SCRUTATIO

Domenica, 22 giugno 2025 - San Tommaso Moro ( Letture di oggi)

Evangelio di Santo Ioanne 10


font
BIBBIA VOLGAREGREEK BIBLE
1 In verità, in verità vì dico, che quello che non entra per la porta dell' ovile delle pecore, ma entra da lato, questo è furo e ladro.1 Αληθως, αληθως σας λεγω, οστις δεν εισερχεται δια της θυρας εις την αυλην των προβατων, αλλα αναβαινει αλλαχοθεν, εκεινος ειναι κλεπτης και ληστης?
2 Ma quello ch' entra per la porta, questo è pastore delle pecore.2 οστις ομως εισερχεται δια της θυρας, ειναι ποιμην των προβατων.
3 E a costui il portinaro apre la porta, e le pecore odono la voce sua; ed esso chiama nominatamente tutte le sue pecore, e menale fuori.3 Εις τουτον ο θυρωρος ανοιγει, και τα προβατα την φωνην αυτου ακουουσι, και τα εαυτου προβατα κραζει κατ' ονομα και εξαγει αυτα.
4 E quando le ha messe fuori, va dinanzi a loro; e le pecore tutte sèguitano lui, imperò che conoscono la voce [sua].4 Και οταν εκβαλη τα εαυτου προβατα, υπαγει εμπροσθεν αυτων, και τα προβατα ακολουθουσιν αυτον, διοτι γνωριζουσι την φωνην αυτου.
5 E niuno altro sèguitano, anzi fuggono da lui; imperò che non conoscono la voce degli estranei.5 Ξενον ομως δεν θελουσιν ακολουθησει, αλλα θελουσι φυγει απ' αυτου, διοτι δεν γνωριζουσι την φωνην των ξενων.
6 Questa similitudine disse Iesù agli discepoli Ma loro non intesero.6 Ταυτην την παραβολην ειπε προς αυτους ο Ιησους? εκεινοι ομως δεν ενοησαν τι ησαν ταυτα, τα οποια ελαλει προς αυτους.
7 Disse Iesù a loro un' altra volta in verità, in verita vi dico ch' io sono la porta delle pecore.7 Ειπε λοιπον παλιν προς αυτους ο Ιησους? Αληθως, αληθως σας λεγω οτι εγω ειμαι η θυρα των προβατων.
8 E tutti coloro che sono venuti (inanzi a me) s?no furi e ladri, e le pecore non gli hanno voluto udire.8 Παντες οσοι ηλθον προ εμου κλεπται ειναι και λησται? αλλα δεν ηκουσαν αυτους τα προβατα.
9 Io sono la porta: chiunque entrarà per me, si salvarà; ed entrarà, e uscirà, e trovarà buona pastore.9 Εγω ειμαι η θυρα? δι' εμου εαν τις εισελθη, θελει σωθη και θελει εισελθει και εξελθει και θελει ευρει βοσκην.
10 Ma il ladro non viene per altro che per involare e per ammazzare e per mettere a perdizione. Ma io sono venuto, acciò che abbiano vita più abbondante.10 Ο κλεπτης δεν ερχεται, ειμη δια να κλεψη και θυση και απολεση? εγω ηλθον δια να εχωσι ζωην και να εχωσιν αυτην εν αφθονια.
11 Io sono il pastore buono. Il buono pastore dà l'anima per le pecore sue.11 Εγω ειμαι ο ποιμην ο καλος. Ο ποιμην ο καλος την ψυχην αυτου βαλλει υπερ των προβατων?
12 Ma il mercenario, il quale non è pastore, del quale non sono le pecore proprie, vede venire il lupo, e lascia le pecore, e fugge; e il lupo disperge e rapisce le pecore.12 ο δε μισθωτος και μη ων ποιμην, του οποιου δεν ειναι τα προβατα ιδικα του, θεωρει τον λυκον ερχομενον και αφινει τα προβατα και φευγει? και ο λυκος αρπαζει αυτα και σκορπιζει τα προβατα.
13 Onde il mercenario fugge, imperò ch' egli è mercenario, e non si pertiene a lui le pecore.13 Ο δε μισθωτος φευγει, διοτι ειναι μισθωτος και δεν μελει αυτον περι των προβατων.
