Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Isaiæ 57


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Justus perit,
et non est qui recogitet in corde suo ;
et viri misericordiæ colliguntur,
quia non est qui intelligat :
a facie enim malitiæ collectus est justus.
1 Ο δικαιος αποθνησκει και ουδεις βαλλει τουτο εν τη καρδια αυτου? και οι ανδρες ελεους συλλεγονται, χωρις να εννοη τις, αν ο δικαιος συλλεγεται απ' εμπροσθεν της κακιας.
2 Veniat pax ;
requiescat in cubili suo
qui ambulavit in directione sua.
2 Θελει εισελθει εις ειρηνην? οι περιπατουντες εν τη ευθυτητι αυτων, θελουσιν αναπαυθη εν ταις κλιναις αυτων.
3 Vos autem accedite huc,
filii auguratricis,
semen adulteri et fornicariæ.
3 Σεις δε οι υιοι της μαγισσης, σπερμα μοιχου και πορνης, πλησιασατε εδω.
4 Super quem lusistis ?
super quem dilatastis os,
et ejecistis linguam ?
Numquid non vos filii scelesti,
semen mendax,
4 Κατα τινος εντρυφατε; κατα τινος επλατυνατε το στομα, εξετεινατε την γλωσσαν; δεν εισθε τεκνα ανομιας, σπερμα ψευδους,
5 qui consolamini in diis
subter omne lignum frondosum,
immolantes parvulos in torrentibus,
subter eminentes petras ?
5 φλογιζομενοι με τα ειδωλα υπο παν δενδρον πρασινον, σφαζοντες τα τεκνα εν ταις φαραγξιν, υπο τους κρημνους των βραχων;
6 In partibus torrentis pars tua ;
hæc est sors tua :
et ipsis effudisti libamen,
obtulisti sacrificium.
Numquid super his non indignabor ?
6 Η μερις σου ειναι μεταξυ των χαλικων των χειμαρρων? ουτοι, ουτοι ειναι η κληρονομια σου? και εις αυτους εξεχεας σπονδας, προσεφερες προσφοραν εξ αλφιτων? εις ταυτα θελω ευαρεστηθη;
7 Super montem excelsum et sublimem
posuisti cubile tuum,
et illuc ascendisti
ut immolares hostias.
7 Επι ορους υψηλου και μετεωρου εβαλες την κλινην σου? και εκει ανεβης δια να προσφερης θυσιαν.
8 Et post ostium, et retro postem,
posuisti memoriale tuum.
Quia juxta me discooperuisti,
et suscepisti adulterum, dilatasti cubile tuum,
et pepigisti cum eis fœdus ;
dilexisti stratum eorum
manu aperta.
8 Και οπισω των θυρων και των παραστατων εστησας το μνημοσυνον σου? διοτι εξεσκεπασας σεαυτην αποστατησασα απ' εμου και ανεβης? επλατυνας την κλινην σου και συνεφωνησας μετ' εκεινων? ηγαπησας την κλινην αυτων, εξελεξας τους τοπους?
9 Et ornasti te regi unguento,
et multiplicasti pigmenta tua.
Misisti legatos tuos procul,
et humiliata es usque ad inferos.
9 υπηγες μαλιστα προς τον βασιλεα με χρισματα και ηυξησας τα αρωματα σου και απεστειλας μακραν τους πρεσβεις σου και εταπεινωσας σεαυτην μεχρις αδου.
10 In multitudine viæ tuæ laborasti ;
non dixisti : Quiescam.
Vitam manus tuæ invenisti ;
propterea non rogasti.
10 Εκοπιασας εις το μακρος της οδου σου? και δεν ειπας, εις ματην κοπιαζω? ευρηκας το ζην δια της χειρος σου? δια τουτο δεν απεκαμες.
11 Pro quo sollicita timuisti,
quia mentita es,
et mei non es recordata,
neque cogitasti in corde tuo ?
Quia ego tacens et quasi non videns,
et mei oblita es.
