικοι, μοιχοι, η και καθως ουτος ο τελωνης?
12 je jeûne deux fois la semaine, je donne la dîme de tout ce que j'acquiers.12 νηστευω δις της εβδομαδος, αποδεκατιζω παντα οσα εχω.
13 Le publicain, se tenant à distance, n'osait même pas lever les yeux au ciel, mais il se frappait lapoitrine, en disant: Mon Dieu, aie pitié du pécheur que je suis!13 Και ο τελωνης μακροθεν ισταμενος, δεν ηθελεν ουδε τους οφθαλμους να υψωση εις τον ουρανον, αλλ' ετυπτεν εις το στηθος αυτου, λεγων? Ο Θεος, ιλασθητι μοι τω αμαρτωλω.
14 Je vous le dis: ce dernier descendit chez lui justifié, l'autre non. Car tout homme qui s'élève seraabaissé, mais celui qui s'abaisse sera élevé."14 Σας λεγω, Κατεβη ουτος εις τον οικον αυτου δεδικαιωμενος μαλλον παρα εκεινος? διοτι πας ο υψων εαυτον θελει ταπεινωθη, ο δε ταπεινων εαυτον θελει υψωθη.
15 On lui présentait aussi les tout-petits pour qu'il les touchât; ce que voyant, les disciples lesrabrouaient.15 Εφερον δε προς αυτον και τα βρεφη, δια να εγγιζη αυτα? ιδοντες δε οι μαθηται, επεπληξαν αυτους.
16 Mais Jésus appela à lui ces enfants, en disant: "Laissez les petits enfants venir à moi, ne les empêchezpas; car c'est à leurs pareils qu'appartient le Royaume de Dieu.16 Ο Ιησους ομως προσκαλεσας αυτα, ειπεν? Αφησατε τα παιδια να ερχωνται προς εμε, και μη εμποδιζετε αυτα? διοτι των τοιουτων ειναι η βασιλεια του Θεου.
17 En vérité je vous le dis: quiconque n'accueille pas le Royaume de Dieu en petit enfant n'y entrerapas."17 Αληθως σας λεγω, Οστις δεν δεχθη την βασιλειαν του Θεου ως παιδιον, δεν θελει εισελθει εις αυτην.
18 Un notable l'interrogea en disant: "Bon maître, que me faut-il faire pour avoir en héritage la vieéternelle?"18 Και αρχων τις ηρωτησεν αυτον λεγων? Διδασκαλε αγαθε, τι να πραξω δια να κληρονομησω ζωην αιωνιον;
19 Jésus lui dit: "Pourquoi m'appelles-tu bon? Nul n'est bon que Dieu seul.19 Και ο Ιησους ειπε προς αυτον? Τι με λεγεις αγαθον; ουδεις αγαθος ειμη εις ο Θεος.
20 Tu connais les commandements: Ne commets pas d'adultère, ne tue pas, ne vole pas, ne porte pas defaux témoignage; honore ton père et ta mère" --20 Τας εντολας εξευρεις? Μη μοιχευσης, Μη φονευσης, Μη κλεψης, Μη ψευδομαρτυρησης, Τιμα τον πατερα σου και την μητερα σου.
21 "Tout cela, dit-il, je l'ai observé dès ma jeunesse."21 Ο δε ειπε? Ταυτα παντα εφυλαξα εκ νεοτητος μου.
22 Entendant cela, Jésus lui dit: "Une chose encore te fait défaut: Tout ce que tu as, vends-le etdistribue-le aux pauvres, et tu auras un trésor dans les cieux; puis viens, suis-moi."22 Ακουσας δε ταυτα ο Ιησους, ειπε προς αυτον? Ετι εν σοι λειπει? παντα οσα εχεις πωλησον και διαμοιρασον εις πτωχους, και θελεις εχει θησαυρον εν ουρανω, και ελθε, ακολουθει μοι.
23 Mais lui, entendant cela, devint tout triste, car il était fort riche.23 Ο δε ακουσας ταυτα εγεινε περιλυπος διοτι ητο πλουσιος σφοδρα.
24 En le voyant, Jésus dit: "Comme il est difficile à ceux qui ont des richesses de pénétrer dans leRoyaume de Dieu!24 Ιδων δε αυτον ο Ιησους περιλυπον γενομενον, ειπε? Πως δυσκολως θελουσιν εισελθει εις την βασιλειαν του Θεου οι εχοντες τα χρηματα?
25 Oui, il est plus facile à un chameau de passer par un trou d'aiguille qu'à un riche d'entrer dans leRoyaume de Dieu!"25 διοτι ευκολωτερον ειναι να περαση καμηλος δια τρυπης βελονης, παρα πλουσιος να εισελθη εις την βασιλειαν του Θεου.
