Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Matthæum 8


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Cum autem descendisset de monte, secutæ sunt eum turbæ multæ :1 Οτε δε κατεβη απο του ορους, ηκολουθησαν αυτον οχλοι πολλοι.
2 et ecce leprosus veniens, adorabat eum, dicens : Domine, si vis, potes me mundare.2 Και ιδου, λεπρος ελθων προσεκυνει αυτον, λεγων? Κυριε, εαν θελης, δυνασαι να με καθαρισης.
3 Et extendens Jesus manum, tetigit eum, dicens : Volo : mundare. Et confestim mundata est lepra ejus.3 Και εκτεινας την χειρα ο Ιησους ηγγισεν αυτον, λεγων? Θελω, καθαρισθητι. Και ευθυς εκαθαρισθη η λεπρα αυτου.
4 Et ait illi Jesus : Vide, nemini dixeris : sed vade, ostende te sacerdoti, et offer munus, quod præcepit Moyses, in testimonium illis.
4 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Προσεχε μη ειπης τουτο εις μηδενα, αλλ' υπαγε, δειξον σεαυτον εις τον ιερεα και προσφερε το δωρον, το οποιον προσεταξεν ο Μωυσης δια μαρτυριαν εις αυτους.
5 Cum autem introisset Capharnaum, accessit ad eum centurio, rogans eum,5 Οτε δε εισηλθεν ο Ιησους εις Καπερναουμ, προσηλθε προς αυτον εκατονταρχος παρακαλων αυτον
6 et dicens : Domine, puer meus jacet in domo paralyticus, et male torquetur.6 και λεγων? Κυριε, ο δουλος μου κειται εν τη οικια παραλυτικος, δεινως βασανιζομενος.
7 Et ait illi Jesus : Ego veniam, et curabo eum.7 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Εγω ελθων θελω θεραπευσει αυτον.
8 Et respondens centurio, ait : Domine, non sum dignus ut intres sub tectum meum : sed tantum dic verbo, et sanabitur puer meus.8 Και αποκριθεις ο εκατονταρχος ειπε? Κυριε, δεν ειμαι αξιος να εισελθης υπο την στεγην μου? αλλα μονον ειπε λογον, και θελει ιατρευθη ο δουλος μου.
9 Nam et ego homo sum sub potestate constitutus, habens sub me milites, et dico huic : Vade, et vadit : et alii : Veni, et venit : et servo meo : Fac hoc, et facit.9 Διοτι και εγω ειμαι ανθρωπος υπο εξουσιαν, εχων υπ' εμαυτον στρατιωτας, και λεγω προς τουτον, Υπαγε, και υπαγει, και προς αλλον, Ερχου, και ερχεται, και προς τον δουλον μου, Καμε τουτο, και καμνει.
10 Audiens autem Jesus miratus est, et sequentibus se dixit : Amen dico vobis, non inveni tantam fidem in Israël.10 Ακουσας δε ο Ιησους εθαυμασε και ειπε προς τους ακολουθουντας? Αληθως σας λεγω, ουδε εν τω Ισραηλ ευρον τοσαυτην πιστιν.
11 Dico autem vobis, quod multi ab oriente et occidente venient, et recumbent cum Abraham, et Isaac, et Jacob in regno cælorum :11 Σας λεγω δε οτι πολλοι θελουσιν ελθει απο ανατολων και δυσμων και θελουσι καθησει μετα του Αβρααμ και Ισαακ και Ιακωβ εν τη βασιλεια των ουρανων,
12 filii autem regni ejicientur in tenebras exteriores : ibi erit fletus et stridor dentium.12 οι δε υιοι της βασιλειας θελουσιν εκβληθη εις το σκοτος το εξωτερον? εκει θελει εισθαι ο κλαυθμος και ο τριγμος των οδοντων.
13 Et dixit Jesus centurioni : Vade, et sicut credidisti, fiat tibi. Et sanatus est puer in illa hora.
13 Και ειπεν ο Ιησους προς τον εκατονταρχον, Υπαγε, και ως επιστευσας, ας γεινη εις σε. Και ιατρευθη ο δουλος αυτου εν τη ωρα εκεινη.
14 Et cum venisset Jesus in domum Petri, vidit socrum ejus jacentem, et febricitantem :14 Και ελθων ο Ιησους εις την οικιαν του Πετρου, ειδε την πενθεραν αυτου κατακοιτον και πασχουσαν πυρετον?
15 et tetigit manum ejus, et dimisit eam febris, et surrexit, et ministrabat eis.
15 και επιασε την χειρα αυτης, και αφηκεν αυτην ο πυρετος, και εσηκωθη και υπηρετει αυτους.
16 Vespere autem facto, obtulerunt ei multos dæmonia habentes : et ejiciebat spiritus verbo, et omnes male habentes curavit :16 Και οτε εγεινεν εσπερα, εφεραν προς αυτον δαιμονιζομενους πολλους, και εξεβαλε τα πνευματα με λογον και παντας τους κακως εχοντας εθεραπευσε,
17 ut adimpleretur quod dictum est per Isaiam prophetam, dicentem : Ipse infirmitates nostras accepit :
et ægrotationes nostras portavit.
17 δια να πληρωθη το ρηθεν δια Ησαιου του προφητου, λεγοντος? Αυτος τας ασθενειας ημων ελαβε και τας νοσους εβαστασεν.
