Scrutatio

Venerdi, 3 maggio 2024 - Santi Filippo e Giacomo ( Letture di oggi)

Livre des Psaumes 78


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Poème. D'Asaph. Ecoute, ô mon peuple, ma loi; tends l'oreille aux paroles de ma bouche;
1 Μασχιλ του Ασαφ.>> Ακουσον, λαε μου, τον νομον μου? κλινατε τα ωτα σας εις τα λογια του στοματος μου.
2 j'ouvre la bouche en paraboles, j'évoque du passé les mystères.
2 Θελω ανοιξει εν παραβολη το στομα μου? θελω προφερει πραγματα αξιομνημονευτα, τα απ' αρχης?
3 Nous l'avons entendu et connu, nos pères nous l'ont raconté;
3 οσα ηκουσαμεν και εγνωρισαμεν και οι πατερες ημων διηγηθησαν εις ημας.
4 nous ne le tairons pas à leurs enfants, nous le raconterons à la génération qui vient: les titres deYahvé et sa puissance, ses merveilles telles qu'il les fit;
4 Δεν θελομεν κρυψει αυτα απο των τεκνων αυτων εις την επερχομενην γενεαν, διηγουμενοι τους επαινους του Κυριου και την δυναμιν αυτου και τα θαυμασια αυτου, τα οποια εκαμε.
5 il établit un témoignage en Jacob, il mit une loi en Israël; il avait commandé à nos pères de le faireconnaître à leurs enfants,
5 Και εστησε μαρτυριον εν τω Ιακωβ και νομον εθεσεν εν τω Ισραηλ, τα οποια προσεταξεν εις τους πατερας ημων, να καμνωσιν αυτα γνωστα εις τα τεκνα αυτων?
6 que la génération qui vient le connaisse, les enfants qui viendront à naître. Qu'ils se lèvent, qu'ilsracontent à leurs enfants,
6 δια να γνωριζη αυτα η γενεα η επερχομενη, οι υιοι οι μελλοντες να γεννηθωσι? και αυτοι, οταν αναστηθωσι, να διηγωνται εις τα τεκνα αυτων?
7 qu'ils mettent en Dieu leur espoir, qu'ils n'oublient pas les hauts faits de Dieu, et sescommandements, qu'ils les observent;
7 δια να θεσωσιν επι τον Θεον την ελπιδα αυτων, και να μη λησμονωσι τα εργα του Θεου, αλλα να φυλαττωσι τας εντολας αυτου?
8 qu'ils ne soient pas, à l'exemple de leurs pères, une génération de révolte et de bravade, générationqui n'a point le coeur sûr et dont l'esprit n'est point fidèle à Dieu.
8 και να μη γεινωσιν, ως οι πατερες αυτων, γενεα διεστραμμενη και απειθης? γενεα, ητις δεν εφυλαξεν ευθειαν την καρδιαν αυτης, και δεν εσταθη πιστον μετα του Θεου το πνευμα αυτης?
9 Les fils d'Ephraïm, tireurs d'arc, se retournèrent, le jour du combat;
9 ως οι υιοι του Εφραιμ, οιτινες ωπλισμενοι, βασταζοντες τοξα, εστραφησαν οπισω την ημεραν της μαχης.
10 ils ne gardaient pas l'alliance de Dieu, ils refusaient de marcher dans sa loi;
10 Δεν εφυλαξαν την διαθηκην του Θεου, και εν τω νομω αυτου δεν ηθελησαν να περιπατωσι?
11 ils avaient oublié ses hauts faits, ses merveilles qu'il leur donna de voir:
11 και ελησμονησαν τα εργα αυτου και τα θαυμασια αυτου, τα οποια εδειξεν εις αυτους.
12 devant leurs pères il fit merveille en terre d'Egypte, aux champs de Tanis.
12 Εμπροσθεν των πατερων αυτων εκαμε θαυμασια, εν τη γη της Αιγυπτου, τη πεδιαδι Τανεως.
13 Il fendit la mer et les transporta, il dressa les eaux comme une digue;
13 Διεσχισε την θαλασσαν και διεπερασεν αυτους και εστησε τα υδατα ως σωρον?
14 il les guida de jour par la nuée, par la lueur d'un feu toute la nuit;
14 και ωδηγησεν αυτους την ημεραν εν νεφελη και ολην την νυκτα εν φωτι πυρος.
15 il fendit les rochers au désert, il les abreuva à la mesure du grand abîme;
15 Διεσχισε πετρας εν τη ερημω και εποτισεν αυτους ως εκ μεγαλων αβυσσων?
16 du roc il fit sortir des ruisseaux et descendre les eaux en torrents.
