Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Livre des Psaumes 104


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Mon âme, bénis le Seigneur! Seigneur, mon Dieu, tu es si grand, paré de gloire et de majesté!1 Ευλογει, η ψυχη μου, τον Κυριον. Κυριε Θεε μου, εμεγαλυνθης σφοδρα? τιμην και μεγαλοπρεπειαν εισαι ενδεδυμενος?
2 Tu t’es fait de la lumière un manteau, les cieux sont les tentures de ta demeure,2 ο περιτυλιττομενος το φως ως ιματιον, ο εκτεινων τον ουρανον ως καταπετασμα?
3 au-dessus de leurs eaux s’élèvent tes chambres hautes. Tu fais des nuées ton char lorsque tu t’avances sur les ailes du vent.3 ο στεγαζων με υδατα τα υπερωα αυτου? ο ποιων τα νεφη αμαξαν αυτου? ο περιπατων επι πτερυγων ανεμων?
4 Tu prends les vents pour messagers, les éclairs de feu sont tes serviteurs.4 ο ποιων τους αγγελους αυτου πνευματα, τους λειτουργους αυτου πυρος φλογα?
5 Tu as posé la terre sur ses bases, rien ne viendra l’ébranler jamais.5 ο θεμελιων την γην επι την βασιν αυτης, δια να μη σαλευθη εις τον αιωνα του αιωνος.
6 Tu l’as couverte du manteau des océans, avec des eaux en réserve au haut des monts;6 Με την αβυσσον, ως με ιματιον, εκαλυψας αυτην? τα υδατα εσταθησαν επι των ορεων?
7 à ta menace elles fuient: ton tonnerre se fait entendre, elles se précipitent.7 απο επιτιμησεως σου εφυγον? απο της φωνης της βροντης σου εσυρθησαν εν βια?
8 Elles gravissent les monts, descendent les vallées, courant au lieu que tu leur as indiqué.8 ανεβησαν εις τα ορη, κατεβησαν εις τας κοιλαδας, εις τοπον, τον οποιον διωρισας δι' αυτα?
9 Tu as fixé les bornes qu’elles ne passeront pas: elles ne reviendront plus pour submerger la terre.9 εθεσας οριον, το οποιον δεν θελουσιν υπερβη ουδε θελουσιν επιστρεψει δια να σκεπασωσι την γην.
10 Tu conduis vers les ravins les eaux des sources, elles cheminent entre les montagnes10 Ο εξαποστελλων πηγας εις τας φαραγγας, δια να ρεωσιν αναμεσον των ορεων?
11 pour abreuver tout ce qui vit sur terre: les ânes sauvages y étanchent leur soif.11 ποτιζουσι παντα τα θηρια του αγρου? οι αγριοι ονοι σβυνουσι την διψαν αυτων?
12 Les oiseaux du ciel s’arrêtent aux abords et dans la ramure lancent leurs appels.12 πλησιον αυτων τα πετεινα του ουρανου κατασκηνουσι, και αναμεσον των κλαδων κελαδουσιν.
13 Du haut de tes demeures tu abreuves les monts, la terre se rassasie de tes œuvres.13 Ο ποτιζων τα ορη εκ των υπερωων αυτου? απο του καρπου των εργων σου χορταινει η γη.
14 Tu fais pousser l’herbe pour le bétail, et les plantes où l’homme aura son travail. Il fera sortir de la terre le pain,14 Ο αναδιδων χορτον δια τα κτηνη και βοτανην προς χρησιν του ανθρωπου, δια να εξαγη τροφην εκ της γης,
15 le vin aussi, qui réjouit le cœur de l’homme. L’huile fera briller son visage, le pain lui donnera du cœur.15 και οινον ευφραινοντα την καρδιαν του ανθρωπου, ελαιον δια να λαμπρυνη το προσωπον αυτου, και αρτον στηριζοντα την καρδιαν του ανθρωπου.
16 Les arbres du Seigneur sont rassasiés, les cèdres du Liban qu’il a plantés lui-même.16 Εχορτασθησαν τα δενδρα του Κυριου? αι κεδροι του Λιβανου, τας οποιας εφυτευσεν?
17 Les passereaux y font leur nid et tout en haut la cigogne a sa maison.17 Οπου τα πετεινα καμνουσι φωλεας? αι πευκαι ειναι η κατοικια του πελαργου.
