Scrutatio

Mercoledi, 29 maggio 2024 - Sant'Alessandro ( Letture di oggi)

ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 105


font
LXXBIBBIA VOLGARE
1 αλληλουια εξομολογεισθε τω κυριω οτι χρηστος οτι εις τον αιωνα το ελεος αυτου1 Alleluia Alleluia.Confessate al Signore, per ch' egli è buono; però che sempre sarà la misericordia sua.
2 τις λαλησει τας δυναστειας του κυριου ακουστας ποιησει πασας τας αινεσεις αυτου2 Chi potrebbe dire le potenze sue, farà a sapere le sue lodi?
3 μακαριοι οι φυλασσοντες κρισιν και ποιουντες δικαιοσυνην εν παντι καιρω3 Beati sono quelli che osservano il giudicio, e fanno giustizia in ogni tempo.
4 μνησθητι ημων κυριε εν τη ευδοκια του λαου σου επισκεψαι ημας εν τω σωτηριω σου4 Signore, arricòrdati di noi, nella benevolenza del tuo popolo; vìsitane nel salutare tuo,
5 του ιδειν εν τη χρηστοτητι των εκλεκτων σου του ευφρανθηναι εν τη ευφροσυνη του εθνους σου του επαινεισθαι μετα της κληρονομιας σου5 a vederlo nella bontà degli eletti tuoi, a rallegrarlo nella letizia della gente tua; acciò sii lodato con la eredità tua.
6 ημαρτομεν μετα των πατερων ημων ηνομησαμεν ηδικησαμεν6 Abbiamo peccato coi nostri padri, operato ingiustamente, fatta la iniquità.
7 οι πατερες ημων εν αιγυπτω ου συνηκαν τα θαυμασια σου ουκ εμνησθησαν του πληθους του ελεους σου και παρεπικραναν αναβαινοντες εν τη ερυθρα θαλασση7 Li padri nostri in Egitto non intesero le tue maraviglie; non si hanno arricordato della molta tua misericordia. E ascendenti nel mare il provocorono a ira, nel mare rosso.
8 και εσωσεν αυτους ενεκεν του ονοματος αυτου του γνωρισαι την δυναστειαν αυτου8 E feceli salvi per il nome suo, per manifestare la potenza sua.
9 και επετιμησεν τη ερυθρα θαλασση και εξηρανθη και ωδηγησεν αυτους εν αβυσσω ως εν ερημω9 E riprese il mare rosso, e seccossi; e menolli per il fondo secco nel deserto.
10 και εσωσεν αυτους εκ χειρος μισουντων και ελυτρωσατο αυτους εκ χειρος εχθρου10 E salvolli dalla mano delli odianti; e reccattolli dalla mano delli nemici.
11 και εκαλυψεν υδωρ τους θλιβοντας αυτους εις εξ αυτων ουχ υπελειφθη11 E l'acqua coperse gli loro tribulanti; uno solo di loro non rimase.
12 και επιστευσαν εν τοις λογοις αυτου και ησαν την αινεσιν αυτου12 E credettero alle sue parole; e lodarono la lode sua.
13 εταχυναν επελαθοντο των εργων αυτου ουχ υπεμειναν την βουλην αυτου13 Presto fecero, dimenticoronsi delle opere sue; non sostenettero il consiglio suo.
14 και επεθυμησαν επιθυμιαν εν τη ερημω και επειρασαν τον θεον εν ανυδρω14 E desiderorono la concupiscenza nel deserto; e tentorono Iddio nel luogo d'acqua.
15 και εδωκεν αυτοις το αιτημα αυτων και εξαπεστειλεν πλησμονην εις τας ψυχας αυτων15 E detteli la loro petizione; e mandò la saturità in loro anime.
16 και παρωργισαν μωυσην εν τη παρεμβολη και ααρων τον αγιον κυριου16 E provocorono ad ira Moisè nelli alloggiamenti, e Aaron santo del Signore.
17 ηνοιχθη η γη και κατεπιεν δαθαν και εκαλυψεν επι την συναγωγην αβιρων17 Apersesi la terra, e inghiottì Datan; e sopra la congregazione coperse Abiron.
18 και εξεκαυθη πυρ εν τη συναγωγη αυτων φλοξ κατεφλεξεν αμαρτωλους18 E ardette il fuoco nella loro sinagoga; la fiamma bruciò li peccatori.
19 και εποιησαν μοσχον εν χωρηβ και προσεκυνησαν τω γλυπτω19 E fecero il vitello in Oreb; e adororono l' idolo.
20 και ηλλαξαντο την δοξαν αυτων εν ομοιωματι μοσχου εσθοντος χορτον20 E mutorono la sua gloria in similitudine di vitello mangiante il fieno.
21 επελαθοντο του θεου του σωζοντος αυτους του ποιησαντος μεγαλα εν αιγυπτω21 E dismenticoronsi Iddio che gli fece salvi, che fece le cose grandi in Egitto,
22 θαυμαστα εν γη χαμ φοβερα επι θαλασσης ερυθρας22 maravigliose nella terra di Cam, terribili nel mare rosso.
23 και ειπεν του εξολεθρευσαι αυτους ει μη μωυσης ο εκλεκτος αυτου εστη εν τη θραυσει ενωπιον αυτου του αποστρεψαι την οργην αυτου του μη εξολεθρευσαι23 E disse che gli avrebbe distrutti; se Moisè eletto suo non gli fusse stato a pregare dinanzi al suo cospetto, che removesse l'ira sua a non distruggerli.
