Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Matteo 26


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 Ed avvendo Gesù terminato tutti questi sermoni, disse a' suoi discepoli:1 Και οτε ετελειωσεν ο Ιησους παντας τους λογους τουτους, ειπε προς τους μαθητας αυτου?
2 Voi sapete, che di qui a due giorni sarà la pasqua, e il Figliuolo dell'uomo sarà tradito per essere crocifisso.2 Εξευρετε οτι μετα δυο ημερας γινεται το πασχα, και ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται δια να σταυρωθη.
3 Allora si adunarono i principi de' sacerdoti, e gli anziani del popolo nel palazzo de' principi de' sacerdoti, che si chiamava Caifa:3 Τοτε συνηχθησαν οι αρχιερεις και οι γραμματεις και οι πρεσβυτεροι του λαου εις την αυλην του αρχιερεως του λεγομενου Καιαφα,
4 E tenner consiglio, affine di catturare per via d'inganno Gesù, e ucciderlo.4 και συνεβουλευθησαν να συλλαβωσι τον Ιησουν με δολον και να θανατωσωσιν.
5 Ma dicevano: Non in giorno di festa, perché non succeda qualche tumulto tra 'l popolo.5 Ελεγον δε? μη εν τη εορτη, δια να μη γεινη θορυβος εν τω λαω.
6 Ed essendo Geiù a Betania in casa di Simone il lebbroso,6 Οτε δε ο Ιησους ητο εν Βηθανια εν τη οικια Σιμωνος του λεπρου,
7 Si appressò a lui una donna con un vaso di alabastro di prezioso unguento, e lo sparse sul capo di lui, ch'era a mensa.7 προσηλθε προς αυτον γυνη εχουσα αλαβαστρον μυρου βαρυτιμου, και κατεχεεν αυτο επι την κεφαλην αυτου, ενω εκαθητο εις την τραπεζαν.
8 Veduto ciò, i discepoli se l'ebbero a male, e dissero: A che fine tanta profusione?8 Ιδοντες δε οι μαθηται αυτου, ηγανακτησαν λεγοντες? Εις τι η απωλεια αυτη;
9 Imperocché poteva quest' unguento vendersi a caro prezzo, e darsi a' poveri.9 διοτι ηδυνατο τουτο το μυρον να πωληθη με πολλην τιμην και να δοθη εις τους πτωχους.
10 Ma avendo ciò inteso Gesù disse loro: Perché inquietate voi questa donna? imperocché ella ha fatto una buona opera inverso di me.10 Νοησας δε ο Ιησους, ειπε προς αυτους? Δια τι ενοχλειτε την γυναικα; διοτι εργον καλον επραξεν εις εμε.
11 Conciossiachè avete sempre con voi de' poveri; ma quanto a me non mi avete per sempre:11 Διοτι τους πτωχους παντοτε εχετε μεθ' εαυτων, εμε ομως παντοτε δεν εχετε.
12 Imperocché quand' ella ha sparso quest' unguento sopra il mio corpo, l'ha fatto come per seppellirmi.12 Επειδη χυσασα αυτη το μυρον τουτο επι του σωματος μου, εκαμε τουτο δια τον ενταφιασμον μου.
13 In verità vi dico, che, dovunque sarà predicato questo Vangelo pel monndo tutto, si narrerà ancora in sua ricordanza quel, ch'ella ha fatto.13 Αληθως σας λεγω, οπου εαν κηρυχθη το ευαγγελιον τουτο εν ολω τω κοσμω, θελει λαληθη και τουτο, το οποιον επραξεν αυτη, εις μνημοσυνον αυτης.
14 Allora uno dei dodici, che chiamavasi Giuda Iscariote, se n'andò a trovare i principi dei sacerdoti:14 Τοτε υπηγεν εις των δωδεκα, ο λεγομενος Ιουδας Ισκαριωτης, προς τους αρχιερεις
15 E disse loro: Che volete darmi, e io ve lo darò nelle mani? Ed essi gli assegnarono trenta danari d'argento.15 και ειπε? Τι θελετε να μοι δωσητε, και εγω θελω σας παραδωσει αυτον; Και εκεινοι εδωκαν εις αυτον τριακοντα αργυρια.
