ΙΩΒ - Giobbe - Job 17
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL |
---|---|
1 Το πνευμα μου φθειρεται, αι ημεραι μου σβυνονται, οι ταφοι ειναι ετοιμοι δι' εμε. | 1 Mein Geist ist verwirrt, meine Tage sind ausgelöscht, nur Gräber bleiben mir. |
2 Δεν ειναι χλευασται πλησιον μου; και δεν διανυκτερευει ο οφθαλμος μου εν ταις πικριαις αυτων; | 2 Wahrhaftig, nur Spott begleitet mich. In Bitterkeit verbringt mein Auge die Nacht. |
3 Ασφαλισον με, δεομαι? γενου εις εμε εγγυητης πλησιον σου? τις ηθελεν εγγυηθη εις εμε; | 3 Hinterleg die Bürgschaft für mich bei dir! Wer würde sonst den Handschlag für mich leisten? |
4 Διοτι συ εκρυψας την καρδιαν αυτων απο συνεσεως? δια τουτο δεν θελεις υψωσει αυτους. | 4 Ihr Herz hast du der Einsicht verschlossen, darum lässt du sie nicht triumphieren. |
5 Του λαλουντος με απατην προς τους φιλους, και οι οφθαλμοι των τεκνων αυτου θελουσι τηκεσθαι. | 5 Zum Teilen lädt einer die Freunde ein, während die Augen seiner Kinder verschmachten. |
6 Και με κατεστησε παροιμιαν των λαων? και ενωπιον αυτων κατεσταθην ονειδος. | 6 Zum Spott für die Leute stellte er mich hin, ich wurde einer, dem man ins Gesicht spuckt. |
7 Και ο οφθαλμος μου εμαρανθη υπο της θλιψεως, και παντα τα μελη μου εγειναν ως σκια. | 7 Vor Kummer ist mein Auge matt, all meine Glieder schwinden wie Schatten dahin. |
8 Οι ευθεις θελουσι θαυμασει εις τουτο, και ο αθωος θελει διεγερθη κατα του υποκριτου. | 8 Darüber entsetzen sich die Redlichen, der Reine empört sich über den Ruchlosen. |
9 Ο δε δικαιος θελει κρατει την οδον αυτου, και ο καθαρος τας χειρας θελει επαυξησει την δυναμιν αυτου. | 9 Doch der Gerechte hält fest an seinem Weg, wer reine Hände hat, gewinnt an Kraft. |
10 σεις δε παντες επιστραφητε, και ελθετε τωρα? διοτι ουδενα συνετον θελω ευρει μεταξυ σας. | 10 Ihr alle, kehrt um, kommt wieder her, ich finde ja noch keinen Weisen bei euch. |
11 Αι ημεραι μου παρηλθον, εκοπησαν οι σκοποι μου, αι επιθυμιαι της καρδιας μου. | 11 Dahin sind meine Tage, zunichte meine Pläne, meine Herzenswünsche. |
12 Την νυκτα μετεβαλον εις ημεραν? το φως ειναι πλησιον του σκοτους. | 12 Sie machen mir die Nacht zum Tag, das Licht nähert sich dem Dunkel. |
13 Εαν προσμενω, ο ταφος ειναι η κατοικια μου? εστρωσα την κλινην μου εν τω σκοτει. | 13 Ich habe keine Hoffnung. Die Unterwelt wird mein Haus, in der Finsternis breite ich mein Lager aus. |
14 Εβοησα προς την φθοραν, Εισαι, πατηρ μου? προς τον σκωληκα, Μητηρ μου και αδελφη μου εισαι. | 14 Zur Grube rufe ich: Mein Vater bist du!, Meine Mutter, meine Schwester!, zum Wurm. |
15 Και που τωρα η ελπις μου; και την ελπιδα μου τις θελει ιδει; | 15 Wo ist dann meine Hoffnung und wo mein Glück? Wer kann es schauen? |
16 εις το βαθος του αδου θελει καταβη? βεβαιως θελει αναπαυθη μετ' εμου εν τω χωματι. | 16 Fahren sie zur Unterwelt mit mir hinab, sinken wir vereint in den Staub? |