Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Jeremiæ 51


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Hæc dicit Dominus :
Ecce ego suscitabo super Babylonem et super habitatores ejus,
qui cor suum levaverunt contra me,
quasi ventum pestilentem :
1 Ουτω λεγει Κυριος? Ιδου, εγω εγειρω ανεμον φθοροποιον επι την Βαβυλωνα και επι τους κατοικους αυτης τους υψωσαντας την καρδιαν αυτων κατ' εμου.
2 et mittam in Babylonem ventilatores,
et ventilabunt eam et demolientur terram ejus,
quoniam venerunt super eam undique in die afflictionis ejus.
2 Και θελω εξαποστειλει επι την Βαβυλωνα λικμητας και θελουσιν εκλικμησει αυτην και εκκενωσει την γην αυτης? διοτι εν τη ημερα της συμφορας κυκλοθεν θελουσιν εισθαι εναντιον αυτης.
3 Non tendat qui tendit arcum suum,
et non ascendat loricatus :
nolite parcere juvenibus ejus ;
interficite omnem militiam ejus.
3 Τοξοτης επι τοξοτην ας εντεινη το τοξον αυτου και επι τον πεποιθοτα επι τον θωρακα αυτου? και μη φειδεσθε τους νεους αυτης? εξολοθρευσατε απαν το στρατευμα αυτης.
4 Et cadent interfecti in terra Chaldæorum,
et vulnerati in regionibus ejus.
4 Και οι τραυματιαι θελουσι πεσει εν τη γη των Χαλδαιων και οι κατακεκεντημενοι εν ταις οδοις αυτης.
5 Quoniam non fuit viduatus Israël et Juda
a Deo suo, Domino exercituum,
terra autem eorum repleta est delicto
a Sancto Israël.
5 Διοτι ο Ισραηλ δεν εγκατελειφθη ουδε ο Ιουδας παρα του Θεου αυτου, παρα του Κυριου των δυναμεων, αν και η γη αυτων ενεπλησθη ανομιας εναντιον του Αγιου του Ισραηλ.
6 Fugite de medio Babylonis,
et salvet unusquisque animam suam :
nolite tacere super iniquitatem ejus,
quoniam tempus ultionis est a Domino :
vicissitudinem ipse retribuet ei.
6 Φυγετε εκ μεσου της Βαβυλωνος και διασωσατε εκαστος την ψυχην αυτου? μη απολεσθητε εν τη ανομια αυτης? διοτι ειναι καιρος εκδικησεως του Κυριου? ανταποδομα αυτος ανταποδιδει εις αυτην.
7 Calix aureus Babylon in manu Domini,
inebrians omnem terram :
de vino ejus biberunt gentes,
et ideo commotæ sunt.
7 Η Βαβυλων εσταθη ποτηριον χρυσουν εν τη χειρι του Κυριου, μεθυον πασαν την γην? απο του οινου αυτης επιον τα εθνη? δια τουτο τα εθνη παρεφρονησαν.
8 Subito cecidit Babylon, et contrita est.
Ululate super eam :
tollite resinam ad dolorem ejus,
si forte sanetur.
8 Επεσεν εξαιφνης η Βαβυλων και συνετριβη? ολολυζετε δι' αυτην? λαβετε βαλσαμον δια τον πονον αυτης, ισως ιατρευθη.
9 Curavimus Babylonem, et non est sanata :
derelinquamus eam, et eamus unusquisque in terram suam :
quoniam pervenit usque ad cælos judicium ejus,
et elevatum est usque ad nubes.
9 Μετεχειρισθημεν ιατρικα δια την Βαβυλωνα αλλα δεν ιατρευθη? εγκαταλειψατε αυτην, και ας απελθωμεν εκαστος εις την γην αυτου? διοτι η κρισις αυτης εφθασεν εις τον ουρανον και υψωθη εως του στερεωματος.
10 Protulit Dominus justitias nostras :
venite, et narremus in Sion opus Domini Dei nostri.
10 Ο Κυριος εφανερωσε την δικαιοσυνην ημων? ελθετε και ας διηγηθωμεν εν Σιων το εργον Κυριου του Θεου ημων.
11 Acuite sagittas, implete pharetras :
suscitavit Dominus spiritum regum Medorum :
et contra Babylonem mens ejus est ut perdat eam,
quoniam ultio Domini est,
ultio templi sui.