16 και εξηγαγε ρυακας εκ της πετρας και κατεβιβασεν υδατα ως ποταμους.
17 Mais de plus belle ils péchaient contre lui et bravaient le Très-Haut dans le lieu sec;
17 Αλλ' αυτοι εξηκολουθουν ετι αμαρτανοντες εις αυτον, παροξυνοντες τον Υψιστον εν ανυδρω τοπω?
18 ils tentèrent Dieu dans leur coeur, demandant à manger à leur faim.
18 και επειρασαν τον Θεον εν τη καρδια αυτων, ζητουντες βρωσιν κατα την ορεξιν αυτων?
19 Or ils parlèrent contre Dieu; ils dirent: "Est-il capable, Dieu, de dresser une table au désert?
19 και ελαλησαν κατα του Θεου, λεγοντες, Μηπως δυναται ο Θεος να ετοιμαση τραπεζαν εν τη ερημω;
20 "Voici qu'il frappe le rocher, les eaux coulent, les torrents s'échappent: mais du pain, est-il capabled'en donner, ou de fournir de la viande à son peuple?"
20 Ιδου, επαταξε την πετραν, και ερρευσαν υδατα και χειμαρροι επλημμυρησαν? μηπως δυναται να δωση και αρτον; η να ετοιμαση κρεας εις τον λαον αυτου;
21 Alors Yahvé entendit, il s'emporta; un feu flamba contre Jacob, et puis la Colère monta contreIsraël,
21 Δια τουτο ηκουσεν ο Κυριος και ωργισθη? και πυρ εξηφθη κατα του Ιακωβ, ετι δε και οργη ανεβη κατα του Ισραηλ?
22 car ils étaient sans foi en Dieu, ils étaient sans confiance en son salut.
22 διοτι δεν επιστευσαν εις τον Θεον, ουδε ηλπισαν επι την σωτηριαν αυτου?
23 Aux nuées d'en haut il commanda, il ouvrit les battants des cieux;
23 ενω προσεταξε τας νεφελας απο ανωθεν και τας θυρας του ουρανου ηνοιξε,
24 pour les nourrir il fit pleuvoir la manne, il leur donna le froment des cieux;
24 και εβρεξεν εις αυτους μαννα δια να φαγωσι και σιτον ουρανου εδωκεν εις αυτους?
25 du pain des Forts l'homme se nourrit, il leur envoya des vivres à satiété.
25 αρτον αγγελων εφαγεν ο ανθρωπος? τροφην εστειλεν εις αυτους μεχρι χορτασμου.
26 Il fit lever dans les cieux le vent d'est, il fit venir par sa puissance le vent du sud,
26 Εσηκωσεν εν τω ουρανω ανατολικον ανεμον, και δια της δυναμεως αυτου επεφερε τον νοτον?
27 il fit pleuvoir sur eux la viande comme poussière, la volaille comme sable des mers,
27 και εβρεξεν επ' αυτους κρεας ως το χωμα και πετεινα πτερωτα ως την αμμον της θαλασσης?
28 il en fit tomber au milieu de son camp, tout autour de sa demeure.
28 και εκαμε να πεσωσιν εις το μεσον του στρατοπεδου αυτων, κυκλω των σκηνων αυτων.
29 Ils mangèrent et furent bien rassasiés, il leur servit ce qu'ils désiraient;
29 Και εφαγον και εχορτασθησαν σφοδρα? και εφερεν εις αυτους την επιθυμιαν αυτων?
30 eux n'étaient pas revenus de leur désir, leur manger encore en la bouche,
30 δεν ειχον χωρισθη απο της επιθυμιας αυτων, ετι ητο εν τω στοματι αυτων βρωσις αυτων,
31 que la colère de Dieu monta contre eux: il massacrait parmi les robustes, abattait les cadetsd'Israël.
31 και οργη του Θεου ανεβη επ' αυτους, και εφονευσε τους μεγαλητερους εξ αυτων και τους εκλεκτους του Ισραηλ κατεβαλεν.
32 Malgré tout, ils péchèrent encore, ils n'eurent pas foi en ses merveilles.
32 Εν πασι τουτοις ημαρτησαν ετι και δεν επιστευσαν εις τα θαυμασια αυτου.
33 Il consuma en un souffle leurs jours, leurs années en une panique.
33 Δια τουτο συνετελεσεν εν ματαιοτητι τας ημερας αυτων και τα ετη αυτων εν ταραχη.
34 Quand il les massacrait, ils le cherchaient, ils revenaient, s'empressaient près de lui.
34 Οτε εθανατονεν αυτους, τοτε εξεζητουν αυτον, και επεστρεφον και απο ορθρου προσετρεχον εις τον Θεον?