18 La haute montagne appartient aux chamois, le creux des roches est le refuge des damans.18 Τα ορη τα υψηλα ειναι δια τας δορκαδας? αι πετραι καταφυγη εις τους δασυποδας.
19 Tu as placé la lune pour le calendrier, le soleil, qui sait au moins l’heure de son coucher.19 Εκαμε την σεληνην δια τους καιρους? ο ηλιος γνωριζει την δυσιν αυτου.
20 Tu amènes les ténèbres et c’est la nuit: les bêtes de la forêt vont commencer leurs rondes.20 Φερεις σκοτος, και γινεται νυξ? εν αυτη περιφερονται παντα τα θηρια του δασους?
21 Les jeunes lions rugissent après la proie, dans leur langage ils réclament à Dieu leur manger.21 οι σκυμνοι βρυχωνται δια να αρπασωσι, και να ζητησωσι παρα του Θεου την τροφην αυτων.
22 Quand le soleil se lève, ils se retirent et vont au repos dans leurs demeures,22 Ο ηλιος ανατελλει? συναγονται και πλαγιαζουσιν εν τοις σπηλαιοις αυτων?
23 alors que l’homme sort pour sa tâche, pour son travail jusqu’au soir.23 εξερχεται ο ανθρωπος εις το εργον αυτου και εις την εργασιαν αυτου εως εσπερας.
24 Que tes œuvres sont nombreuses, Seigneur, tu les fis toutes avec sagesse, remplissant le monde de tes inventions!24 Ποσον μεγαλα ειναι τα εργα σου, Κυριε? τα παντα εν σοφια εποιησας? η γη ειναι πληρης των ποιηματων σου?
25 Voici la mer, grande, ouverte en tous sens, où fourmillent innombrables les êtres vivants petits et grands.25 αυτη η θαλασσα η μεγαλη και ευρυχωρος. Εκει ειναι ερπετα αναριθμητα, ζωα μικρα μετα μεγαλων?
26 Les bateaux s’y risquent sans craindre Léviathan, le monstre que tu fis pour t’en amuser.26 εκει διατρεχουσι τα πλοια? εκει ο Λευιαθαν ουτος, τον οποιον επλασας δια να παιζη εν αυτη.
27 Tous attendent de toi que tu leur donnes la provende en son temps.27 Παντα ταυτα επι σε ελπιζουσι, δια να δωσης εν καιρω την τροφην αυτων.
28 Tu la leur donnes, ils la recueillent, tu ouvres ta main, et les voilà rassasiés.28 Διδεις εις αυτα, συναγουσιν? ανοιγεις την χειρα σου, χορταινουσιν αγαθα.
29 Tu caches ta face, ils ne sont plus; tu leur reprends le souffle, ils expirent et retournent à leur poussière.29 Αποστρεφεις το προσωπον σου, ταραττονται? σηκονεις την πνοην αυτων, αποθνησκουσι και εις το χωμα αυτων επιστρεφουσιν?
30 Mais tu envoies ton souffle, ils sont créés, tu renouvelles la face de la terre.30 εξαποστελλεις το πνευμα σου, κτιζονται, και ανανεονεις το προσωπον της γης.
31 Que le Seigneur ait à jamais sa gloire, que le Seigneur jouisse de ses œuvres,31 Η δοξα του Κυριου εστω εις τον αιωνα? ας ευφραινεται ο Κυριος εις τα εργα αυτου?
32 lui qui regarde la terre, et elle tremble, et s’il touche aux montagnes, elles jettent le feu.32 ο επιβλεπων επι την γην και καμνων αυτην να τρεμη? εγγιζει τα ορη, και καπνιζουσι.
33 Je veux toute ma vie chanter le Seigneur, le célébrer aussi longtemps que je serai.33 Θελω ψαλλει εις τον Κυριον ενοσω ζω? θελω ψαλμωδει εις τον Θεον μου ενοσω υπαρχω.
34 Mon poème peut-être plaira à mon Seigneur: moi, de toute façon, je suis content de lui.34 Η εις αυτον μελετη μου θελει εισθαι γλυκεια? εγω θελω ευφραινεσθαι εις τον Κυριον.
35 Que les pécheurs disparaissent de la terre, qu’on n’y voie plus de méchanceté! Mais toi, ô mon âme, bénis le Seigneur!35 Ας εκλειψωσιν οι αμαρτωλοι απο της γης και οι ασεβεις ας μη υπαρχωσι πλεον. Ευλογει, η ψυχη μου, τον Κυριον. Αλληλουια.