Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Marcus 10


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Et inde exsurgens venit in fines Judææ ultra Jordanem : et conveniunt iterum turbæ ad eum : et sicut consueverat, iterum docebat illos.1 Και σηκωθεις εκειθεν ερχεται εις τα ορια της Ιουδαιας δια του περαν του Ιορδανου, και συνερχονται παλιν οχλοι προς αυτον, και ως εσυνειθιζε, παλιν εδιδασκεν αυτους.
2 Et accedentes pharisæi interrogabant eum : Si licet viro uxorem dimittere : tentantes eum.2 Και προσελθοντες οι Φαρισαιοι, ηρωτησαν αυτον αν συγχωρηται εις ανδρα να χωρισθη την γυναικα αυτου, πειραζοντες αυτον.
3 At ille respondens, dixit eis : Quid vobis præcepit Moyses ?3 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? τι προσεταξεν εις εσας ο Μωυσης;
4 Qui dixerunt : Moyses permisit libellum repudii scribere, et dimittere.4 Οι δε ειπον? Ο Μωυσης συνεχωρησε να γραψη εγγραφον διαζυγιου και να χωρισθη αυτην.
5 Quibus respondens Jesus, ait : Ad duritiam cordis vestri scripsit vobis præceptum istud :5 Και αποκριθεις ο Ιησους ειπε προς αυτους? Δια την σκληροκαρδιαν σας εγραψεν εις εσας την εντολην ταυτην?
6 ab initio autem creaturæ masculum et feminam fecit eos Deus.6 απ' αρχης ομως της κτισεως αρσεν και θηλυ εποιησεν αυτους ο Θεος?
7 Propter hoc relinquet homo patrem suum et matrem, et adhærebit ad uxorem suam :7 ενεκεν τουτου θελει αφησει ανθρωπος τον πατερα αυτου και την μητερα, και θελει προσκολληθη εις την γυναικα αυτου,
8 et erunt duo in carne una. Itaque jam non sunt duo, sed una caro.8 και θελουσιν εισθαι οι δυο εις σαρκα μιαν. Ωστε δεν ειναι πλεον δυο, αλλα μια σαρξ?
9 Quod ergo Deus conjunxit, homo non separet.9 εκεινο λοιπον, το οποιον ο Θεος συνεζευξεν, ανθρωπος ας μη χωριζη.
10 Et in domo iterum discipuli ejus de eodem interrogaverunt eum.10 Και εν τη οικια παλιν οι μαθηται αυτου ηρωτησαν αυτον περι του αυτου,
11 Et ait illis : Quicumque dimiserit uxorem suam, et aliam duxerit, adulterium committit super eam.11 και λεγει προς αυτους? Οστις χωρισθη την γυναικα αυτου και νυμφευθη αλλην, πραττει μοιχειαν εις αυτην?
12 Et si uxor dimiserit virum suum, et alii nupserit, mœchatur.
12 και εαν γυνη χωρισθη τον ανδρα αυτης και συζευχθη με αλλον, μοιχευεται.
13 Et offerebant illi parvulos ut tangeret illos. Discipuli autem comminabantur offerentibus.13 Και εφεραν προς αυτον παιδια, δια να εγγιση αυτα? οι δε μαθηται επεπληττον τους φεροντας.
14 Quos cum videret Jesus, indigne tulit, et ait illis : Sinite parvulos venire ad me, et ne prohibueritis eos : talium enim est regnum Dei.14 Ιδων δε ο Ιησους ηγανακτησε και ειπε προς αυτους? Αφησατε τα παιδια να ερχωνται προς εμε, και μη εμποδιζετε αυτα? διοτι των τοιουτων ειναι η βασιλεια του Θεου.
15 Amen dico vobis : Quisquis non receperit regnum Dei velut parvulus, non intrabit in illud.15 Αληθως σας λεγω, Οστις δεν δεχθη την βασιλειαν του Θεου ως παιδιον, δεν θελει εισελθει εις αυτην.
16 Et complexans eos, et imponens manus super illos, benedicebat eos.
16 Και εναγκαλισθεις αυτα, εθετε τας χειρας επ' αυτα και ηυλογει αυτα.
