Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Jeremiæ 3


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Vulgo dicitur : Si dimiserit vir uxorem suam,
et recedens ab eo duxerit virum alterum,
numquid revertetur ad eam ultra ?
numquid non polluta et contaminata erit mulier illa ?
Tu autem fornicata es cum amatoribus multis :
tamen revertere ad me, dicit Dominus,
et ego suscipiam te.
1 Λεγουσιν, Εαν τις αποβαλη την γυναικα αυτου και αναχωρηση απο αυτου και γεινη αλλου ανδρος, θελει επιστρεψει παλιν εκεινος προς αυτην; η γη εκεινη δεν θελει ολως μιανθη; συ επορνευσας μεν μετα πολλων εραστων? επιστρεψον δε παλιν προς εμε, λεγει Κυριος.
2 Leva oculos tuos in directum,
et vide ubi non prostrata sis.
In viis sedebas,
exspectans eos quasi latro in solitudine :
et polluisti terram in fornicationibus tuis, et in malitiis tuis.
2 Σηκωσον τους οφθαλμους σου προς τους υψηλους τοπους, και ιδε που δεν εσελγησας. Εν ταις οδοις εκαθησας δι' αυτους, ως ο Αραψ εν τη ερημω, και εμιανας την γην με τας πορνειας σου και με την κακιαν σου.
3 Quam ob rem prohibitæ sunt stillæ pluviarum,
et serotinus imber non fuit.
Frons mulieris meretricis facta est tibi ;
noluisti erubescere.
3 Δια τουτο εκρατηθησαν αι βροχαι, και δεν εγεινε βροχη οψιμος? και συ ειχες το μετωπον της πορνης, απεβαλες πασαν εντροπην.
4 Ergo saltem amodo voca me :
Pater meus, dux virginitatis meæ tu es :
4 Δεν θελεις κραζει απο του νυν προς εμε, Πατερ μου, συ εισαι ο οδηγος της νεοτητος μου;
5 numquid irasceris in perpetuum,
aut perseverabis in finem ?
ecce locuta es, et fecisti mala, et potuisti.
5 Θελει διατηρει την οργην αυτου διαπαντος; θελει φυλαττει αυτην εως τελους; ιδου, ελαλησας και επραξας τα κακα, οσον ηδυνηθης.
6 Et dixit Dominus ad me in diebus Josiæ regis : Numquid vidisti quæ fecerit aversatrix Israël ?
Abiit sibimet super omnem montem excelsum,
et sub omni ligno frondoso,
et fornicata est ibi.
6 Ο Κυριος ειπεν ετι προς εμε εν ταις ημεραις Ιωσιου του βασιλεως, Ειδες εκεινα, τα οποια Ισραηλ η αποστατις επραξεν; υπηγεν επι παν υψηλον ορος και υποκατω παντος πρασινου δενδρου και επορνευσεν εκει.
7 Et dixi, cum fecisset hæc omnia :
Ad me revertere :
et non est reversa.
Et vidit prævaricatrix soror ejus Juda
7 Και αφου επραξε παντα ταυτα, ειπα, Επιστρεψον προς εμε? και δεν επεστρεψε. Και ειδε τουτο Ιουδας η απιστος αυτης αδελφη.
8 quia pro eo quod mœchata esset aversatrix Israël,
dimisissem eam,
et dedissem ei libellum repudii :
et non timuit prævaricatrix Juda soror ejus,
sed abiit, et fornicata est etiam ipsa :
8 Και ειδον οτι ενω επειδη Ισραηλ η αποστατις εμοιχευσεν εγω απεπεμψα αυτην και εδωκα εις αυτην το γραμμα του διαζυγιου αυτης, Ιουδας η απιστος αυτης αδελφη δεν εφοβηθη αλλ' υπηγε και επορνευσε και αυτη.
9 et facilitate fornicationis suæ contaminavit terram,
et mœchata est cum lapide et ligno :
9 Και με την διαφημισιν της πορνειας αυτης εμιανε τον τοπον και εμοιχευσε μετα των λιθων και μετα των ξυλων.
10 et in omnibus his non est reversa ad me
prævaricatrix soror ejus Juda
in toto corde suo,
sed in mendacio, ait Dominus.
10 Και εν πασι τουτοις Ιουδας η απιστος αυτης αδελφη δεν επεστρεψε προς εμε εξ ολης της καρδιας αυτης αλλα ψευδως, λεγει Κυριος.
11 Et dixit Dominus ad me : Justificavit animam suam aversatrix Israël, comparatione prævaricatricis Judæ.11 Και ειπε Κυριος προς εμε, Ισραηλ η αποστατις εδικαιωσεν εαυτην περισσοτερον παρα Ιουδας η απιστος.
12 Vade, et clama sermones istos contra aquilonem, et dices : Revertere, aversatrix Israël, ait Dominus,
et non avertam faciem meam a vobis,
quia sanctus ego sum, dicit Dominus,
et non irascar in perpetuum.
12 Υπαγε και διακηρυξον τους λογους τουτους προς τον βορραν και ειπε, Επιστρεψον, Ισραηλ η αποστατις, λεγει Κυριος, και δεν θελω καμει να πεση η οργη μου εφ' υμας? διοτι ελεημων ειμαι, λεγει Κυριος? δεν θελω φυλαττει την οργην διαπαντος.
13 Verumtamen scito iniquitatem tuam,
quia in Dominum Deum tuum prævaricata es,
et dispersisti vias tuas alienis sub omni ligno frondoso,
et vocem meam non audisti, ait Dominus.