35 Ils se souvenaient: Dieu leur rocher, Dieu le Très-Haut, leur rédempteur!
35 και ενεθυμουντο, οτι ο Θεος ητο φρουριον αυτων και ο Θεος ο Υψιστος λυτρωτης αυτων.
36 Mais ils le flattaient de leur bouche, mais de leur langue ils lui mentaient,
36 Αλλ' εκολακευον αυτον δια του στοματος αυτων και δια της γλωσσης αυτων εψευδοντο προς αυτον?
37 leur coeur n'était pas sûr envers lui, ils étaient sans foi en son alliance.
37 Η δε καρδια αυτων δεν ητο ευθεια μετ' αυτου, και δεν ησαν πιστοι εις την διαθηκην αυτου.
38 Lui alors, dans sa tendresse, effaçait les torts au lieu de dévaster; sans se lasser, il revenait de sacolère au lieu de réveiller tout son courroux.
38 Αυτος ομως οικτιρμων συνεχωρησε την ανομιαν αυτων και δεν ηφανισεν αυτους? αλλα πολλακις ανεστελλε τον θυμον αυτου, και δεν διηγειρεν ολην την οργην αυτου?
39 Il se souvenait: eux, cette chair, souffle qui s'en va et ne revient pas.
39 και ενεθυμηθη οτι ησαν σαρξ? ανεμος παρερχομενος και μη επιστρεφων.
40 Que de fois ils le bravèrent au désert, l'offensèrent parmi les solitudes!
40 Ποσακις παρωξυναν αυτον εν τη ερημω, παρωργισαν αυτον εν τη ανυδρω,
41 Ils revenaient tenter Dieu, affliger le Saint d'Israël,
41 και εστραφησαν και επειρασαν τον Θεον, και τον Αγιον του Ισραηλ παρωξυναν.
42 sans nul souvenir de sa main, ni du jour qu'il les sauva de l'adversaire.
42 Δεν ενεθυμηθησαν την χειρα αυτου, την ημεραν καθ' ην ελυτρωσεν αυτους απο του εχθρου?
43 Lui qui en Egypte mit ses signes, ses miracles aux champs de Tanis,
43 πως εδειξεν εν Αιγυπτω τα σημεια αυτου και τα θαυμασια αυτου εν τη πεδιαδι Τανεως?
44 fit tourner en sang leurs fleuves, leurs ruisseaux pour les priver de boire.
44 και μετεβαλεν εις αιμα τους ποταμους αυτων και τους ρυακας αυτων, δια να μη πιωσιν.
45 Il leur envoya des taons qui dévoraient, des grenouilles qui les infestaient;
45 Απεστειλεν επ' αυτους κυνομυιαν και κατεφαγεν αυτους, και βατραχους και εφανισαν αυτους.
46 il livra au criquet leurs récoltes et leur labeur à la sauterelle;
46 Και παρεδωκε τους καρπους αυτων εις τον βρουχον και τους κοπους αυτων εις την ακριδα.
47 il massacra par la grêle leur vigne et leurs sycomores par la gelée;
47 Κατηφανισε δια της χαλαζης τας αμπελους αυτων και τας συκαμινους αυτων με πετρας χαλαζης?
48 il remit à la grêle leur bétail et leurs troupeaux aux éclairs.
48 και παρεδωκεν εις την χαλαζαν τα κτηνη αυτων και τα ποιμνια αυτων εις τους κεραυνους.
49 Il lâcha sur eux le feu de sa colère, emportement et fureur et détresse, un envoi d'anges demalheur;
49 Απεστειλεν επ' αυτους την εξαψιν του θυμου αυτου, την αγανακτησιν και την οργην και την θλιψιν, αποστελλων αυτα δι' αγγελων κακοποιων.
50 il fraya un sentier à sa colère. Il n'exempta pas leur âme de la mort, à la peste il remit leur vie;
50 Ηνοιξεν οδον εις την οργην αυτου? δεν εφεισθη απο του θανατου την ψυχην αυτων, και παρεδωκεν εις θανατικον την ζωην αυτων?
51 il frappa tout premier-né en Egypte, la fleur de la race aux tentes de Cham.
51 και επαταξε παν πρωτοτοκον εν Αιγυπτω, την απαρχην της δυναμεως αυτων εν ταις σκηναις του Χαμ?
52 Il poussa comme des brebis son peuple, les mena comme un troupeau dans le désert;
52 και εσηκωσεν εκειθεν ως προβατα τον λαον αυτου και ωδηγησεν αυτους ως ποιμνιον εν τη ερημω?
53 il les guida sûrement, ils furent sans crainte, leurs ennemis, la mer les recouvrit.
53 και ωδηγησεν αυτους εν ασφαλεια, και δεν εδειλιασαν? τους δε εχθρους αυτων εσκεπασεν η θαλασσα.
