Jeremiæ 19
12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152
Gen
Ex
Lv
Nm
Deut
Ios
Iudc
Ruth
1 Re
2 Re
3 Re
4 Re
1 Par
2 Par
Esd
Neh
Tob
Iudt
Esth
1 Mach
2 Mach
Iob
Ps
Prov
Eccle
Cant
Sap
Eccli
Isa
Ier
Lam
Bar
Ez
Dan
Os
Ioel
Am
Abd
Ion
Mi
Nah
Hab
Soph
Agg
Zach
Mal
Mt
Mc
Lc
Io
Act
Rom
1Cor
2Cor
Gal
Eph
Phil
Col
1 Thess
2 Thess
1 Tim
2 Tim
Tit
Philem
Hebr
Iac
1 Pt
2 Pt
1 Io
2 Io
3 Io
Iud
Apoc
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
VULGATA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Hæc dicit Dominus : Vade, et accipe lagunculam figuli testeam a senioribus populi et a senioribus sacerdotum, | 1 Ουτω λεγει Κυριος? Υπαγε και αποκτησον λαγηνον πηλινην κεραμεως, και φερε τινας εκ των πρεσβυτερων του λαου και εκ των πρεσβυτερων των ιερεων? |
2 et egredere ad vallem filii Ennom, quæ est juxta introitum portæ fictilis : et prædicabis ibi verba quæ ego loquar ad te. | 2 και εξελθε εις την φαραγγα του υιου Εννομ, την πλησιον της εισοδου της ανατολικης πυλης, και διακηρυξον εκει τους λογους, τους οποιους θελω λαλησει προς σε. |
3 Et dices : Audite verbum Domini, reges Juda, et habitatores Jerusalem. Hæc dicit Dominus exercituum, Deus Israël : Ecce ego inducam afflictionem super locum istum, ita ut omnis qui audierit illam, tinniant aures ejus, | 3 Και ειπε, Ακουσατε τον λογον του Κυριου, βασιλεις Ιουδα και κατοικοι της Ιερουσαλημ. Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ? Ιδου, θελω φερει επι τον τοπον τουτον κακα, τα οποια παντος ακουοντος θελουσιν ηχησει τα ωτα αυτου. |
4 eo quod dereliquerint me, et alienum fecerint locum istum, et libaverunt in eo diis alienis quos nescierunt, ipsi et patres eorum, et reges Juda : et repleverunt locum istum sanguine innocentum, | 4 Διοτι εγκατελιπον εμε και εβεβηλωσαν τον τοπον τουτον και εθυμιασαν εν αυτω εις αλλους θεους, τους οποιους δεν εγνωρισαν, αυτοι και οι πατερες αυτων και οι βασιλεις Ιουδα, και εγεμισαν τον τοπον τουτον απο αιματος αθωων. |
5 et ædificaverunt excelsa Baalim, ad comburendos filios suos igni in holocaustum Baalim : quæ non præcepi, nec locutus sum, nec ascenderunt in cor meum. | 5 Και ωκοδομησαν τους υψηλους τοπους του Βααλ, δια να καιωσι τους υιους αυτων εν πυρι, ολοκαυτωματα προς τον Βααλ? το οποιον δεν προσεταξα ουδε ελαλησα ουδε ανεβη επι την καρδιαν μου. |
6 Propterea ecce dies veniunt, dicit Dominus, et non vocabitur amplius locus iste Topheth, et vallis filii Ennom, sed vallis occisionis. | 6 Δια τουτο, ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και ο τοπος ουτος δεν θελει καλεισθαι πλεον Τοφεθ ουδε Φαραγξ του υιου Εννομ, αλλ' Η φαραγξ της σφαγης. |
7 Et dissipabo consilium Juda et Jerusalem in loco isto, et subvertam eos gladio in conspectu inimicorum suorum, et in manu quærentium animas eorum : et dabo cadavera eorum escam volatilibus cæli et bestiis terræ. | 7 Και θελω ματαιωσει την βουλην του Ιουδα και της Ιερουσαλημ εν τω τοπω τουτω? και θελω καμει αυτους να πεσωσι δια μαχαιρας εμπροσθεν των εχθρων αυτων και δια των χειρων των ζητουντων την ζωην αυτων? τα δε πτωματα αυτων θελω δωσει βρωσιν εις τα πετεινα του ουρανου και εις τα θηρια της γης. |