13 Μονον γνωρισον την ανομιαν σου, οτι ημαρτησας εις Κυριον τον Θεον σου, και διηρεσας τας οδους σου εις τους ξενους υποκατω παντος πρασινου δενδρου, και δεν υπηκουσατε εις την φωνην μου, λεγει Κυριος.
14 Convertimini, filii revertentes, dicit Dominus,
quia ego vir vester :
et assumam vos unum de civitate,
et duos de cognatione,
et introducam vos in Sion.
14 Επιστρεψατε, υιοι αποσταται, λεγει Κυριος, αν και εγω σας απεστραφην? και θελω σας λαβει ενα εκ πολεως και δυο εκ συγγενειας και θελω σας εισαξει εις την Σιων?
15 Et dabo vobis pastores juxta cor meum,
et pascent vos scientia et doctrina.
15 και θελω σας δωσει ποιμενας κατα την καρδιαν μου και θελουσι σας ποιμανει εν γνωσει και συνεσει.
16 Cumque multiplicati fueritis,
et creveritis in terra in diebus illis, ait Dominus,
non dicent ultra :
Arca testamenti Domini :
neque ascendet super cor, neque recordabuntur illius,
nec visitabitur, nec fiet ultra.
16 Και οταν πληθυνθητε και αυξηνθητε επι της γης, εν εκειναις ταις ημεραις, λεγει Κυριος, δεν θελουσι προφερει πλεον, Η κιβωτος της διαθηκης του Κυριου, ουδε θελει αναβη επι καρδιαν αυτων, ουδε θελουσιν ενθυμηθη αυτην, ουδε θελουσιν επισκεφθη, ουδε θελει κατασκευασθη πλεον.
17 In tempore illo vocabunt Jerusalem solium Domini :
et congregabuntur ad eam omnes gentes
in nomine Domini in Jerusalem,
et non ambulabunt post pravitatem cordis sui pessimi.
17 Εν εκεινω τω καιρω θελουσιν ονομασει την Ιερουσαλημ? θρονον του Κυριου? και παντα τα εθνη θελουσι συναχθη προς αυτην εν τω ονοματι του Κυριου, προς την Ιερουσαλημ? και δεν θελουσι περιπατησει πλεον οπισω της ορεξεως της πονηρας αυτων καρδιας.
18 In diebus illis ibit domus Juda ad domum Israël,
et venient simul de terra aquilonis
ad terram quam dedi patribus vestris.
18 Εν εκειναις ταις ημεραις ο οικος Ιουδα θελει περιπατησει μετα του οικου Ισραηλ, και θελουσιν ελθει ομου απο της γης του βορρα, εις την γην την οποιαν εκληροδοτησα εις τους πατερας σας.
19 Ego autem dixi :
Quomodo ponam te in filios,
et tribuam tibi terram desiderabilem,
hæreditatem præclaram exercituum gentium ?
Et dixi : Patrem vocabis me,
et post me ingredi non cessabis.
19 Αλλ' εγω ειπα, Πως θελω σε καταταξει μεταξυ των τεκνων και δωσει εις σε γην επιθυμητην, ενδοξον κληρονομιαν των δυναμεων των εθνων; Και ειπα, Συ θελεις με κραξει, Πατερ μου? και δεν θελεις αποστρεψει απο οπισθεν μου.
20 Sed quomodo si contemnat mulier amatorem suum,
sic contempsit me domus Israël,
dicit Dominus.
20 Βεβαιως καθως γυνη αθετει εις τον ανδρα αυτης, ουτως ηθετησατε εις εμε, οικος Ισραηλ, λεγει Κυριος.
21 Vox in viis audita est,
ploratus et ululatus filiorum Israël :
quoniam iniquam fecerunt viam suam ;
obliti sunt Domini Dei sui.
21 Φωνη ηκουσθη επι των υψηλων τοπων, κλαυθμος και δεησεις των υιων Ισραηλ? διοτι διεστρεψαν την οδον αυτων, ελησμονησαν Κυριον τον Θεον αυτων.
22 Convertimini, filii revertentes,
et sanabo aversiones vestras.
Ecce nos venimus ad te :
tu enim es Dominus Deus noster.
22 Επιστρεψατε, υιοι αποσταται, και θελω ιατρευσει τας αποστασιας σας. Ιδου, ημεις ερχομεθα προς σε? διοτι συ εισαι Κυριος ο Θεος ημων.
23 Vere mendaces erant colles,
et multitudo montium :
vere in Domino Deo nostro salus Israël.
23 Τωοντι εις ματην ελπιζεται σωτηρια εκ των λοφων και εκ του πληθους των ορεων? μονον εν Κυριω τω Θεω ημων ειναι η σωτηρια του Ισραηλ.
24 Confusio comedit laborem patrum nostrorum ab adolescentia nostra :
greges eorum, et armenta eorum,
filios eorum, et filias eorum.
24 Διοτι η αισχυνη κατεφαγε τον κοπον των πατερων ημων εκ της νεοτητος ημων? τα ποιμνια αυτων και τας αγελας αυτων, τους υιους αυτων και τας θυγατερας αυτων.
25 Dormiemus in confusione nostra,
et operiet nos ignominia nostra :
quoniam Domino Deo nostro peccavimus nos, et patres nostri,
ab adolescentia nostra usque ad diem hanc :
et non audivimus vocem Domini Dei nostri.
25 Εν τη αισχυνη ημων κατακειμεθα, και η ατιμια ημων καλυπτει ημας? διοτι ημαρτησαμεν εις Κυριον τον Θεον ημων, ημεις και οι πατερες ημων, εκ της νεοτητος ημων εως της ημερας ταυτης, και δεν υπηκουσαμεν εις την φωνην Κυριου του Θεου ημων.