Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Ezechielis 34


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Et factum est verbum Domini ad me, dicens :1 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
2 Fili hominis, propheta de pastoribus Israël : propheta, et dices pastoribus : Hæc dicit Dominus Deus :
Væ pastoribus Israël, qui pascebant semetipsos !
nonne greges a pastoribus pascuntur ?
2 Υιε ανθρωπου, προφητευσον επι τους ποιμενας του Ισραηλ? προφητευσον και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος προς τους ποιμενας? Ουαι εις τους ποιμενας του Ισραηλ, οιτινες βοσκουσιν εαυτους? οι ποιμενες δεν βοσκουσι τα ποιμνια;
3 Lac comedebatis,
et lanis operiebamini,
et quod crassum erat occidebatis :
gregem autem meum non pascebatis.
3 Σεις τρωγετε το παχος και ενδυεσθε το μαλλιον, σφαζετε τα παχεα? δεν βοσκετε τα ποιμνια.
4 Quod infirmum fuit non consolidastis,
et quod ægrotum non sanastis :
quod confractum est non alligastis,
et quod abjectum est non reduxistis,
et quod perierat non quæsistis :
sed cum austeritate imperabatis eis, et cum potentia.
4 Δεν ενισχυσατε το ασθενες και δεν ιατρευσατε το κακως εχον και δεν εκαμετε επιδεσμα εις το συντετριμμενον και δεν επανεφερατε το πεπλανημενον και δεν εζητησατε το απολωλος? αλλα εν βια και εν σκληροτητι εδεσποζετε επ' αυτα.
5 Et dispersæ sunt oves meæ, eo quod non esset pastor :
et factæ sunt in devorationem omnium bestiarum agri,
et dispersæ sunt.
5 Και διεσκορπισθησαν, επειδη δεν υπηρχε ποιμην, και εγειναν καταβρωμα εις παντα τα θηρια του αγρου και διεσκορπισθησαν.
6 Erraverunt greges mei in cunctis montibus,
et in universo colle excelso :
et super omnem faciem terræ dispersi sunt greges mei,
et non erat qui requireret :
non erat, inquam, qui requireret.
6 Τα προβατα μου περιεπλανωντο επι παν ορος και επι παντα λοφον υψηλον, και επι παν το προσωπον της γης ησαν διεσκορπισμενα τα προβατα μου, και δεν υπηρχεν ο ερευνων ουδε ο ζητων.
7 Propterea, pastores, audite verbum Domini.
7 Δια τουτο, ακουσατε, ποιμενες, τον λογον του Κυριου?
8 Vivo ego, dicit Dominus Deus,
quia pro eo quod facti sunt greges mei in rapinam,
et oves meæ in devorationem omnium bestiarum agri,
eo quod non esset pastor :
neque enim quæsierunt pastores mei gregem meum,
sed pascebant pastores semetipsos,
et greges meos non pascebant :
8 Ζω εγω, λεγει Κυριος ο Θεος, εξαπαντος, επειδη τα προβατα μου εγειναν λαφυρον και τα προβατα μου εγειναν καταβρωμα παντων των θηριων του αγρου δι' ελλειψιν ποιμενος, και δεν εζητησαν οι ποιμενες μου τα προβατα μου αλλ' οι ποιμενες εβοσκησαν εαυτους και δεν εβοσκησαν τα προβατα μου,
9 propterea, pastores, audite verbum Domini.
9 δια τουτο, ακουσατε, ποιμενες, τον λογον του Κυριου?
10 Hæc dicit Dominus Deus :
Ecce ego ipse super pastores :
requiram gregem meum de manu eorum,
et cessare faciam eos,
ut ultra non pascant gregem,
nec pascant amplius pastores semetipsos :
et liberabo gregem meum de ore eorum,
et non erit ultra eis in escam.
10 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? Ιδου, εγω ειμαι εναντιον των ποιμενων, και θελω εκζητησει τα προβατα μου εκ της χειρος αυτων και θελω παυσει αυτους απο του να ποιμαινωσι τα προβατα? και δεν θελουσι πλεον βοσκει εαυτους οι ποιμενες, διοτι θελω ελευθερωσει εκ του στοματος αυτων τα προβατα μου και δεν θελουσιν εισθαι καταβρωμα εις αυτους.