8 Et ponam civitatem hanc in stuporem, et in sibilum : omnis qui præterierit per eam obstupescet, et sibilabit super universa plaga ejus. | 8 Και θελω καταστησει την πολιν ταυτην ερημωσιν και συριγμον? πας ο διαβαινων δι' αυτης θελει μενει εκθαμβος και θελει συριξει δια πασας τας πληγας αυτης. |
9 Et cibabo eos carnibus filiorum suorum et carnibus filiarum suarum : et unusquisque carnem amici sui comedet in obsidione, et in angustia in qua concludent eos inimici eorum, et qui quærunt animas eorum. | 9 και θελω καμει αυτους να φαγωσι την σαρκα των υιων αυτων και την σαρκα των θυγατερων αυτων, και θελουσι φαγει εκαστος την σαρκα του φιλου αυτου εν τη πολιορκια και στενοχωρια, με την οποιαν οι εχθροι αυτων και οι ζητουντες την ζωην αυτων θελουσι στενοχωρησει αυτους. |
10 Et conteres lagunculam in oculis virorum qui ibunt tecum, | 10 Τοτε θελεις συντριψει την λαγηνον εμπροσθεν των ανδρων των εξελθοντων μετα σου? |
11 et dices ad eos : Hæc dicit Dominus exercituum : Sic conteram populum istum, et civitatem istam, sicut conteritur vas figuli, quod non potest ultra instaurari : et in Topheth sepelientur, eo quod non sit alius locus ad sepeliendum. | 11 και θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων. Ουτω θελω συντριψει τον λαον τουτον και την πολιν ταυτην, καθως συντριβει τις το αγγειον του κεραμεως, το οποιον δεν δυναται να διορθωθη πλεον? και θελουσι θαπτει αυτους εν Τοφεθ, εωσου να μη υπαρχη τοπος εις ταφην. |
12 Sic faciam loco huic, ait Dominus, et habitatoribus ejus, et ponam civitatem istam sicut Topheth. | 12 Ουτω θελω καμει εις τον τοπον τουτον, λεγει Κυριος, και εις τους κατοικους αυτου, και θελω καμει την πολιν ταυτην ως την Τοφεθ? |
13 Et erunt domus Jerusalem, et domus regum Juda, sicut locus Topheth, immundæ, omnes domus in quarum domatibus sacrificaverunt omni militiæ cæli, et libaverunt libamina diis alienis. | 13 και οι οικοι της Ιερουσαλημ και οι οικοι των βασιλεων του Ιουδα θελουσι μιανθη, καθως ο τοπος της Τοφεθ? μετα πασων των οικιων, επι των δωματων των οποιων εθυμιασαν προς απασαν την στρατιαν του ουρανου και εκαμαν σπονδας εις αλλους θεους. |
14 Venit autem Jeremias de Topheth, quo miserat eum Dominus ad prophetandum, et stetit in atrio domus Domini, et dixit ad omnem populum : | 14 Τοτε ηλθεν ο Ιερεμιας εκ της Τοφεθ, οπου ο Κυριος απεστειλεν αυτον δια να προφητευση? και σταθεις εν τη αυλη του οικου του Κυριου ειπε προς παντα τον λαον, |
15 Hæc dicit Dominus exercituum, Deus Israël : Ecce ego inducam super civitatem hanc, et super omnes urbes ejus, universa mala quæ locutus sum adversum eam, quoniam induraverunt cervicem suam ut non audirent sermones meos. | 15 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ? Ιδου, θελω φερει επι την πολιν ταυτην και επι πασας τας κωμας αυτης παντα τα κακα οσα ελαλησα κατ' αυτης? διοτι εσκληρυναν τον τραχηλον αυτων, ωστε να μη ακουσωσι τους λογους μου. |