11 Στιλβωσατε τα βελη? πυκνωσατε τας ασπιδας? ο Κυριος ηγειρε το πνευμα των βασιλεων των Μηδων? διοτι ο σκοπος αυτου ειναι εναντιον της Βαβυλωνος, δια να εξολοθρευση αυτην? επειδη η εκδικησις του Κυριου ειναι εκδικησις του ναου αυτου.
12 Super muros Babylonis levate signum,
augete custodiam, levate custodes,
præparate insidias :
quia cogitavit Dominus,
et fecit quæcumque locutus est contra habitatores Babylonis.
12 Υψωσατε σημαιαν επι τα τειχη της Βαβυλωνος, ενδυναμωσατε την φρουραν, στησατε φυλακας, ετοιμασατε ενεδρας? διοτι ο Κυριος και εβουλευθη και θελει εκτελεσει εκεινο, το οποιον ελαλησεν εναντιον των κατοικων της Βαβυλωνος.
13 Quæ habitas super aquas multas,
locuples in thesauris :
venit finis tuus, pedalis præcisionis tuæ.
13 Ω η κατοικουσα επι υδατων πολλων, η πληρης θησαυρων, ηλθε το τελος σου, το περας της πλεονεξιας σου.
14 Juravit Dominus exercituum per animam suam :
Quoniam replebo te hominibus quasi brucho,
et super te celeuma cantabitur.
14 Ο Κυριος των δυναμεων ωμοσεν εις εαυτον, λεγων, Εξαπαντος θελω σε γεμισει απο ανθρωπων ως απο ακριδων, και θελουσιν εκπεμψει αλαλαγμον εναντιον σου.
15 Qui fecit terram in fortitudine sua,
præparavit orbem in sapientia sua,
et prudentia sua extendit cælos.
15 Αυτος εποιησε την γην εν τη δυναμει αυτου, εστερεωσε την οικουμενην εν τη σοφια αυτου και εξετεινε τους ουρανους εν τη συνεσει αυτου.
16 Dante eo vocem, multiplicantur aquæ in cælo :
qui levat nubes ab extremo terræ,
fulgura in pluviam fecit,
et produxit ventum de thesauris suis.
16 Οταν εκπεμπη την φωνην αυτου, συνισταται πληθος υδατων εν ουρανοις, και αναγει νεφελας απο των ακρων της γης? καμνει αστραπας δια βροχην και εξαγει ανεμον εκ των θησαυρων αυτου.
17 Stultus factus est omnis homo a scientia ;
confusus est omnis conflator in sculptili :
quia mendax est conflatio eorum,
nec est spiritus in eis.
17 Πας ανθρωπος εμωρανθη υπο της γνωσεως αυτου? πας χωνευτης κατησχυνθη απο των γλυπτων? διοτι ψευδος ειναι το χωνευτον αυτου και πνοη εν αυτω δεν υπαρχει.
18 Vana sunt opera, et risu digna :
in tempore visitationis suæ peribunt.
18 Ματαιοτης ταυτα, εργον πλανης? εν καιρω επισκεψεως αυτων θελουσιν απολεσθη.
19 Non sicut hæc, pars Jacob,
quia qui fecit omnia ipse est :
et Israël sceptrum hæreditatis ejus :
Dominus exercituum nomen ejus.
19 Η μερις του Ιακωβ δεν ειναι ως αυτα, διοτι αυτος ειναι ο πλασας τα παντα? και ο Ισραηλ ειναι η ραβδος της κληρονομιας αυτου? Κυριος των δυναμεων το ονομα αυτου.
20 Collidis tu mihi vasa belli :
et ego collidam in te gentes,
et disperdam in te regna :
20 Συ ησο πελεκυς μου, οπλα πολεμου, και δια σου συνετριψα εθνη και δια σου εξωλοθρευσα βασιλεια?
21 et collidam in te equum et equitem ejus :
et collidam in te currum et ascensorem ejus :
21 και δια σου συνετριψα ιππον και αναβατην αυτου, και δια σου συνετριψα αμαξαν και αναβατην αυτης?
22 et collidam in te virum et mulierem :
et collidam in te senem et puerum :
et collidam in te juvenem et virginem :
22 και δια σου συνετριψα ανδρα και γυναικα, και δια σου συνετριψα γεροντα και νεον, και δια σου συνετριψα νεανισκον και παρθενον?