11 Quia hæc dicit Dominus Deus :
Ecce ego ipse requiram oves meas,
et visitabo eas.
11 Διοτι ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? Ιδου, εγω, εγω θελω και αναζητησει τα προβατα μου και επισκεφθη αυτα.
12 Sicut visitat pastor gregem suum,
in die quando fuerit in medio ovium suarum dissipatarum,
sic visitabo oves meas,
et liberabo eas de omnibus locis
in quibus dispersæ fuerant in die nubis et caliginis.
12 Καθως ο ποιμην επισκεπτεται το ποιμνιον αυτου, καθ' ην ημεραν ευρισκεται εν μεσω των προβατων αυτου διεσκορπισμενων, ουτω θελω επισκεφθη τα προβατα μου και θελω ελευθερωσει αυτα εκ παντων των τοπων, οπου ησαν διεσκορπισμενα, εν ημερα νεφωδει και ζοφερα.
13 Et educam eas de populis,
et congregabo eas de terris,
et inducam eas in terram suam,
et pascam eas in montibus Israël,
in rivis, et in cunctis sedibus terræ.
13 Και θελω εξαγαγει αυτα εκ των λαων και συναξει αυτα εκ των τοπων και φερει αυτα εις την γην αυτων και βοσκησει αυτα επι τα ορη του Ισραηλ, πλησιον των ποταμων και επι παντα τα κατοικουμενα της γης.
14 In pascuis uberrimis pascam eas,
et in montibus excelsis Israël erunt pascua earum :
ibi requiescent in herbis virentibus,
et in pascuis pinguibus pascentur super montes Israël.
14 Θελω βοσκησει αυτα εν αγαθη νομη, και η μανδρα αυτων θελει εισθαι επι των υψηλων ορεων του Ισραηλ? εκει θελουσιν αναπαυεσθαι εν μανδρα καλη, και θελουσι βοσκεσθαι εν παχεια νομη επι των ορεων του Ισραηλ.
15 Ego pascam oves meas, et ego eas accubare faciam,
dicit Dominus Deus.
15 Εγω θελω βοσκησει τα προβατα μου και εγω θελω αναπαυσει αυτα, λεγει Κυριος ο Θεος.
16 Quod perierat requiram,
et quod abjectum erat reducam,
et quod confractum fuerat alligabo,
et quod infirmum fuerat consolidabo,
et quod pingue et forte custodiam :
et pascam illas in judicio.
16 Θελω εκζητησει το απολωλος και επαναφερει το πεπλανημενον και επιδεσει το συντετριμμενον και ενισχυσει το ασθενες? το παχυ ομως και το ισχυρον θελω καταστρεψει? εν δικαιοσυνη θελω βοσκησει αυτα.
17 Vos autem, greges mei, hæc dicit Dominus Deus :
Ecce ego judico inter pecus et pecus,
arietum et hircorum.
17 Και περι υμων, ποιμνιον μου, ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? Ιδου, εγω θελω κρινει αναμεσον προβατου και προβατου, αναμεσον κριων και τραγων.
18 Nonne satis vobis erat pascua bona depasci ?
insuper et reliquias pascuarum vestrarum conculcastis pedibus vestris :
et cum purissimam aquam biberetis,
reliquam pedibus vestris turbabatis :
18 Μικρον ειναι εις εσας, οτι εβοσκησατε την καλην βοσκην, το δε επιλοιπον της βοσκης σας κατεπατειτε με τους ποδας σας; και οτι επινετε καθαρον υδωρ, το δε επιλοιπον εταραττετε με τους ποδας σας;
19 et oves meæ his quæ conculcata pedibus vestris fuerant, pascebantur :
et quæ pedes vestri turbaverant, hæc bibebant.
19 τα δε προβατα μου εβοσκον το καταπεπατημενον με τους ποδας σας και επινον το τεταραγμενον με τους ποδας σας.
20 Propterea hæc dicit Dominus Deus ad vos :
Ecce ego ipse judico inter pecus pingue et macilentum :
20 Δια τουτο ουτω λεγει προς αυτα Κυριος ο Θεος? Ιδου, εγω, εγω θελω η κρινει αναμεσον προβατου παχεος και αναμεσον προβατου ισχνου.