17 Et cum egressus esset in viam, procurrens quidam genu flexo ante eum, rogabat eum : Magister bone, quid faciam ut vitam æternam percipiam ?17 Ενω δε εξηρχετο εις την οδον, εδραμε τις και γονυπετησας εμπροσθεν αυτου, ηρωτα αυτον? Διδασκαλε αγαθε, τι να καμω δια να κληρονομησω ζωην αιωνιον;
18 Jesus autem dixit ei : Quid me dicis bonum ? nemo bonus, nisi unus Deus.18 Και ο Ιησους ειπε προς αυτον? Τι με λεγεις αγαθον; Ουδεις αγαθος ειμη εις, ο Θεος.
19 Præcepta nosti : ne adulteres, ne occidas, ne fureris, ne falsum testimonium dixeris, ne fraudem feceris, honora patrem tuum et matrem.19 Τας εντολας εξευρεις? Μη μοιχευσης, Μη φονευσης, Μη κλεψης, Μη ψευδομαρτυρησης, Μη αποστερησης, Τιμα τον πατερα σου και την μητερα.
20 At ille respondens, ait illi : Magister, hæc omnia observavi a juventute mea.20 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτον? Διδασκαλε, ταυτα παντα εφυλαξα εκ νεοτητος μου.
21 Jesus autem intuitus eum, dilexit eum, et dixit ei : Unum tibi deest : vade, quæcumque habes vende, et da pauperibus, et habebis thesaurum in cælo : et veni, sequere me.21 Και ο Ιησους εμβλεψας εις αυτον, ηγαπησεν αυτον και ειπε προς αυτον? Εν σοι λειπει? υπαγε, πωλησον οσα εχεις και δος εις τους πτωχους, και θελεις εχει θησαυρον εν ουρανω, και ελθε, ακολουθει μοι, σηκωσας τον σταυρον.
22 Qui contristatus in verbo, abiit mœrens : erat enim habens multas possessiones.22 Εκεινος ομως σκυθρωπασας δια τον λογον, ανεχωρησε λυπουμενος? διοτι ειχε κτηματα πολλα.
23 Et circumspiciens Jesus, ait discipulis suis : Quam difficile qui pecunias habent, in regnum Dei introibunt !23 Και περιβλεψας ο Ιησους, λεγει προς τους μαθητας αυτου? Ποσον δυσκολως θελουσιν εισελθει εις την βασιλειαν του Θεου οι εχοντες τα χρηματα.
24 Discipuli autem obstupescebant in verbis ejus. At Jesus rursus respondens ait illis : Filioli, quam difficile est, confidentes in pecuniis, in regnum Dei introire !24 Οι δε μαθηται εξεπληττοντο δια τους λογους αυτου. Και ο Ιησους παλιν αποκριθεις λεγει προς αυτους? Τεκνα, ποσον δυσκολον ειναι να εισελθωσιν εις την βασιλειαν του Θεου οι εχοντες το θαρρος αυτων εις τα χρηματα.
25 Facilius est camelum per foramen acus transire, quam divitem intrare in regnum Dei.25 Ευκολωτερον ειναι καμηλος να περαση δια της τρυπης της βελονης παρα πλουσιος να εισελθη εις την βασιλειαν του Θεου.
26 Qui magis admirabantur, dicentes ad semetipsos : Et quis potest salvus fieri ?26 Εκεινοι δε σφοδρα εξεπληττοντο, λεγοντες προς εαυτους? Και τις δυναται να σωθη;
27 Et intuens illos Jesus, ait : Apud homines impossibile est, sed non apud Deum : omnia enim possibilia sunt apud Deum.
27 Εμβλεψας δε εις αυτους ο Ιησους, λεγει? Παρα ανθρωποις ειναι αδυνατον, αλλ' ουχι παρα τω Θεω? διοτι τα παντα ειναι δυνατα παρα τω Θεω.
28 Et cœpit ei Petrus dicere : Ecce nos dimisimus omnia, et secuti sumus te.28 Και ηρχισεν ο Πετρος να λεγη προς αυτον? Ιδου, ημεις αφηκαμεν παντα και σε ηκολουθησαμεν.