23 et collidam in te pastorem et gregem ejus :
et collidam in te agricolam et jugales ejus :
et collidam in te duces et magistratus :
23 και δια σου συνετριψα ποιμενα και ποιμνιον αυτου, και δια σου συνετριψα γεωργον και ζευγος αυτου? και δια σου συνετριψα στρατηγους και αρχοντας.
24 et reddam Babyloni, et cunctis habitatoribus Chaldææ,
omne malum suum quod fecerunt in Sion,
in oculis vestris, ait Dominus.
24 Και θελω ανταποδωσει επι την Βαβυλωνα και επι παντας τους κατοικους της Χαλδαιας πασαν την κακιαν αυτων, την οποιαν επραξαν εν Σιων ενωπιον σας, λεγει Κυριος.
25 Ecce ego ad te, mons pestifer, ait Dominus,
qui corrumpis universam terram :
et extendam manum meam super te,
et evolvam te de petris,
et dabo te in montem combustionis :
25 Ιδου, εγω ειμαι εναντιον σου, ορος φθοροποιον, λεγει Κυριος, το οποιον φθειρεις πασαν την γην? και θελω εκτεινει την χειρα μου επι σε και θελω σε κατακυλισει απο των βραχων και σε καταστησει ορος πυρικαυστον.
26 et non tollent de te lapidem in angulum,
et lapidem in fundamenta :
sed perditus in æternum eris, ait Dominus.
26 Και δεν θελουσι λαβει απο σου λιθον δια γωνιαν ουδε λιθον δια θεμελια, αλλα θελεις εισθαι ερημωσις αιωνια, λεγει Κυριος.
27 Levate signum in terra,
clangite buccina in gentibus,
sanctificate super eam gentes,
annuntiate contra illam regibus Ararat, Menni, et Ascenez :
numerate contra eam Taphsar,
adducite equum quasi bruchum aculeatum.
27 Υψωσατε σημαιαν επι την γην, σαλπισατε σαλπιγγα εν τοις εθνεσιν, ετοιμασατε εθνη κατ' αυτης, παραγγειλατε κατ' αυτης, εις τα βασιλεια του Αραρατ, του Μιννι και του Ασχεναζ? καταστησατε επ' αυτην αρχηγους? αναβιβασατε ιππους ως ακριδας ορθοτριχας.
28 Sanctificate contra eam gentes,
reges Mediæ, duces ejus, et universos magistratus ejus,
cunctamque terram potestatis ejus.
28 Ετοιμασατε κατ' αυτης εθνη, τους βασιλεις των Μηδων, τους στρατηγους αυτης και παντας τους αρχοντας αυτης και πασαν την γην της επικρατειας αυτης.
29 Et commovebitur terra et conturbabitur,
quia evigilabit contra Babylonem cogitatio Domini,
ut ponat terram Babylonis desertam et inhabitabilem.
29 Και η γη θελει σεισθη και στεναξει? διοτι η βουλη του Κυριου θελει εκτελεσθη κατα της Βαβυλωνος, δια να καταστηση την γην της Βαβυλωνος ερημον, ανευ κατοικου.
30 Cessaverunt fortes Babylonis a prælio ;
habitaverunt in præsidiis :
devoratum est robur eorum,
et facti sunt quasi mulieres :
incensa sunt tabernacula ejus,
contriti sunt vectes ejus.
30 Οι ισχυροι της Βαβυλωνος εξελιπον απο του να πολεμωσιν, εμειναν εν τοις οχυρωμασιν? η δυναμις αυτων εξελιπεν? εγειναν ως γυναικες? εκαυσαν τας κατοικιας αυτης? οι μοχλοι αυτης συνετριβησαν.
31 Currens obviam currenti veniet,
et nuntius obvius nuntianti,
ut annuntiet regi Babylonis
quia capta est civitas ejus a summo usque ad summum.
31 Ταχυδρομος θελει δραμει εις απαντησιν ταχυδρομου και μηνυτης εις απαντησιν μηνυτου, δια να αναγγειλωσι προς τον βασιλεα της Βαβυλωνος οτι η πολις αυτου ηλωθη απο των ακρων αυτης,
32 Et vada præoccupata sunt,
et paludes incensæ sunt igni,
et viri bellatores conturbati sunt.
32 και οτι αι διαβασεις επιασθησαν, και κατεκαυσαν εν πυρι τους καλαμωνας, και οι ανδρες του πολεμου κατετρομαξαν.
