Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Genesis 26


font
NEW JERUSALEMGREEK BIBLE
1 There was a famine in the country -- different from the previous famine which took place in the time ofAbraham -- and Isaac went to Abimelech, the Philistine king at Gerar.1 Εγεινε δε πεινα εν τη γη, εκτος της προτερας πεινης, της γενομενης επι των ημερων του Αβρααμ. Και υπηγεν ο Ισαακ προς τον Αβιμελεχ, βασιλεα των Φιλισταιων, εις Γεραρα.
2 Yahweh had appeared to him and said, 'Do not go down to Egypt; stay in the country which I shalpoint out to you.2 Εφανη δε εις αυτον ο Κυριος και ειπε, Μη καταβης εις Αιγυπτον? κατοικησον εν τη γη την οποιαν θελω σοι ειπει?
3 Remain for the present in that country; I shal be with you and bless you, for I shal give al thesecountries to you and your descendants in fulfilment of the oath I swore to your father Abraham.3 παροικει εν τη γη ταυτη, και εγω θελω εισθαι μετα σου, και θελω σε ευλογησει διοτι εις σε και εις το σπερμα σου θελω δωσει παντας τους τοπους τουτους? και θελω εκπληρωσει τον ορκον, τον οποιον ωμοσα προς Αβρααμ τον πατερα σου?
4 I shal make your descendants as numerous as the stars of heaven, and I shal give them al thesecountries, and al nations on earth wil bless themselves by your descendants4 και θελω πληθυνει το σπερμα σου ως τα αστρα του ουρανου, και θελω δωσει εις το σπερμα σου παντας τους τοπους τουτους, και θελουσιν ευλογηθη εν τω σπερματι σου παντα τα εθνη της γης?
5 in return for Abraham's obedience; for he kept my charge, my commandments, my statutes and mylaws.'5 επειδη ο Αβρααμ υπηκουσεν εις την φωνην μου, και εφυλαξε τα προσταγματα μου, τας εντολας μου, τα διαταγματα μου και τους νομους μου.
6 So Isaac stayed at Gerar.6 Και κατωκησεν ο Ισαακ εν Γεραροις.
7 When the people of the place asked him about his wife he replied, 'She is my sister,' for he was afraidto say, 'She is my wife,' thinking, 'The people of the place wil kil me because of Rebekah, since she is beautiful.'7 Ηρωτησαν δε οι ανδρες του τοπου περι της γυναικος αυτου? και ειπεν, Αδελφη μου ειναι? διοτι εφοβηθη να ειπη, Γυνη μου ειναι? λεγων, Μηπως με φονευσωσιν οι ανδρες του τοπου δια την Ρεβεκκαν? επειδη ητο ωραια την οψιν.
8 When he had been there some time, Abimelech the Philistine king happened to look out of the windowand saw Isaac fondling his wife Rebekah.8 Και αφου διετριψεν εκει πολλας ημερας, Αβιμελεχ ο βασιλευς των Φιλισταιων, κυψας απο της θυριδος ειδε, και ιδου, ο Ισαακ επαιζε μετα Ρεβεκκας της γυναικος αυτου.
9 Abimelech summoned Isaac and said to him, 'Surely she must be your wife! How could you have said,"She is my sister"?' Isaac replied, 'Because I thought I might be kil ed on her account.'9 Εκαλεσε δε ο Αβιμελεχ τον Ισαακ και ειπεν, Ιδου, βεβαιως γυνη σου ειναι αυτη? δια τι λοιπον ειπας, Αδελφη μου ειναι; Και ειπε προς αυτον ο Ισαακ, διοτι ειπον, Μηπως αποθανω εξ αιτιας αυτης.
10 Abimelech said, 'What a thing to do to us! One of the people might easily have slept with your wife.We should have incurred guilt, thanks to you.'10 Και ειπεν ο Αβιμελεχ, Τι ειναι τουτο, το οποιον εκαμες εις ημας; παρ' ολιγον ηθελε κοιμηθη τις εκ του λαου μετα της γυναικος σου, και ηθελες φερει εφ' ημας ανομιαν.