16 E d'allora in poi cercava l'opportunità di tradirlo.16 Και απο τοτε εζητει ευκαιριαν δια να παραδωση αυτον.
17 Or il primo giorno degli azzimi si accostarono a Gesù i discepoli, e gli dissero: Dove vuoi, che ti prepariamo per mangiare la pasqua?17 Την δε πρωτην των αζυμων προσηλθον οι μαθηται προς τον Ιησουν, λεγοντες προς αυτον? Που θελεις να σοι ετοιμασωμεν δια να φαγης το πασχα;
18 Gesù rispose: Andate in città da un tale, e ditegli: Il Maestro dice: La mia ora è vicina; io fo la pasqua in casa tua co' miei discepoli.18 Και εκεινος ειπεν? Υπαγετε εις την πολιν προς τον δεινα και ειπατε προς αυτον? Ο Διδασκαλος λεγει, Ο καιρος μου επλησιασεν? εν τη οικια σου θελω καμει το πασχα μετα των μαθητων μου.
19 E i discepoli fecero, conforme aveva loro ordinato Gesù, e prepararon la pasqua.19 Και εκαμον οι μαθηται καθως παρηγγειλεν εις αυτους ο Ιησους, και ητοιμασαν το πασχα.
20 E fattosi sera, era a tavola coi dodici suoi discepoli.20 Οτε δε εγεινεν εσπερα, εκαθητο εις την τραπεζαν μετα των δωδεκα.
21 E mentre mangiavano, disse: In verità vi dico, che uno di voi mi tradirà.21 Και ενω ετρωγον, ειπεν? Αληθως σας λεγω οτι εις εξ υμων θελει με παραδωσει.
22 Ed essi afflitti grandemente cominciarono a dire a uno a uno: Son forse io, o Signore?22 Και λυπουμενοι σφοδρα, ηρχισαν να λεγωσι προς αυτον εκαστος αυτων? Μηπως εγω ειμαι, Κυριε;
23 Ed egli rispose, e disse: Colui, che mette con meco la mano nel piatto, questi mi tradirà.23 Ο δε αποκριθεις ειπεν? Ο εμβαψας μετ' εμου εν τω πινακιω την χειρα, ουτος θελει με παραδωσει.
24 E quanto al figliuolo dell'uomo, egli se ne va, conforme di lui sta scritto: ma guai a quell'uomo, per cui il Figliuolo dell'uomo sarà tradito: era bene per lui, che non fosse mai nato quell'uomo.24 Ο μεν Υιος του ανθρωπου υπαγει, καθως ειναι γεγραμμενον περι αυτου? ουαι δε εις τον ανθρωπον εκεινον, δια του οποιου ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται? καλον ητο εις τον ανθρωπον εκεινον, αν δεν ηθελε γεννηθη.
25 Ma Giuda, il quale lo tradiva, rispose, e disse: Son forse io, o Maestro? Dissegli: Tu l'hai detto.25 Αποκριθεις δε ο Ιουδας, οστις παρεδιδεν αυτον, ειπε? Μηπως εγω ειμαι, Ραββι; Λεγει προς αυτον? Συ ειπας.
26 E mentre quelli cenavano, Gesù prese il pane, e lo benedisse, e lo spezzò, e lo dette a' suoi discepoli, e disse: Prendete, e mangiate: questo è il mio corpo.26 Και ενω ετρωγον, λαβων ο Ιησους τον αρτον και ευλογησας εκοψε και εδιδεν εις τους μαθητας και ειπε? Λαβετε, φαγετε? τουτο ειναι το σωμα μου?
27 E preso il calice, rendette le grazie, e lo diede loro, dicendo: Bevete di questo tutti.27 και λαβων το ποτηριον και ευχαριστησας, εδωκεν εις αυτους, λεγων? Πιετε εξ αυτου παντες?