33 Quia hæc dicit Dominus exercituum, Deus Israël :
Filia Babylonis quasi area,
tempus trituræ ejus :
adhuc modicum, et veniet tempus messionis ejus.
33 Διοτι ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ. Η θυγατηρ της Βαβυλωνος ειναι ως αλωνιον, καιρος ειναι να καταπατηθη? ετι ολιγον και θελει ελθει ο καιρος του θερισμου αυτης.
34 Comedit me, devoravit me Nabuchodonosor rex Babylonis :
reddidit me quasi vas inane,
absorbuit me quasi draco,
replevit ventrem suum teneritudine mea, et ejecit me.
34 Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος με κατεφαγε, με συνετριψε, με κατεστησεν αγγειον αχρηστον, με κατεπιεν ως δρακων, ενεπλησε την κοιλιαν αυτου απο των τρυφερων μου, με εξωσεν.
35 Iniquitas adversum me
et caro mea super Babylonem,
dicit habitatio Sion :
et sanguis meus super habitatores Chaldææ, dicit Jerusalem.
35 Η εις εμε και εις την σαρκα μου αδικια ας ελθη επι την Βαβυλωνα, θελει ειπει η κατοικουσα την Σιων? και το αιμα μου επι τους κατοικους της Χαλδαιας, θελει ειπει η Ιερουσαλημ.
36 Propterea hæc dicit Dominus :
Ecce ego judicabo causam tuam,
et ulciscar ultionem tuam :
et desertum faciam mare ejus,
et siccabo venam ejus.
36 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος? Ιδου, εγω θελω διαδικασει την δικην σου και θελω εκδικησει την εκδικησιν σου, και θελω καταστησει την θαλασσαν αυτης ξηραν και θελω ξηρανει την πηγην αυτης.
37 Et erit Babylon in tumulos,
habitatio draconum, stupor et sibilus,
eo quod non sit habitator.
37 Και η Βαβυλων θελει εισθαι εις σωρους, κατοικητηριον θωων, θαμβος και συριγμος, ανευ κατοικου.
38 Simul ut leones rugient ;
excutient comas veluti catuli leonum.
38 Θελουσι βρυχασθαι ομου ως λεοντες, θελουσιν ωρυεσθαι ως σκυμνοι λεοντων.
39 In calore eorum ponam potus eorum,
et inebriabo eos ut sopiantur,
et dormiant somnum sempiternum,
et non consurgant, dicit Dominus.
39 Θελω καμει αυτους να θερμανθωσιν εν τοις συμποσιοις αυτων, και θελω μεθυσει αυτους, δια να ευθυμησωσι και να υπνωσωσιν υπνον αιωνιον και να μη εξυπνησωσι, λεγει Κυριος.
40 Deducam eos quasi agnos ad victimam,
et quasi arietes cum hædis.
40 Θελω καταβιβασει αυτους ως αρνια εις σφαγην, ως κριους μετα τραγων.
41 Quomodo capta est Sesach,
et comprehensa est inclyta universæ terræ !
quomodo facta est in stuporem Babylon inter gentes !
41 Πως ηλωθη η Σησαχ και εθηρευθη το καυχημα πασης της γης? πως εγεινεν Βαβυλων θαμβος εν τοις εθνεσιν.
42 Ascendit super Babylonem mare :
multitudine fluctuum ejus operta est.
42 Η θαλασσα ανεβη επι την Βαβυλωνα? κατεκαλυφθη υπο του πληθους των κυματων αυτης.
43 Factæ sunt civitates ejus in stuporem,
terra inhabitabilis et deserta,
terra in qua nullus habitet,
nec transeat per eam filius hominis.
43 Αι πολεις αυτης κατεσταθησαν θαμβος, γη ανυδρος και αβατος γη, εν η δεν κατοικει ουδεις ανθρωπος ουδε υιος ανθρωπου διερχεται δι' αυτης.
44 Et visitabo super Bel in Babylone,
et ejiciam quod absorbuerat de ore ejus :
et non confluent ad eum ultra gentes,
siquidem et murus Babylonis corruet.
44 Και θελω τιμωρησει τον Βηλ εν Βαβυλωνι και εκβαλει εκ του στοματος αυτου οσα κατεπιε? και τα εθνη δεν θελουσι συναχθη πλεον προς αυτον, και αυτο το τειχος της Βαβυλωνος θελει πεσει.