14 Io sono pastore buono; e conosco le pecore mie, e conoscono me le mie.14 Εγω ειμαι ο ποιμην ο καλος, και γνωριζω τα εμα και γνωριζομαι υπο των εμων,
15 Sì come conoscette me il Padre, e io conosco il Padre; l' anima mia pongo per le pecore mie.15 καθως με γνωριζει ο Πατηρ και εγω γνωριζω τον Πατερα, και την ψυχην μου βαλλω υπερ των προβατων.
16 E ancora ho altre pecore che non sono di questo ovile; e quelle m' è di bisogno di menare; e udiranno la voce mia, e farassi uno ovile e uno pastore.16 Και αλλα προβατα εχω, τα οποια δεν ειναι εκ της αυλης ταυτης? και εκεινα πρεπει να συναξω, και θελουσιν ακουσει την φωνην μου, και θελει γεινει μια ποιμνη, εις ποιμην.
17 Però il Padre mi ama; conciosia ch' io pongo l'anima mia, e ancora la assumerò.17 Δια τουτο ο Πατηρ με αγαπα, διοτι εγω βαλλω την ψυχην μου, δια να λαβω αυτην παλιν.
18 Da me nullo la toglie; ma pongo quella da me medesimo; io ho potestà di ponere quella, e ho potestà ancora di assumerla; ho ricevuto questo comandamento dal Padre mio.18 Ουδεις αφαιρει αυτην απ' εμου, αλλ' εγω βαλλω αυτην απ' εμαυτου? εξουσιαν εχω να βαλω αυτην, και εξουσιαν εχω παλιν να λαβω αυτην? ταυτην την εντολην ελαβον παρα του Πατρος μου.
19 Fu fatto un' altra volta discordia tra gli giudei per questi parlari.19 Σχισμα λοιπον εγεινε παλιν μεταξυ των Ιουδαιων δια τους λογους τουτους.
20 Onde molti dicevano: egli ha il demonio, e impazzisce; il perchè voi l' udite?20 Και ελεγον πολλοι εξ αυτων? Δαιμονιον εχει και ειναι μαινομενος? τι ακουετε αυτον;
21 Altri dicevano: queste parole non sono dell' avente il demonio; or può il demonio aprire gli occhi de' ciechi?21 Αλλοι ελεγον? Ουτοι οι λογοι δεν ειναι δαιμονιζομενου? μηπως δυναται δαιμονιον να ανοιγη οφθαλμους τυφλων;
22 E fatta fu Encenia (cioè la sacra del tempio) in Ierusalem; ed era d' inverno.22 Εγειναν δε τα εγκαινια εν Ιεροσολυμοις, και ητο χειμων?
23 E Iesù andava per il tempio, sotto il portico di Salamone.23 και ο Ιησους περιεπατει εν τω ιερω εν τη στοα του Σολομωντος.
24 E li giudei l'intorniorono, e dicevano a lui: insino a quando ci toglierai l'anima nostra? se tu sei Cristo, dinnelo manifestamente.24 Περιεκυκλωσαν λοιπον αυτον οι Ιουδαιοι και ελεγον προς αυτον? Εως ποτε κρατεις εν αμφιβολια την ψυχην ημων; εαν συ ησαι ο Χριστος, ειπε προς ημας παρρησια.
25 E lesà rispose (e disse): io vi parlo, e voi non mi credete; e l' opere, ch' io fo nel nome del Padre mio, rendono testimonianza di me.25 Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους? Σας ειπον, και δεν πιστευετε. Τα εργα, τα οποια εγω καμνω εν τω ονοματι του Πατρος μου, ταυτα μαρτυρουσι περι εμου?
26 Ma voi non mi credete, imperò che non siete delle pecore mie.26 αλλα σεις δεν πιστευετε? διοτι δεν εισθε εκ των προβατων των εμων, καθως σας ειπον.
27 Le pecore mie odono la voce mia; e io le conosco, e sèguitano me.27 Τα προβατα τα εμα ακουουσι την φωνην μου, και εγω γνωριζω αυτα, και με ακολουθουσι.