28 Imperocché questo è il sangue mio del nuovo testamento, il quale sarà sparso per molti per la remissione de' peccati.28 διοτι τουτο ειναι το αιμα μου το της καινης διαθηκης, το υπερ πολλων εκχυνομενον εις αφεσιν αμαρτιων.
29 Or io vi dico, che non berrò da ora in poi di questo frutto della vite sino a quel giorno, che io lo berrò nuovo con voi nel regno del Padre mio.29 Σας λεγω δε οτι δεν θελω πιει εις το εξης εκ τουτου του γεννηματος της αμπελου εως της ημερας εκεινης, οταν πινω αυτο νεον μεθ' υμων εν τη βασιλεια του Πατρος μου.
30 E cantato l'inno, andarono al monte Oliveto.30 Και αφου υμνησαν, εξηλθον εις το ορος των ελαιων.
31 Allora disse loro Gesù: Tutti voi patirete scandalo per me in questa notte. Imperocché sta scritto: Percuoterò il pastore, saran disperse le pecorelle del gregge.31 Τοτε λεγει προς αυτους ο Ιησους? Παντες υμεις θελετε σκανδαλισθη εν εμοι την νυκτα ταυτην? διοτι ειναι γεγραμμενον, Θελω παταξει τον ποιμενα, και θελουσι διασκορπισθη τα προβατα της ποιμνης?
32 Ma risuscitato che io sia, vi anderò avanti nella Galilea.32 αφου δε αναστηθω, θελω υπαγει προτερον υμων εις την Γαλιλαιαν.
33 Ma Pietro gli rispose, e disse: Quandi anche tutti fosser per patire scandalo per te, non sarà mai, che io sia scandalizzato.33 Αποκριθεις δε ο Πετρος, ειπε προς αυτον? Και αν παντες σκανδαλισθωσιν εν σοι, εγω ποτε δεν θελω σκανδαλισθη.
34 Gesù gli disse: In verità ti dico, che questa notte, prima che il gallo canti, mi rinnegherai tre volte.34 Ειπε προς αυτον ο Ιησους? Αληθως σοι λεγω οτι ταυτην την νυκτα, πριν φωναξη ο αλεκτωρ, τρις θελεις με απαρνηθη.
35 Pietro gli disse: Quand' anche dovessi morir teco, non ti negherò. E nello stesso modo parlarono anche tutti i discepoli.35 Λεγει προς αυτον ο Πετρος? Και αν γεινη χρεια να αποθανω μετα σου, δεν θελω σε απαρνηθη. Ομοιως ειπον και παντες οι μαθηται.
36 Allora Gesù andò con essi in un luogo chiamato Getsemani, e disse a' suoi discepoli: Trattenetevi qui, mentre io vado là, e fo orazione.36 Τοτε ερχεται μετ' αυτων ο Ιησους εις χωριον λεγομενον Γεθσημανη και λεγει προς τους μαθητας? Καθησατε αυτου, εωσου υπαγω και προσευχηθω εκει.
37 E presi con seco Pietro, e i due figliuoli di Zebedeo, cominciò a rattristarsi, e a cadere in mestizia.37 Και παραλαβων τον Πετρον και τους δυο υιους του Ζεβεδαιου, ηρχισε να λυπηται και να αδημονη.
38 Allora disse loro: L'anima mia è afflitta sino alla morte: restate qui, e vegliate con me.38 Τοτε λεγει προς αυτους? Περιλυπος ειναι η ψυχη μου εως θανατου? μεινατε εδω και αγρυπνειτε μετ' εμου.
39 E avanzatosi alcun poco, si prostrò per terra orando, e dicendo: padre mio, se è possibile, passi da me questo calice: per altro non come voglia io, ma come vuoi tu.39 Και προχωρησας ολιγον επεσεν επι προσωπον αυτου, προσευχομενος και λεγων? Πατερ μου, εαν ηναι δυνατον, ας παρελθη απ' εμου το ποτηριον τουτο? πλην ουχι ως εγω θελω, αλλ' ως συ.