45 Egredimini de medio ejus, populus meus,
ut salvet unusquisque animam suam ab ira furoris Domini,
45 Λαε μου, εξελθετε εκ μεσου αυτης και σωσατε εκαστος την ψυχην αυτου απο της οργης του θυμου του Κυριου?
46 et ne forte mollescat cor vestrum,
et timeatis auditum qui audietur in terra :
et veniet in anno auditio,
et post hunc annum auditio,
et iniquitas in terra,
et dominator super dominatorem.
46 μηποτε η καρδια σας χαυνωθη και φοβηθητε υπο της αγγελιας ητις θελει ακουσθη εν τη γη? θελει δε ελθει αγγελια το εν ετος, και μετα τουτο η αγγελια το αλλο ετος, και καταδυναστεια εν τη γη, εξουσιαστης εναντιον εξουσιαστου.
47 Propterea ecce dies veniunt,
et visitabo super sculptilia Babylonis,
et omnis terra ejus confundetur,
et universi interfecti ejus cadent in medio ejus.
47 Δια τουτο, ιδου, ερχονται ημεραι και θελω καμει εκδικησιν επι τα γλυπτα της Βαβυλωνος? και πασα η γη αυτης θελει καταισχυνθη και παντες οι τετραυματισμενοι αυτης θελουσι πεσει εν τω μεσω αυτης.
48 Et laudabunt super Babylonem cæli et terra,
et omnia quæ in eis sunt :
quia ab aquilone venient ei prædones, ait Dominus.
48 Τοτε οι ουρανοι και η γη και παντα τα εν αυτοις θελουσιν αλαλαξει επι Βαβυλωνα? διοτι οι εξολοθρευται θελουσιν ελθει επ' αυτην απο βορρα, λεγει Κυριος.
49 Et quomodo fecit Babylon,
ut caderent occisi in Israël,
sic de Babylone
cadent occisi in universa terra.
49 Καθως η Βαβυλων εκαμε τους τετραυματισμενους του Ισραηλ να πεσωσιν, ουτω και εν Βαβυλωνι θελουσι πεσει οι τετραυματισμενοι πασης της γης.
50 Qui fugistis gladium, venite,
nolite stare :
recordamini procul Domini,
et Jerusalem ascendat super cor vestrum.
50 Οι εκφυγοντες την μαχαιραν, υπαγετε, μη στεκεσθε? ενθυμηθητε τον Κυριον μακροθεν, και Ιερουσαλημ ας αναβη επι την καρδιαν σας.
51 Confusi sumus, quoniam audivimus opprobrium :
operuit ignominia facies nostras,
quia venerunt alieni super sanctificationem domus Domini.
51 Κατησχυνθημεν, διοτι ηκουσαμεν ονειδισμον? αισχυνη κατεκαλυψε το προσωπον ημων? διοτι εισηλθον ξενοι εις το αγιαστηριον του οικου του Κυριου.
52 Propterea ecce dies veniunt, ait Dominus,
et visitabo super sculptilia ejus,
et in omni terra ejus mugiet vulneratus.
52 Δια τουτο, ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω καμει εκδικησιν επι τα γλυπτα αυτης? και καθ' ολην την γην αυτης οι τετραυματισμενοι θελουσιν οιμωζει.
53 Si ascenderit Babylon in cælum,
et firmaverit in excelso robur suum,
a me venient vastatores ejus, ait Dominus.
53 Και αν η Βαβυλων αναβη εως του ουρανου και αν οχυρωση το υψος της δυναμεως αυτης, θελουσιν ελθει παρ' εμου εξολοθρευται επ' αυτην, λεγει Κυριος.
54 Vox clamoris de Babylone,
et contritio magna de terra Chaldæorum :
54 Φωνη κραυγης ερχεται απο Βαβυλωνος και συντριμμος μεγας εκ γης Χαλδαιων,
55 quoniam vastavit Dominus Babylonem,
et perdidit ex ea vocem magnam :
et sonabunt fluctus eorum quasi aquæ multæ ;
dedit sonitum vox eorum :
55 διοτι ο Κυριος εξωλοθρευσε την Βαβυλωνα και ηφανισεν εξ αυτης την μεγαλην φωνην? τα δε κυματα εκεινων ηχουσιν? ο θορυβος της φωνης αυτων εξακουεται ως υδατων πολλων?
56 quia venit super eam, id est super Babylonem, prædo,
et apprehensi sunt fortes ejus,
et emarcuit arcus eorum,
quia fortis ultor Dominus reddens retribuet.