54 Il les amena vers son saint territoire, la montagne que sa droite a conquise;
54 Και εισηγαγεν αυτους εις το οριον της αγιοτητος αυτου, το ορος τουτο, το οποιον απεκτησεν η δεξια αυτου?
55 il chassa devant eux les païens, il leur marqua au cordeau un héritage; il installa sous leurs tentesles tribus d'Israël.
55 και εξεδιωξεν απ' εμπροσθεν αυτων τα εθνη και διεμοιρασεν αυτα κληρονομιαν με σχοινιον, και εν ταις σκηναις αυτων κατωκισε τας φυλας του Ισραηλ.
56 Ils tentaient, ils bravaient Dieu le Très-Haut, se refusaient à garder ses témoignages;
56 Και ομως επειρασαν και παρωξυναν τον Θεον τον υψιστον και δεν εφυλαξαν τα μαρτυρια αυτου?
57 ils déviaient, ils trahissaient comme leurs pères, se retournaient comme un arc infidèle;
57 αλλ' εστραφησαν και εφερθησαν απιστως, ως οι πατερες αυτων? εστραφησαν ως τοξον στρεβλον?
58 ils l'indignaient avec leurs hauts lieux, par leurs idoles ils le rendaient jaloux.
58 και παρωργισαν αυτον με τους υψηλους αυτων τοπους, και με τα γλυπτα αυτων διηγειραν αυτον εις ζηλοτυπιαν.
59 Dieu entendit et s'emporta, il rejeta tout à fait Israël;
59 Ηκουσεν ο Θεος και υπερωργισθη και εβδελυχθη σφοδρα τον Ισραηλ?
60 il délaissa la demeure de Silo, la tente où il demeurait chez les hommes.
60 και εγκατελιπε την σκηνην του Σηλω, την σκηνην οπου κατωκησε μεταξυ των ανθρωπων?
61 Il livra sa force à la captivité, aux mains de l'ennemi sa splendeur;
61 και παρεδωκεν εις αιχμαλωσιαν την δυναμιν αυτου και την δοξαν αυτου εις χειρα εχθρου?
62 il remit son peuple à l'épée, contre son héritage il s'emporta.
62 και παρεδωκεν εις ρομφαιαν τον λαον αυτου και υπερωργισθη κατα της κληρονομιας αυτου?
63 Ses cadets, le feu les dévora, ses vierges n'eurent pas de chant de noces;
63 τους νεους αυτων κατεφαγε πυρ, και αι παρθενοι αυτων δεν ενυμφευθησαν?
64 ses prêtres tombèrent sous l'épée, ses veuves ne firent pas de lamentations.
64 οι ιερεις αυτων επεσον εν μαχαιρα, και αι χηραι αυτων δεν επενθησαν.
65 Il s'éveilla comme un dormeur, le Seigneur, comme un vaillant terrassé par le vin,
65 Τοτε εξηγερθη ως εξ υπνου ο Κυριος, ως ανθρωπος δυνατος, βοων απο οινου?
66 il frappa ses ennemis au dos, les livra pour toujours à la honte.
66 και επαταξε τους εχθρους αυτου εις τα οπισω? ονειδος αιωνιον εθεσεν επ' αυτους.
67 Il rejeta la tente de Joseph, il n'élut pas la tribu d'Ephraïm;
67 Και απερριψε την σκηνην Ιωσηφ, και την φυλην Εφραιμ δεν εξελεξεν.
68 il élut la tribu de Juda, la montagne de Sion qu'il aime.
68 Αλλ' εξελεξε την φυλην Ιουδα, το ορος της Σιων, το οποιον ηγαπησε.
69 Il bâtit comme les hauteurs son sanctuaire, comme la terre qu'il fonda pour toujours.
69 Και ωκοδομησεν ως υψηλα παλατια το αγιαστηριον αυτου, ως την γην την οποιαν εθεμελιωσεν εις τον αιωνα.
70 Il élut David son serviteur, il le tira des parcs à moutons,
70 Και εξελεξε Δαβιδ τον δουλον αυτου και ανελαβεν αυτον εκ των ποιμνιων των προβατων?
71 de derrière les brebis mères il l'appela pour paître Jacob son peuple et Israël son héritage;
71 Εξοπισθεν των θηλαζοντων προβατων εφερεν αυτον, δια να ποιμαινη Ιακωβ τον λαον αυτου και Ισραηλ την κληρονομιαν αυτου?
72 il les paissait d'un coeur parfait, et d'une main sage les guidait.
72 Και εποιμανεν αυτους κατα την ακακιαν της καρδιας αυτου? και δια της συνεσεως των χειρων αυτου ωδηγησεν αυτους.