ΙΩΒ - Giobbe - Job 17
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | BIBBIA CEI 2008 |
---|---|
1 Το πνευμα μου φθειρεται, αι ημεραι μου σβυνονται, οι ταφοι ειναι ετοιμοι δι' εμε. | 1 Il mio respiro è affannoso, i miei giorni si spengono; non c’è che la tomba per me! |
2 Δεν ειναι χλευασται πλησιον μου; και δεν διανυκτερευει ο οφθαλμος μου εν ταις πικριαις αυτων; | 2 Non sono con me i beffardi? Fra i loro insulti veglia il mio occhio. |
3 Ασφαλισον με, δεομαι? γενου εις εμε εγγυητης πλησιον σου? τις ηθελεν εγγυηθη εις εμε; | 3 Poni, ti prego, la mia cauzione presso di te; chi altri, se no, mi stringerebbe la mano? |
4 Διοτι συ εκρυψας την καρδιαν αυτων απο συνεσεως? δια τουτο δεν θελεις υψωσει αυτους. | 4 Poiché hai tolto il senno alla loro mente, per questo non li farai trionfare. |
5 Του λαλουντος με απατην προς τους φιλους, και οι οφθαλμοι των τεκνων αυτου θελουσι τηκεσθαι. | 5 Come chi invita a pranzo gli amici, mentre gli occhi dei suoi figli languiscono. |
6 Και με κατεστησε παροιμιαν των λαων? και ενωπιον αυτων κατεσταθην ονειδος. | 6 Mi ha fatto diventare la favola dei popoli, sono oggetto di scherno davanti a loro. |
7 Και ο οφθαλμος μου εμαρανθη υπο της θλιψεως, και παντα τα μελη μου εγειναν ως σκια. | 7 Si offusca per il dolore il mio occhio e le mie membra non sono che ombra. |
8 Οι ευθεις θελουσι θαυμασει εις τουτο, και ο αθωος θελει διεγερθη κατα του υποκριτου. | 8 Gli onesti ne rimangono stupiti e l’innocente si sdegna contro l’empio. |
9 Ο δε δικαιος θελει κρατει την οδον αυτου, και ο καθαρος τας χειρας θελει επαυξησει την δυναμιν αυτου. | 9 Ma il giusto si conferma nella sua condotta e chi ha le mani pure raddoppia gli sforzi. |
10 σεις δε παντες επιστραφητε, και ελθετε τωρα? διοτι ουδενα συνετον θελω ευρει μεταξυ σας. | 10 Su, venite tutti di nuovo: io non troverò un saggio fra voi. |
11 Αι ημεραι μου παρηλθον, εκοπησαν οι σκοποι μου, αι επιθυμιαι της καρδιας μου. | 11 I miei giorni sono passati, svaniti i miei progetti, i desideri del mio cuore. |
12 Την νυκτα μετεβαλον εις ημεραν? το φως ειναι πλησιον του σκοτους. | 12 Essi cambiano la notte in giorno: “La luce – dicono – è più vicina delle tenebre”. |
13 Εαν προσμενω, ο ταφος ειναι η κατοικια μου? εστρωσα την κλινην μου εν τω σκοτει. | 13 Se posso sperare qualche cosa, il regno dei morti è la mia casa, nelle tenebre distendo il mio giaciglio. |
14 Εβοησα προς την φθοραν, Εισαι, πατηρ μου? προς τον σκωληκα, Μητηρ μου και αδελφη μου εισαι. | 14 Al sepolcro io grido: “Padre mio sei tu!” e ai vermi: “Madre mia, sorella mia voi siete!”. |
15 Και που τωρα η ελπις μου; και την ελπιδα μου τις θελει ιδει; | 15 Dov’è, dunque, la mia speranza? Il mio bene chi lo vedrà? |
16 εις το βαθος του αδου θελει καταβη? βεβαιως θελει αναπαυθη μετ' εμου εν τω χωματι. | 16 Caleranno le porte del regno dei morti, e insieme nella polvere sprofonderemo?». |