21 pro eo quod lateribus et humeris impingebatis,
et cornibus vestris ventilabatis omnia infirma pecora,
donec dispergerentur foras,
21 Επειδη απωθειτε με πλευρα και με ωμους και κερατιζετε δια των κερατων σας παντα τα ασθενη, εωσου διεσκορπισατε αυτα εις τα εξω,
22 salvabo gregem meum,
et non erit ultra in rapinam,
et judicabo inter pecus et pecus.
22 δια τουτο θελω σωσει τα προβατα μου και δεν θελουσιν εισθαι πλεον λαφυρον? και θελω κρινει αναμεσον προβατου και προβατου.
23 Et suscitabo super eas pastorem unum qui pascat eas,
servum meum David :
ipse pascet eas,
et ipse erit eis in pastorem.
23 Και θελω καταστησει επ' αυτα ενα ποιμενα και θελει ποιμαινει αυτα, τον δουλον μου Δαβιδ? αυτος θελει ποιμαινει αυτα και αυτος θελει εισθαι ποιμην αυτων.
24 Ego autem Dominus ero eis in Deum,
et servus meus David princeps in medio eorum :
ego Dominus locutus sum.
24 Και εγω ο Κυριος θελω εισθαι Θεος αυτων και ο δουλος μου Δαβιδ αρχων εν μεσω αυτων? εγω ο Κυριος ελαλησα.
25 Et faciam cum eis pactum pacis,
et cessare faciam bestias pessimas de terra :
et qui habitant in deserto,
securi dormient in saltibus.
25 Και θελω καμει προς αυτα διαθηκην ειρηνης? και θελω αφανισει απο της γης τα πονηρα θηρια? και θελουσι κατοικησει ασφαλως εν τη ερημω και κοιμασθαι εν τοις δρυμοις.
26 Et ponam eos in circuitu collis mei benedictionem,
et deducam imbrem in tempore suo :
pluviæ benedictionis erunt.
26 Και θελω καταστησει ευλογιαν αυτα και τα περιξ του ορους μου, και θελω καταβιβαζει την βροχην εν τω καιρω αυτης? βροχη ευλογιας θελει εισθαι.
27 Et dabit lignum agri fructum suum,
et terra dabit germen suum,
et erunt in terra sua absque timore :
et scient quia ego Dominus,
cum contrivero catenas jugi eorum,
et eruero eos de manu imperantium sibi.
27 Και τα δενδρα του αγρου θελουσιν αποδιδει τον καρπον αυτων και η γη θελει διδει το προιον αυτης και θελουσιν εισθαι ασφαλεις εν τη γη αυτων? και θελουσι γνωρισει οτι εγω ειμαι ο Κυριος, οταν συντριψω τα δεσμα του ζυγου αυτων και ελευθερωσω αυτους εκ της χειρος των καταδουλωσαντων αυτους.
28 Et non erunt ultra in rapinam in gentibus,
neque bestiæ terræ devorabunt eos :
sed habitabunt confidenter absque ullo terrore.
28 Και δεν θελουσιν εισθαι πλεον λαφυρον εις τα εθνη, και τα θηρια της γης δεν θελουσι κατατρωγει αυτους? αλλα θελουσι κατοικει ασφαλως και δεν θελει υπαρχει ο εκφοβων.
29 Et suscitabo eis germen nominatum,
et non erunt ultra imminuti fame in terra,
neque portabunt ultra opprobrium gentium.
29 Και θελω αναστησει εις αυτους φυτον ονομαστον, και δεν θελουσι πλεον φθειρεσθαι υπο πεινης εν τη γη και δεν θελουσι φερει πλεον την υβριν των εθνων.
30 Et scient quia ego Dominus Deus eorum cum eis,
et ipsi populus meus domus Israël,
ait Dominus Deus.
30 Και θελουσι γνωρισει οτι εγω Κυριος ο Θεος αυτων ειμαι μετ' αυτων και αυτοι, ο οικος Ισραηλ, λαος μου, λεγει Κυριος ο Θεος.
31 Vos autem, greges mei, greges pascuæ meæ,
homines estis :
et ego Dominus Deus vester,
dicit Dominus Deus.
31 Και σεις, προβατα μου, τα προβατα της βοσκης μου, σεις εισθε ανθρωποι, και εγω ο Θεος σας, λεγει Κυριος ο Θεος.