11 Then Abimelech issued this order to al the people: 'Whoever touches this man or his wife wil be putto death.'11 Και προσεταξεν ο Αβιμελεχ εις παντα τον λαον, λεγων, Οστις εγγιση τον ανθρωπον τουτον η την γυναικα αυτου, θελει εξαπαντος θανατωθη.
12 Isaac sowed his crops in that country, and that year he reaped a hundredfold. Yahweh blessed him12 Εσπειρε δε ο Ισαακ εν τη γη εκεινη και εσυναξε κατ' εκεινον τον χρονον εκατονταπλασια? και ευλογησεν αυτον ο Κυριος.
13 and the man became rich; he prospered more and more until he was very rich indeed.13 Και εμεγαλυνετο ο ανθρωπος και επροχωρει αυξανομενος, εωσου εγεινε μεγας σφοδρα?
14 He acquired flocks and herds and a large retinue. The Philistines began to envy him.14 και απεκτησε προβατα και βοας και δουλους πολλους? εφθονησαν δε αυτον οι Φιλισταιοι.
15 The Philistines had blocked up al the wel s dug by his father's servants -- in the days of his fatherAbraham -- fil ing them in with earth.15 Και παντα τα φρεατα, τα οποια εσκαψαν οι δουλοι του πατρος αυτου επι των ημερων Αβρααμ του πατρος αυτου, ενεφραξαν ταυτα οι Φιλισταιοι και εγεμισαν αυτα χωμα.
16 Then Abimelech said to Isaac, 'You must leave us, for you have become much more powerful thanwe are.'16 Και ειπεν ο Αβιμελεχ προς τον Ισαακ, Απελθε αφ' ημων, διοτι εγεινες δυνατωτερος ημων σφοδρα.
17 So Isaac left; he pitched camp in the Val ey of Gerar and there he stayed.17 Και απηλθεν εκειθεν ο Ισαακ και εστησε την σκηνην αυτου εν τη κοιλαδι των Γεραρων και κατωκησεν εκει.
18 Isaac reopened the wel s dug by the servants of his father Abraham and blocked up by thePhilistines after Abraham's death, and he gave them the same names as his father had given them.18 Και ηνοιξε παλιν ο Ισαακ τα φρεατα του υδατος, τα οποια εσκαψαν επι των ημερων Αβρααμ του πατρος αυτου, οι δε Φιλισταιοι ενεφραξαν αυτα μετα τον θανατον του Αβρααμ? και ωνομασεν αυτα κατα τα ονοματα, με τα οποια ο πατηρ αυτου ειχεν ονομασει αυτα.
19 But when Isaac's servants, digging in the val ey, found a wel of spring-water there,19 Και εσκαψαν οι δουλοι του Ισαακ εν τη κοιλαδι και ευρηκαν εκει φρεαρ υδατος ζωντος.
20 the herdsmen of Gerar disputed it with Isaac's herdsmen, saying, 'That water is ours!' So Isaacnamed the wel Esek, because they had disputed with him.20 Ελογομαχησαν δε οι ποιμενες των Γεραρων μετα των ποιμενων του Ισαακ, λεγοντες, Ιδικον μας ειναι το υδωρ? και ωνομασε το φρεαρ Εσεκ? διοτι εφιλονεικησαν μετ' αυτου.
21 They dug another wel , and there was a dispute over that one too; so he named it Sitnah.21 Και εσκαψαν αλλο φρεαρ και ελογομαχησαν και περι αυτου? δια τουτο ωνομασεν αυτο Σιτνα.
22 Then he left there, and dug another wel , and since there was no dispute over this one, he named itRehoboth, saying, 'Now Yahweh has made room for us to thrive in the country.'22 Και μετοικησας εκειθεν εσκαψεν αλλο φρεαρ, και περι τουτου δεν ελογομαχησαν? και ωνομασεν αυτο Ρεχωβωθ, λεγων, διοτι τωρα επλατυνεν ημας ο Κυριος και ηυξησεν ημας επι της γης.