40 E andò da' suoi discepoli, e trovogli addormentati, e disse a Pietro: Cosi, adunque non avete potuto vegliare un'ora con me?40 Και ερχεται προς τους μαθητας και ευρισκει αυτους κοιμωμενους, και λεγει προς τον Πετρον? Ουτω δεν ηδυνηθητε μιαν ωραν να αγρυπνησητε μετ' εμου;
41 Vegliate, e orate, affinché non entriate nella tentazione. Lo spirito veramente è pronto, ma la carne è stanca.41 αγρυπνειτε και προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον. Το μεν πνευμα προθυμον, η δε σαρξ ασθενης.
42 E se ne andò di nuovo per la seconda volta, e orò, dicendo: Padre mio, se non può questo calice passare, senzachè io lo beva, sia fatta la tua volontà.42 Παλιν εκ δευτερου υπηγε και προσευχηθη, λεγων? Πατερ μου, εαν δεν ηναι δυνατον τουτο το ποτηριον να παρελθη απ' εμου χωρις να πιω αυτο, γενηθητω το θελημα σου.
43 E tornato di nuovo li trovò, addormentati; imperocché gli occhi loro erano aggravati.43 Και ελθων ευρισκει αυτους παλιν κοιμωμενους? διοτι οι οφθαλμοι αυτων ησαν βεβαρημενοι.
44 E lasciatigli, andò di nuovo, e orò per la terza volta, dicendo le stesse parole.44 Και αφησας αυτους υπηγε παλιν και προσευχηθη εκ τριτου, ειπων τον αυτον λογον.
45 Allora andò da' suoi discepoli, e disse loro: Su via dormite, e riposatevi: ecco è vicina l'ora, e il Figliuolo dell'uomo sarà dato nelle mani de' pecccatori.45 Τοτε ερχεται προς τους μαθητας αυτου και λεγει προς αυτους? Κοιμασθε το λοιπον και αναπαυεσθε? ιδου, επλησιασεν η ωρα και ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται εις χειρας αμαρτωλων.
46 Alzatevi, andiamo: ecco che si avvicina colui, che mi tradirà.46 Εγερθητε, ας υπαγωμεν? Ιδου, επλησιασεν ο παραδιδων με.
47 Mentre ei tutt'ora parlava, ecco arrivò Giuda uno de' dodici, e con esso gran turba con ispade, e bastoni, mandata da' principi de' sacerdoti, e dagli anziani del popolo.47 Και ενω αυτος ελαλει ετι, ιδου, ο Ιουδας εις των δωδεκα ηλθε, και μετ' αυτου οχλος πολυς μετα μαχαιρων και ξυλων παρα των αρχιερεων και πρεσβυτερων του λαου.
48 E colui, che lo tradì, aveva dato loro il segnale, dicendo: Quegli, che io bacerò, è adesso: pigliatelo.48 Ο δε παραδιδων αυτον εδωκεν εις αυτους σημειον, λεγων? Οντινα φιλησω, αυτος ειναι? πιασατε αυτον.
49 E subitamente accostatosi a Gesù, disse: Dio ti salvi, o Maestro. E baciollo.49 Και ευθυς πλησιασας προς τον Ιησουν, ειπε? Χαιρε, Ραββι, και κατεφιλησεν αυτον.
50 E Gesù dissegli: Amico, a che fine se' venuto? Allora si fecero avanti, e miser le mani addosso a Gesù, e lo tennero stretto.50 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον? Φιλε, δια τι ηλθες; Τοτε προσελθοντες επεβαλον τας χειρας επι τον Ιησουν και επιασαν αυτον.
51 Ed ecco uno di quelli, che erano con Gesù, stesa la mano, tirò fuori la spada, e ferì un servo del principe de' sacerdoti, mozzandogli un'orecchia.51 Και ιδου, εις των μετα του Ιησου εκτεινας την χειρα εσυρε την μαχαιραν αυτου, και κτυπησας τον δουλον του αρχιερεως απεκοψε το ωτιον αυτου.