29 Respondens Jesus, ait : Amen dico vobis : Nemo est qui reliquerit domum, aut fratres, aut sorores, aut patrem, aut matrem, aut filios, aut agros propter me et propter Evangelium,29 Αποκριθεις δε ο Ιησους ειπεν? Αληθως σας λεγω, δεν ειναι ουδεις οστις, αφησας οικιαν η αδελφους η αδελφας η πατερα η μητερα η γυναικα η τεκνα η αγρους ενεκεν εμου και του ευαγγελιου,
30 qui non accipiat centies tantum, nunc in tempore hoc : domos, et fratres, et sorores, et matres, et filios, et agros, cum persecutionibus, et in sæculo futuro vitam æternam.30 δεν θελει λαβει εκατονταπλασιονα τωρα εν τω καιρω τουτω, οικιας και αδελφους και αδελφας και μητερας και τεκνα και αγρους μετα διωγμων, και εν τω ερχομενω αιωνι ζωην αιωνιον.
31 Multi autem erunt primi novissimi, et novissimi primi.
31 Πολλοι ομως πρωτοι θελουσιν εισθαι εσχατοι και οι εσχατοι πρωτοι.
32 Erant autem in via ascendentes Jerosolymam : et præcedebat illos Jesus, et stupebant : et sequentes timebant. Et assumens iterum duodecim, cœpit illis dicere quæ essent ei eventura.32 Ησαν δε εν τη οδω αναβαινοντες εις Ιεροσολυμα? και ο Ιησους προεπορευετο αυτων, και εθαυμαζον και ακολουθουντες εφοβουντο. Και παραλαβων παλιν τους δωδεκα, ηρχισε να λεγη προς αυτους τα μελλοντα να συμβωσιν εις αυτον,
33 Quia ecce ascendimus Jerosolymam, et Filius hominis tradetur principibus sacerdotum, et scribis, et senioribus, et damnabunt eum morte, et tradent eum gentibus :33 οτι ιδου, αναβαινομεν εις Ιεροσολυμα και ο Υιος του ανθρωπου θελει παραδοθη εις τους αρχιερεις και εις τους γραμματεις, και θελουσι καταδικασει αυτον εις θανατον και θελουσι παραδωσει αυτον εις τα εθνη,
34 et illudent ei, et conspuent eum, et flagellabunt eum, et interficient eum : et tertia die resurget.
34 και θελουσιν εμπαιξει αυτον και μαστιγωσει αυτον και θελουσιν εμπτυσει εις αυτον και θανατωσει αυτον, και την τριτην ημεραν θελει αναστηθη.
35 Et accedunt ad eum Jacobus et Joannes filii Zebedæi, dicentes : Magister, volumus ut quodcumque petierimus, facias nobis.35 Τοτε ερχονται προς αυτον ο Ιακωβος και Ιωαννης, οι υιοι του Ζεβεδαιου, λεγοντες? Διδασκαλε, θελομεν να καμης εις ημας ο, τι ζητησωμεν.
36 At ille dixit eis : Quid vultis ut faciam vobis ?36 Ο δε ειπε προς αυτους? Τι θελετε να καμω εις εσας;
37 Et dixerunt : Da nobis ut unus ad dexteram tuam, et alius ad sinistram tuam sedeamus in gloria tua.37 Οι δε ειπον προς αυτον? Δος εις ημας να καθησωμεν εις εκ δεξιων σου και εις εξ αριστερων σου εν τη δοξη σου.
38 Jesus autem ait eis : Nescitis quid petatis : potestis bibere calicem, quem ego bibo, aut baptismo, quo ego baptizor, baptizari ?38 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτους? Δεν εξευρετε τι ζητειτε. Δυνασθε να πιητε το ποτηριον, το οποιον εγω πινω, και να βαπτισθητε το βαπτισμα, το οποιον εγω βαπτιζομαι;
39 At illi dixerunt ei : Possumus. Jesus autem ait eis : Calicem quidem, quem ego bibo, bibetis ; et baptismo, quo ego baptizor, baptizabimini :39 Οι δε ειπον προς αυτον? Δυναμεθα. Ο δε Ιησους ειπε προς αυτους? το μεν ποτηριον, το οποιον εγω πινω, θελετε πιει, και το βαπτισμα το οποιον εγω βαπτιζομαι, θελετε βαπτισθη?