56 διοτι ο εξολοθρευτης ηλθεν επ' αυτην, επι την Βαβυλωνα, και οι δυνατοι αυτης συνεληφθησαν, τα τοξα αυτων συνετριβησαν? επειδη Κυριος ο Θεος των ανταποδοσεων θελει εξαπαντος καμει ανταποδοσιν.
57 Et inebriabo principes ejus, et sapientes ejus,
et duces ejus, et magistratus ejus, et fortes ejus :
et dormient somnum sempiternum,
et non expergiscentur, ait Rex
(Dominus exercituum nomen ejus).
57 Και θελω μεθυσει τους ηγεμονας αυτης και τους σοφους αυτης, τους στρατηγους αυτης και τους αρχοντας αυτης και τους δυνατους αυτης? και θελουσι κοιμηθη υπνον αιωνιον και δεν θελουσιν εξυπνησει, λεγει ο Βασιλευς, του οποιου το ονομα ειναι ο Κυριος των δυναμεων.
58 Hæc dicit Dominus exercituum :
Murus Babylonis ille latissimus suffossione suffodietur,
et portæ ejus excelsæ igni comburentur,
et labores populorum ad nihilum,
et gentium in ignem erunt, et disperibunt.
58 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων? τα πλατεα τειχη της Βαβυλωνος θελουσιν ολοτελως κατασκαφη, και αι πυλαι αυτης αι υψηλαι θελουσι κατακαη εν πυρι, και οσα οι λαοι εκοπιασαν θελουσιν εισθαι εις ματην, και οσα τα εθνη εμοχθησαν θελουσιν εισθαι δια το πυρ.
59 Verbum quod præcepit Jeremias propheta Saraiæ filio Neriæ filii Maasiæ, cum pergeret cum Sedecia rege in Babylonem, in anno quarto regni ejus : Saraias autem erat princeps prophetiæ.59 Ο λογος, τον οποιον Ιερεμιας ο προφητης προσεταξεν εις τον Σεραιαν τον υιον του Νηριου υιου του Μαασιου, οτε επορευετο μετα του Σεδεκιου βασιλεως του Ιουδα εις Βαβυλωνα, κατα το τεταρτον ετος της βασιλειας αυτου? ητο δε ο Σεραιας κοιτωναρχης.
60 Et scripsit Jeremias omne malum quod venturum erat super Babylonem, in libro uno : omnia verba hæc quæ scripta sunt contra Babylonem.60 Εγραψε δε ο Ιερεμιας εν ενι βιβλιω παντα τα κακα, τα οποια εμελλον να ελθωσιν επι την Βαβυλωνα, παντας τους λογους τουτους τους γεγραμμενους κατα της Βαβυλωνος.
61 Et dixit Jeremias ad Saraiam : Cum veneris in Babylonem, et videris, et legeris omnia verba hæc,61 Και ειπεν ο Ιερεμιας προς τον Σεραιαν, Οταν ελθης εις την Βαβυλωνα και ιδης και αναγνωσης παντας τους λογους τουτους,
62 dices : Domine, tu locutus es contra locum istum, ut disperderes eum, ne sit qui in eo habitet, ab homine usque ad pecus, et ut sit perpetua solitudo.62 τοτε θελεις ειπει, Κυριε, συ ελαλησας κατα του τοπου τουτου, δια να εξολοθρευσης αυτον, ωστε να μη υπαρχη ο κατοικων εν αυτω, απο ανθρωπου εως κτηνους, αλλα να ηναι ερημωσις αιωνια.
63 Cumque compleveris legere librum istum, ligabis ad eum lapidem, et projicies illum in medium Euphraten,63 Και αφου τελειωσης αναγινωσκων το βιβλιον τουτο, θελεις δεσει επ' αυτο λιθον και ριψει αυτο εις το μεσον του Ευφρατου?
64 et dices : Sic submergetur Babylon, et non consurget a facie afflictionis quam ego adduco super eam, et dissolvetur. Hucusque verba Jeremiæ.64 και θελεις ειπει, Ουτω θελει βυθισθη η Βαβυλων, και δεν θελει σηκωθη εκ των κακων, τα οποια εγω θελω φερει επ' αυτην? και οι Βαβυλωνιοι θελουσιν εξασθενησει. Μεχρι τουτου ειναι οι λογοι του Ιερεμιου.