24 και εξουδενωσαν γην επιθυμητην ουκ επιστευσαν τω λογω αυτου24 Ed ebbero per niente la terra desiderata. Non credettero alla sua parola,
25 και εγογγυσαν εν τοις σκηνωμασιν αυτων ουκ εισηκουσαν της φωνης κυριου25 e mormororono nelli tabernacoli suoi; non udirono la voce del Signore.
26 και επηρεν την χειρα αυτου αυτοις του καταβαλειν αυτους εν τη ερημω26 Egli levò sopra di loro la mano sua, per gittarli in terra nel deserto,
27 και του καταβαλειν το σπερμα αυτων εν τοις εθνεσιν και διασκορπισαι αυτους εν ταις χωραις27 e per disperdere nelle nazioni luro seme, e destruggerli nelle regioni.
28 και ετελεσθησαν τω βεελφεγωρ και εφαγον θυσιας νεκρων28 E sacrificorono a Beelfegor; e mangiorono li sacrificii de' morti.
29 και παρωξυναν αυτον εν τοις επιτηδευμασιν αυτων και επληθυνθη εν αυτοις η πτωσις29 E provocoronlo nelle loro invenzioni; e in essi è accresciuta la ruina.
30 και εστη φινεες και εξιλασατο και εκοπασεν η θραυσις30 E stette Finees, e placollo; e cessò la piaga del popolo.
31 και ελογισθη αυτω εις δικαιοσυνην εις γενεαν και γενεαν εως του αιωνος31 E fulli reputato a giustizia, in generazione e generazione insino in sempiterno.
32 και παρωργισαν αυτον εφ' υδατος αντιλογιας και εκακωθη μωυσης δι' αυτους32 E provocoronlo in via all' acqua della contraddizione; e per loro turbossi Moisè,
33 οτι παρεπικραναν το πνευμα αυτου και διεστειλεν εν τοις χειλεσιν αυτου33 per che crucciarono il spirito suo. E divise colle sue labbra.
34 ουκ εξωλεθρευσαν τα εθνη α ειπεν κυριος αυτοις34 Non distrussero le genti, le quali il Signore a loro disse.
35 και εμιγησαν εν τοις εθνεσιν και εμαθον τα εργα αυτων35 E mescoloronsi tra le genti, e imparorono loro opere,
36 και εδουλευσαν τοις γλυπτοις αυτων και εγενηθη αυτοις εις σκανδαλον36 e servittero a' loro idoli; e a quelli è fatto scandalo.
37 και εθυσαν τους υιους αυτων και τας θυγατερας αυτων τοις δαιμονιοις37 E sacrificorono loro figliuoli e loro figliuole alli demonii.
38 και εξεχεαν αιμα αθωον αιμα υιων αυτων και θυγατερων ων εθυσαν τοις γλυπτοις χανααν και εφονοκτονηθη η γη εν τοις αιμασιν38 E sparsero il sangue innocente, sangue dei loro figliuoli e figliuole, le quali sacrificorono alli idoli di Canaan. E furono uccisi li uomini nella terra,
39 και εμιανθη εν τοις εργοις αυτων και επορνευσαν εν τοις επιτηδευμασιν αυτων39 la quale fu contaminata nelle loro opere; e fornicorono nelli loro trovamenti.
40 και ωργισθη θυμω κυριος επι τον λαον αυτου και εβδελυξατο την κληρονομιαν αυτου40 E fu adirato il Signore di furore sopra il suo popolo; ed ebbe [in] abominazione la sua eredità.
41 και παρεδωκεν αυτους εις χειρας εθνων και εκυριευσαν αυτων οι μισουντες αυτους41 E dètteli nelle mani delle genti; e furono suoi signori coloro che li ebbero in odio.
42 και εθλιψαν αυτους οι εχθροι αυτων και εταπεινωθησαν υπο τας χειρας αυτων42 E' loro nemici li tribulorono, e furono abbassati sotto loro mani;
43 πλεονακις ερρυσατο αυτους αυτοι δε παρεπικραναν αυτον εν τη βουλη αυτων και εταπεινωθησαν εν ταις ανομιαις αυτων43 (ma il Signore) spesso li liberò. Ma quelli nel loro consiglio il crucciarono; e furono abbassati nelle loro iniquità.
44 και ειδεν εν τω θλιβεσθαι αυτους εν τω αυτον εισακουσαι της δεησεως αυτων44 E vide quando erano tribulati; e uditte la loro orazione.
45 και εμνησθη της διαθηκης αυτου και μετεμεληθη κατα το πληθος του ελεους αυτου45 E arricordossi del testamento suo; e si pentì secondo le sue molte misericordie.
46 και εδωκεν αυτους εις οικτιρμους εναντιον παντων των αιχμαλωτισαντων αυτους46 E dètte loro nelle misericordie nel cospetto Idi tutti che li aveano tolti.
47 σωσον ημας κυριε ο θεος ημων και επισυναγαγε ημας εκ των εθνων του εξομολογησασθαι τω ονοματι τω αγιω σου του εγκαυχασθαι εν τη αινεσει σου47 Fanne salvi, Signore Iddio nostro; e raunane delle nazioni. E confessaremo il tuo santo nome; e ci rallegraremo nella lode tua.
48 ευλογητος κυριος ο θεος ισραηλ απο του αιωνος και εως του αιωνος και ερει πας ο λαος γενοιτο γενοιτο48 Benedetto è il Signore Iddio d'Israel dal principio insino alla fine; e dirà ogni popolo: fia fia.