40 sedere autem ad dexteram meam, vel ad sinistram, non est meum dare vobis, sed quibus paratum est.40 το να καθησητε ομως εκ δεξιων μου και εξ αριστερων μου δεν ειναι εμου να δωσω, αλλ' εις οσους ειναι ητοιμασμενον.
41 Et audientes decem, cœperunt indignari de Jacobo et Joanne.41 Και ακουσαντες οι δεκα ηρχισαν να αγανακτωσι περι Ιακωβου και Ιωαννου.
42 Jesus autem vocans eos, ait illis : Scitis quia hi, qui videntur principari gentibus, dominantur eis : et principes eorum potestatem habent ipsorum.42 Ο δε Ιησους προσκαλεσας αυτους, λεγει προς αυτους? Εξευρετε οτι οι νομιζομενοι αρχοντες των εθνων κατακυριευουσιν αυτα και οι μεγαλοι αυτων κατεξουσιαζουσιν αυτα?
43 Non ita est autem in vobis, sed quicumque voluerit fieri major, erit vester minister :43 ουτως ομως δεν θελει εισθαι εν υμιν, αλλ' οστις θελει να γεινη μεγας εν υμιν, θελει εισθαι υπηρετης υμων,
44 et quicumque voluerit in vobis primus esse, erit omnium servus.44 και οστις εξ υμων θελει να γεινη πρωτος, θελει εισθαι δουλος παντων?
45 Nam et Filius hominis non venit ut ministraretur ei, sed ut ministraret, et daret animam suam redemptionem pro multis.
45 διοτι ο Υιος του ανθρωπου δεν ηλθε δια να υπηρετηθη, αλλα δια να υπηρετηση και να δωση την ζωην αυτου λυτρον αντι πολλων.
46 Et veniunt Jericho : et proficiscente eo de Jericho, et discipulis ejus, et plurima multitudine, filius Timæi Bartimæus cæcus, sedebat juxta viam mendicans.46 Και ερχονται εις Ιεριχω. Και ενω εξηρχετο απο της Ιεριχω αυτος και οι μαθηται αυτου και οχλος ικανος, ο υιος του Τιμαιου Βαρτιμαιος ο τυφλος εκαθητο παρα την οδον ζητων.
47 Qui cum audisset quia Jesus Nazarenus est, cœpit clamare, et dicere : Jesu fili David, miserere mei.47 Και ακουσας οτι ειναι Ιησους ο Ναζωραιος, ηρχισε να κραζη και να λεγη? Υιε του Δαβιδ Ιησου, ελεησον με.
48 Et comminabantur ei multi ut taceret. At ille multo magis clamabat : Fili David, miserere mei.48 Και επεπληττον αυτον πολλοι δια να σιωπηση? αλλ' εκεινος πολλω μαλλον εκραζεν? Υιε του Δαβιδ, ελεησον με.
49 Et stans Jesus præcepit illum vocari. Et vocant cæcum, dicentes ei : Animæquior esto : surge, vocat te.49 Και σταθεις ο Ιησους, ειπε να κραχθη? και κραζουσι τον τυφλον, λεγοντες προς αυτον? Θαρσει, σηκωθητι? σε κραζει.
50 Qui projecto vestimento suo exiliens, venit ad eum.50 Και εκεινος απορριψας το ιματιον αυτου, εσηκωθη και ηλθε προς τον Ιησουν.
51 Et respondens Jesus dixit illi : Quid tibi vis faciam ? Cæcus autem dixit ei : Rabboni, ut videam.51 Και αποκριθεις λεγει προς αυτον ο Ιησους? Τι θελεις να σοι καμω; Και ο τυφλος ειπε προς αυτον? Ραββουνι, να αναβλεψω.
52 Jesus autem ait illi : Vade, fides tua te salvum fecit. Et confestim vidit, et sequebatur eum in via.52 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον? Υπαγε, η πιστις σου σε εσωσε. Και ευθυς ανεβλεψε και ηκολουθει τον Ιησουν εν τη οδω.