18 Videns autem Jesus turbas multas circum se, jussit ire trans fretum.
18 Ιδων δε ο Ιησους πολλους οχλους περι εαυτον, προσεταξε να αναχωρησωσιν εις το περαν.
19 Et accedens unus scriba, ait illi : Magister, sequar te, quocumque ieris.19 Και πλησιασας εις γραμματευς ειπε προς αυτον, Διδασκαλε, θελω σοι ακολουθησει οπου αν υπαγης.
20 Et dicit ei Jesus : Vulpes foveas habent, et volucres cæli nidos ; Filius autem hominis non habet ubi caput reclinet.20 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Αι αλωπεκες εχουσι φωλεας και τα πετεινα του ουρανου κατοικιας, ο δε Υιος του ανθρωπου δεν εχει που να κλινη την κεφαλην.
21 Alius autem de discipulis ejus ait illi : Domine, permitte me primum ire, et sepelire patrem meum.21 Αλλος δε εκ των μαθητων αυτου ειπε προς αυτον? Κυριε, συγχωρησον μοι να υπαγω πρωτον και να θαψω τον πατερα μου.
22 Jesus autem ait illi : Sequere me, et dimitte mortuos sepelire mortuos suos.
22 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον? Ακολουθει μοι και αφες τους νεκρους να θαψωσι τους εαυτων νεκρους.
23 Et ascendente eo in naviculam, secuti sunt eum discipuli ejus :23 Και οτε εισηλθεν εις το πλοιον, ηκολουθησαν αυτον οι μαθηται αυτου.
24 et ecce motus magnus factus est in mari, ita ut navicula operiretur fluctibus : ipse vero dormiebat.24 Και ιδου, τρικυμια μεγαλη εγεινεν εν τη θαλασση, ωστε το πλοιον εσκεπαζετο υπο των κυματων? αυτος δε εκοιματο.
25 Et accesserunt ad eum discipuli ejus, et suscitaverunt eum, dicentes : Domine, salva nos : perimus.25 Και προσελθοντες οι μαθηται αυτου εξυπνισαν αυτον, λεγοντες? Κυριε, σωσον ημας, χανομεθα.
26 Et dicit eis Jesus : Quid timidi estis, modicæ fidei ? Tunc surgens imperavit ventis, et mari, et facta est tranquillitas magna.26 Και λεγει προς αυτους? Δια τι εισθε δειλοι, ολιγοπιστοι; Τοτε σηκωθεις επετιμησε τους ανεμους και την θαλασσαν, και εγεινε γαληνη μεγαλη.
27 Porro homines mirati sunt, dicentes : Qualis est hic, quia venti et mare obediunt ei ?
27 Οι δε ανθρωποι εθαυμασαν, λεγοντες? Οποιος ειναι ουτος, οτι και οι ανεμοι και η θαλασσα υπακουουσιν εις αυτον;
28 Et cum venisset trans fretum in regionem Gerasenorum, occurrerunt ei duo habentes dæmonia, de monumentis exeuntes, sævi nimis, ita ut nemo posset transire per viam illam.28 Και οτε ηλθεν εις το περαν εις την χωραν των Γεργεσηνων, υπηντησαν αυτον δυο δαιμονιζομενοι εξερχομενοι εκ των μνημειων, αγριοι καθ' υπερβολην, ωστε ουδεις ηδυνατο να περαση δια της οδου εκεινης.
29 Et ecce clamaverunt, dicentes : Quid nobis et tibi, Jesu fili Dei ? Venisti huc ante tempus torquere nos ?29 Και ιδου, εκραξαν λεγοντες? Τι ειναι μεταξυ ημων και σου, Ιησου, Υιε του Θεου; ηλθες εδω προ καιρου να μας βασανισης;
30 Erat autem non longe ab illis grex multorum porcorum pascens.30 Ητο δε μακραν απ' αυτων αγελη χοιρων πολλων βοσκομενη.
31 Dæmones autem rogabant eum, dicentes : Si ejicis nos hinc, mitte nos in gregem porcorum.31 Και οι δαιμονες παρεκαλουν αυτον, λεγοντες? Εαν μας εκβαλης, επιτρεψον εις ημας να απελθωμεν εις την αγελην των χοιρων.
32 Et ait illis : Ite. At illi exeuntes abierunt in porcos, et ecce impetu abiit totus grex per præceps in mare : et mortui sunt in aquis.32 Και ειπε προς αυτους? Υπαγετε. Και εκεινοι εξελθοντες υπηγαν εις την αγελην των χοιρων? και ιδου, ωρμησε πασα η αγελη των χοιρων κατα του κρημνου εις την θαλασσαν και απεθανον εν τοις υδασιν.
33 Pastores autem fugerunt : et venientes in civitatem, nuntiaverunt omnia, et de eis qui dæmonia habuerant.33 Οι δε βοσκοντες εφυγον και ελθοντες εις την πολιν, απηγγειλαν παντα και τα των δαιμονιζομενων.
34 Et ecce tota civitas exiit obviam Jesu : et viso eo, rogabant ut transiret a finibus eorum.34 Και ιδου, πασα η πολις εξηλθεν εις συναντησιν του Ιησου, και ιδοντες αυτον παρεκαλεσαν να μεταβη απο των οριων αυτων.