26 Ceux qui entendaient dirent: "Et qui peut être sauvé?"26 Ειπον δε οι ακουσαντες? Και τις δυναται να σωθη;
27 Il dit: "Ce qui est impossible pour les hommes est possible pour Dieu."27 Ο δε ειπε? Τα αδυνατα παρα ανθρωποις ειναι δυνατα παρα τω Θεω.
28 Pierre dit alors: "Voici que nous, laissant nos biens, nous t'avons suivi!"28 Ειπε δε ο Πετρος? Ιδου, ημεις αφηκαμεν παντα και σε ηκολουθησαμεν.
29 Il leur dit: "En vérité, je vous le dis: nul n'aura laissé maison, femme, frères, parents ou enfants, àcause du Royaume de Dieu,29 Ο δε ειπε προς αυτους? Αληθως σας λεγω οτι δεν ειναι ουδεις, οστις αφηκεν οικιαν η γονεις η αδελφους η γυναικα η τεκνα ενεκεν της βασιλειας του Θεου,
30 qui ne reçoive bien davantage en ce temps-ci, et dans le monde à venir la vie éternelle."30 οστις δεν θελει απολαυσει πολλαπλασια εν τω καιρω τουτω και εν τω ερχομενω αιωνι ζωην αιωνιον.
31 Prenant avec lui les Douze, il leur dit: "Voici que nous montons à Jérusalem et que s'accomplira toutce qui a été écrit par les Prophètes pour le Fils de l'homme.31 Παραλαβων δε τους δωδεκα, ειπε προς αυτους? Ιδου, αναβαινομεν εις Ιεροσολυμα, και θελουσιν εκτελεσθη παντα τα γεγραμμενα δια των προφητων εις τον Υιον του ανθρωπου.
32 Il sera en effet livré aux païens, bafoué, outragé, couvert de crachats;32 Διοτι θελει παραδοθη εις τα εθνη και θελει εμπαιχθη και υβρισθη και εμπτυσθη,
33 après l'avoir flagellé, ils le tueront et, le troisième jour, il ressuscitera."33 και μαστιγωσαντες θελουσι θανατωσει αυτον, και τη τριτη ημερα θελει αναστηθη.
34 Et eux ne saisirent rien de tout cela; cette parole leur demeurait cachée, et ils ne comprenaient pas cequ'il disait.34 Και αυτοι δεν ενοησαν ουδεν εκ τουτων, και ητο ο λογος ουτος κεκρυμμενος απ' αυτων, και δεν ενοουν τα λεγομενα.
35 Or il advint, comme il approchait de Jéricho, qu'un aveugle était assis au bord du chemin et mendiait.35 Οτε δε επλησιαζεν εις την Ιεριχω, τυφλος τις εκαθητο παρα την οδον ζητων?
36 Entendant une foule marcher, il s'enquérait de ce que cela pouvait être.36 ακουσας δε οχλον διαβαινοντα, ηρωτα τι ειναι τουτο.
37 On lui annonça que c'était Jésus le Nazôréen qui passait.37 Απηγγειλαν δε προς αυτον οτι Ιησους ο Ναζωραιος διαβαινει.
38 Alors il s'écria: "Jésus, Fils de David, aie pitié de moi!"38 Και εφωναξε λεγων? Ιησου, υιε του Δαβιδ, ελεησον με.
39 Ceux qui marchaient en tête le rabrouaient pour le faire taire, mais lui criait de plus belle: "Fils deDavid, aie pitié de moi!"39 Και οι προπορευομενοι επεπληττον αυτον δια να σιωπηση? αλλ' αυτος πολλω μαλλον εκραζεν? Υιε του Δαβιδ, ελεησον με.
40 Jésus s'arrêta et ordonna de le lui amener. Quand il fut près, il lui demanda:40 Σταθεις δε ο Ιησους, προσεταξε να φερθη προς αυτον. Και αφου επλησιασεν, ηρωτησεν αυτον
41 "Que veux-tu que je fasse pour toi" - "Seigneur, dit-il, que je recouvre la vue!"41 λεγων? Τι θελεις να σοι καμω; Ο δε ειπε? Κυριε, να αναβλεψω.
42 Jésus lui dit: "Recouvre la vue; ta foi t'a sauvé."42 Και ο Ιησους ειπε προς αυτον? Αναβλεψον? η πιστις σου σε εσωσε.
43 Et à l'instant même il recouvra la vue, et il le suivait en glorifiant Dieu. Et tout le peuple, voyant cela,célébra les louanges de Dieu.43 Και παρευθυς ανεβλεψε και ηκολουθει αυτον δοξαζων τον Θεον? και πας ο λαος ιδων ηνεσε τον Θεον.