52 Allora Gesù gli disse: Rimetti la tua spada in suo luogo: imperocché tutti quelli, che daran di mano alla spada, di spada periranno.52 Τοτε λεγει προς αυτον ο Ιησους? Επιστρεψον την μαχαιραν σου εις τον τοπον αυτης? διοτι παντες οσοι πιασωσι μαχαιραν δια μαχαιρας θελουσιν απολεσθη.
53 Pensi tu forse, che io non possa pregare il Padre mio, e mi porrà dinanzi adesso più di dodici legioni di Angeli?53 Η νομιζεις οτι δεν δυναμαι ηδη να παρακαλεσω τον Πατερα μου, και θελει στησει πλησιον μου περισσοτερους παρα δωδεκα λεγεωνας αγγελων;
54 Come adunque si adempiranno le scritture, a tenor delle quali dee esser così?54 πως λοιπον θελουσι πληρωθη αι γραφαι οτι ουτω πρεπει να γεινη;
55 In quel punto disse Gesù alle turbe: Come si fa per un assassino, siete venuti armati di spade, e bastoni per pigliarmi: ogni dì io stava tra voi sedendo nel tempio a insegnare, nè mi avete preso.55 Εν εκεινη τη ωρα ειπεν ο Ιησους προς τους οχλους? Ως επι ληστην εξηλθετε μετα μαχαιρων και ξυλων να με συλλαβητε; καθ' ημεραν εκαθημην πλησιον υμων διδασκων εν τω ιερω, και δεν με επιασατε.
56 E tutto questo è avvenuto, affinchè si adempissero le scritture de' profeti. Allora tutti i discepoli, abbandonatolo, se ne fuggirono.56 Τουτο δε ολον εγεινε δια να πληρωθωσιν αι γραφαι των προφητων. Τοτε οι μαθηται παντες αφησαντες αυτον εφυγον.
57 Ma quegli aferrato Gesù, lo condussero da Caifa principe de' sacerdoti, dove si erano radunati gli Scribi, e gli anziani.57 Οι δε πιασαντες τον Ιησουν εφεραν προς Καιαφαν τον αρχιερεα, οπου συνηχθησαν οι γραμματεις και οι πρεσβυτεροι.
58 E Pietro lo seguiva alla lontana; sino all'atrio del principe de' sacerdoti. Ed entrato dentro stava a sedere co' ministri per vedere la fine.58 Ο δε Πετρος ηκολουθει αυτον απο μακροθεν εως της αυλης του αρχιερεως, και εισελθων εσω εκαθητο μετα των υπηρετων δια να ιδη το τελος.
59 E i principi de' sacerdoti, e tutto il consiglio cercavano false testimonianze contro Gesù per farlo morire.59 Οι δε αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι και το συνεδριον ολον εζητουν ψευδομαρτυριαν κατα του Ιησου, δια να θανατωσωσιν αυτον,
60 E non le trovavano, essendosi presentati molti falsi testimonj. Ma alla fine vennero due testimonj falsi,60 και δεν ευρον? και πολλων ψευδομαρτυρων προσελθοντων, δεν ευρον. Υστερον δε προσελθοντες δυο ψευδομαρτυρες,
61 E dissero: Costui ha detto: Posso distruggere il tempio di Dio, e rifabbricarlo in tre giorni.61 ειπον? Ουτος ειπε, Δυναμαι να χαλασω τον ναον του Θεου και δια τριων ημερων να οικοδομησω αυτον.
62 E alzatosi il principe de' sacerdoti, gli disse: Non rispondi nulla a quel, che questi depongono contro di te?62 Και σηκωθεις ο αρχιερευς ειπε προς αυτον? Δεν αποκρινεσαι; τι μαρτυρουσιν ουτοι κατα σου;
63 Ma Gesù si taceva. E il principe de' sacerdoti gli disse: Ti scongiuro pel Dio vivo, che ci dica, se tu sii il Cristo il Figliuolo di Dio.63 Ο δε Ιησους εσιωπα. Και αποκριθεις ο αρχιερευς ειπε προς αυτον? Σε ορκιζω εις τον Θεον τον ζωντα να ειπης προς ημας αν συ ησαι ο Χριστος ο Υιος του Θεου.