11 Και τινα επτοηθης η εφοβηθης, ωστε να ψευσθης και να μη με ενθυμηθης μηδε να θεσης τουτο εν τη καρδια σου; δεν ειναι, διοτι εγω εσιωπησα, μαλιστα προ πολλου, δια τουτο συ δεν με εφοβηθης;
12 Ego annuntiabo justitiam tuam,
et opera tua non proderunt tibi.
12 Εγω θελω απαγγειλει την δικαιοσυνην σου και τα εργα σου? ομως δεν θελουσι σε ωφελησει.
13 Cum clamaveris, liberent te congregati tui,
et omnes eos auferet ventus,
tollet aura.
Qui autem fiduciam habet mei, hæreditabit terram,
et possidebit montem sanctum meum.
13 Οταν αναβοησης, ας σε ελευθερωσωσιν οι συνηγμενοι σου? αλλ' ο ανεμος θελει αφαρπασει παντας αυτους? η ματαιοτης θελει λαβει αυτους? ο ελπιζων ομως επ' εμε θελει κληρονομησει την γην και αποκτησει το αγιον μου ορος.
14 Et dicam : Viam facite, præbete iter ; declinate de semita,
auferte offendicula de via populi mei.
14 Και θελω ειπει, Υψωσατε, υψωσατε, ετοιμασατε την οδον, εκβαλετε το προσκομμα απο της οδου του λαου μου.
15 Quia hæc dicit Excelsus,
et Sublimis, habitans æternitatem, et sanctum nomen ejus :
in excelso et in sancto habitans,
et cum contrito et humili spiritu :
ut vivificet spiritum humilium,
et vivificet cor contritorum.
15 Διοτι ουτω λεγει ο Υψιστος και ο Υπερτατος, ο κατοικων την αιωνιοτητα, του οποιου το ονομα ειναι Ο Αγιος? Εγω κατοικω εν υψηλοις και εν αγιω τοπω? και μετα του συντετριμμενου την καρδιαν και του ταπεινου το πνευμα, δια να ζωοποιω το πνευμα των ταπεινων και να ζωοποιω την καρδιαν των συντετριμμενων.
16 Non enim in sempiternum litigabo,
neque usque ad finem irascar,
quia spiritus a facie mea egredietur,
et flatus ego faciam.
16 Διοτι δεν θελω δικολογει αιωνιως ουδε θελω εισθαι παντοτε ωργισμενος? επειδη τοτε ηθελον εκλειψει απ' εμπροσθεν μου το πνευμα και αι ψυχαι τας οποιας εκαμον.
17 Propter iniquitatem avaritiæ ejus iratus sum, et percussi eum.
Abscondi a te faciem meam, et indignatus sum ;
et abiit vagus in via cordis sui.
17 Δια την ανομιαν της αισχροκερδειας αυτου ωργισθην και επαταξα αυτον? εκρυψα το προσωπον μου και ωργισθην? αλλα αυτος ηκολουθησε πεισματωδως την οδον της καρδιας αυτου.
18 Vias ejus vidi, et sanavi eum ;
et reduxi eum, et reddidi consolationes
ipsi, et lugentibus ejus.
18 Ειδον τας οδους αυτου και θελω ιατρευσει αυτον? και θελω οδηγησει αυτον και δωσει παλιν παρηγοριας εις αυτον και εις τους τεθλιμμενους αυτου.
19 Creavi fructum labiorum pacem ;
pacem ei qui longe est et qui prope,
dixit Dominus, et sanavi eum.
19 Εγω δημιουργω τον καρπον των χειλεων? ειρηνην, ειρηνην, εις τον μακραν και εις τον πλησιον, λεγει Κυριος? και θελω ιατρευσει αυτον.
20 Impii autem quasi mare fervens,
quod quiescere non potest,
et redundant fluctus ejus in conculcationem et lutum.
20 Οι δε ασεβεις ειναι ως η τεταραγμενη θαλασσα, οταν δεν δυναται να ησυχαση? και τα κυματα αυτης εκριπτουσι καταπατημα και πηλον.
21 Non est pax impiis, dicit Dominus Deus.21 Ειρηνη δεν ειναι εις τους ασεβεις, λεγει ο Θεος μου.