28 Io do a loro vita eterna; e non periranno in eterno, e niuno le toglierà delle mie mani.28 Και εγω διδω εις αυτα ζωην αιωνιον, και δεν θελουσιν απολεσθη εις τον αιωνα, και ουδεις θελει αρπασει αυτα εκ της χειρος μου.
29 Il mio Padre me le ha dato, ch' è maggiore di tutti; e niuno le può rapire dalle mani del mio Padre.29 Ο Πατηρ μου, οστις μοι εδωκεν αυτα, ειναι μεγαλητερος παντων, και ουδεις δυναται να αρπαση εκ της χειρος του Πατρος μου.
30 E il Padre e io siamo una cosa.30 Εγω και ο Πατηρ εν ειμεθα.
31 Allora gli giudei presero le pietre per lapidarlo.31 Επιασαν λοιπον παλιν οι Ιουδαιοι λιθους, δια να λιθοβολησωσιν αυτον.
32 Disse a loro Iesù: molte buone opere vi ho dimostrate del Padre mio; per le quali mi volete lapidare?32 Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους? Πολλα καλα εργα εδειξα εις εσας εκ του Πατρος μου? δια ποιον εργον εξ αυτων με λιθοβολειτε;
33 Risposero gli giudei, (e dissero): noi non ti vogliamo lapidare per le buone opere, ma per le biasteme; conciosia cosa che tu sei uomo, e faiti Iddio.33 Απεκριθησαν προς αυτον οι Ιουδαιοι, λεγοντες? Περι καλου εργου δεν σε λιθοβολουμεν, αλλα περι βλασφημιας, και διοτι συ ανθρωπος ων καμνεις σεαυτον Θεον.
34 Rispose a loro Iesù, (e disse): non è egli scritto nella vostra legge, che voi siete dii (e figliuoli dell' Altissimo tutti)?34 Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους? Δεν ειναι γεγραμμενον εν τω νομω υμων, Εγω ειπα, θεοι εισθε;
35 Adunque se egli disse ch' erano dii (e figliuoli dell' Altissimo) tutti quelli a' quali è fatta la parola di Dio, e la scrittura non può mentire,35 Εαν εκεινους ειπε θεους, προς τους οποιους εγεινεν ο λογος του Θεου, και δεν δυναται να αναιρεθη η γραφη,
36 adunque colui il quale il Padre ha santificato e mandato nel mondo, voi gli dite: tu biastemi, perchè egli dice: io sono Figliuolo di Dio?36 εκεινον, τον οποιον ο Πατηρ ηγιασε και απεστειλεν εις τον κοσμον, σεις λεγετε οτι βλασφημεις, διοτι ειπον, Υιος του Θεου ειμαι;
37 Se io non fo l'opere del Padre mio, non mi credete.37 Εαν δεν καμνω τα εργα του Πατρος μου, μη πιστευετε εις εμε?
38 Ma se io le fo, e non mi volete credere, almeno credete le opere; imperò che loro dimostrano che io sono nel Padre, e il Padre è in me.38 αλλ' εαν καμνω, αν και εις εμε δεν πιστευητε, πιστευσατε εις τα εργα, δια να γνωρισητε και πιστευσητε οτι ο Πατηρ ειναι εν εμοι και εγω εν αυτω.
39 Loro adunque il cercavano di prendere; ed egli uscitte fuori di loro mani.39 Εζητουν λοιπον παλιν να πιασωσιν αυτον? και εξεφυγεν εκ της χειρος αυτων.
40 Ed egli un' altra volta andossene oltre il Giordano, in quel luogo dove prima battezzava Ioanne; e ivi dimorò.40 Και υπηγε παλιν περαν του Ιορδανου, εις τον τοπον οπου εβαπτιζε κατ' αρχας ο Ιωαννης, και εμεινεν εκει.
41 Venendo adunque molti a lui, dicevano come, certo, Ioanne nullo avea fatto segno.41 Και πολλοι ηλθον προς αυτον και ελεγον οτι ο Ιωαννης μεν ουδεν θαυμα εκαμε, παντα ομως οσα ειπεν ο Ιωαννης περι τουτου, ησαν αληθινα.
42 Ma tutte le cose, che disse Ioanne di questo, erano vere. Onde molti credettero in lui.42 Και εκει επιστευσαν πολλοι εις αυτον.