23 From there he went up to Beersheba.23 Και εκειθεν ανεβη εις Βηρ-σαβεε.
24 Yahweh appeared to him the same night and said: I am the God of your father Abraham. Do not beafraid, for I am with you. I shall bless you and multiply your offspring for my servant Abraham's sake.24 Και εφανη εις αυτον ο Κυριος την νυκτα εκεινην, και ειπεν, Εγω ειμαι ο Θεος Αβρααμ του πατρος σου? μη φοβου, διοτι εγω ειμαι μετα σου, και θελω σε ευλογησει και θελω πληθυνει το σπερμα σου, δια Αβρααμ τον δουλον μου.
25 There he built an altar and invoked the name of Yahweh. There he pitched his tent, and there Isaac'sservants sank a wel .25 Και ωκοδομησεν εκει θυσιαστηριον και επεκαλεσθη το ονομα του Κυριου? και εστησεν εκει την σκηνην αυτου? εσκαψαν δε εκει οι δουλοι του Ισαακ φρεαρ.
26 Abimelech came from Gerar to see him, with Ahuzzath his adviser and Phicol the commander of hisarmy.26 Τοτε ο Αβιμελεχ υπηγε προς αυτον απο Γεραρων, και Οχοζαθ ο οικειος αυτου, και Φιχολ ο αρχιστρατηγος της δυναμεως αυτου.
27 Isaac said to them, 'Why do you come to me since you hate me, and have made me leave you?'27 Και ειπε προς αυτους ο Ισαακ, Δια τι ηλθετε προς εμε, αφου σεις με εμισησατε και με εδιωξατε απο σας;
28 'It became clear to us that Yahweh was with you,' they replied, 'and so we thought, "It is time to havea treaty sworn between us, between us and you." So let us make a covenant with you:28 οι δε ειπον, Ειδομεν φανερα, οτι ο Κυριος ειναι μετα σου, και ειπομεν, Ας γεινη τωρα ορκος μεταξυ ημων, μεταξυ ημων και σου, και ας καμωμεν συνθηκην μετα σου,
29 that you will not do us any harm, since we never molested you but were unfailingly kind to you andlet you go away in peace. Henceforth, Yahweh's blessing on you!'29 οτι δεν θελεις καμει κακον εις ημας, καθως ημεις δεν σε ηγγισαμεν, και καθως επραξαμεν εις σε μονον καλον, και σε εξαπεστειλαμεν εν ειρηνη? τωρα συ εισαι ευλογημενος του Κυριου.
30 He then made them a feast and they ate and drank.30 Και εκαμεν εις αυτους συμποσιον? και εφαγον και επιον.
31 Early next morning, they exchanged oaths. Then Isaac bade them farewell and they left him asfriends.31 Και εσηκωθησαν ενωρις το πρωι, και ωμοσεν ο εις προς τον αλλον? τοτε ο Ισαακ εξαπεστειλεν αυτους, και απηλθον απ' αυτου εν ειρηνη.
32 It happened, the same day, that Isaac's servants brought him news about the well they had beendigging. 'We have found water!' they said to him.32 Και την ημεραν εκεινην ηλθον οι δουλοι του Ισαακ και ανηγγειλαν προς αυτον περι του φρεατος το οποιον εσκαψαν, και ειπαν προς αυτον, Ευρηκαμεν υδωρ.
33 So he cal ed the wel Sheba, and hence the town is named Beersheba to this day.33 Και ωνομασεν αυτο Σαβεε? δια τουτο ειναι το ονομα της πολεως Βηρ-σαβεε εως της σημερον.
34 When Esau was forty years old he married Judith daughter of Beeri the Hittite, and Basemathdaughter of Elon the Hittite.34 Ητο δε ο Ησαυ ετων τεσσαρακοντα, οτε ελαβεν εις γυναικα Ιουδιθ, την θυγατερα Βεηρι του Χετταιου, και Βασεμαθ, την θυγατερα Αιλων του Χετταιου?
35 These were a bitter disappointment to Isaac and Rebekah.35 και αυται ησαν πικρια ψυχης εις τον Ισαακ και την Ρεβεκκαν.