64 Gesù gli rispose: Tu l'hai detto; Anzi vi dico, che vedrete di poi il Figliuolo dell'uomo sedere alla destra della virtù di Dio, e venire su le nubi del cielo.64 Λεγει προς αυτον ο Ιησους? Συ ειπας? πλην σας λεγω, Εις το εξης θελετε ιδει τον Υιον του ανθρωπου καθημενον εκ δεξιων της δυναμεως και ερχομενον επι των νεφελων του ουρανου.
65 Allora il principe de' sacerdoti stracciò le sue vesti, dicendo: Ha bestemmiato: che bisogno abbiam più di testimonj? ecco avete ora sentito la bestemmia.65 Τοτε ο αρχιερευς διεσχισε τα ιματια αυτου, λεγων οτι εβλασφημησε? τι χρειαν εχομεν πλεον μαρτυρων; ιδου, τωρα ηκουσατε την βλασφημιαν αυτου?
66 Che ve ne pare? Quelli risposero: E' reo di morte.66 τι σας φαινεται; Και εκεινοι αποκριθεντες ειπον? Ενοχος θανατου ειναι.
67 Allora gli sputarono in faccia, e lo percossero co' pugni: e altri gli dettero degli schiaffi,67 Τοτε ενεπτυσαν εις το προσωπον αυτου και εγρονθισαν αυτον, αλλοι δε ερραπισαν,
68 Dicendo: Cristo, profetizzaci, chi è, che ti ha percosso?68 λεγοντες? Προφητευσον εις ημας, Χριστε, τις ειναι οστις σε εκτυπησεν;
69 Pietro poi sedeva fuora nell'atrio: e si accostò a lui una serva, e dissegli; Anche tu eri con Gesù Galileo.69 Ο δε Πετρος εκαθητο εξω εν τη αυλη και προσηλθε προς αυτον μια δουλη, λεγουσα? Και συ ησο μετα Ιησου του Γαλιλαιου.
70 Ma egli negò dinanzi a tutti, dicendo: Non so quel, che tu dica.70 Ο δε ηρνηθη εμπροσθεν παντων, λεγων? Δεν εξευρω τι λεγεις.
71 E uscito lui dalla porta, lo vide un'altra serva, e disse a' circostanti: Anche costui era con Gesù Nazareno.71 Και οτε εξηλθεν εις τον πυλωνα, ειδεν αυτον αλλη και λεγει προς τους εκει, Και ουτος ητο μετα Ιησου του Ναζωραιου.
72 Ed egli negò di bel nuovo con giuramento: Non conosco quest'uomo.72 Και παλιν ηρνηθη μεθ' ορκου οτι δεν γνωριζω τον ανθρωπον.
73 E di lì a poco i circostanti si appressarono, e dissero a Pietro: Veramente anche tu se' uno di quegli: imperocché anche il tuo linguaggio ti dà a conoscere.73 Μετ' ολιγον δε προσελθοντες οι εστωτες, ειπον προς τον Πετρον? Αληθως και συ εξ αυτων εισαι? διοτι η λαλια σου σε καμνει φανερον.
74 Allora cominciò egli a mandarsi delle imprecazioni, e a spergiurare, che non aveva conosciuto tal uomo. E tosto il gallo cantò.74 Τοτε ηρχισε να καταναθεματιζη και να ομνυη οτι δεν γνωριζω τον ανθρωπον. Και ευθυς εφωναξεν ο αλεκτωρ.
75 E Pietro si ricordò della parola dettagli da Gesù: Prima che canti il gallo, mi negherai tre volte, E uscito fuora pianse amaramente.75 Και ενεθυμηθη ο Πετρος τον λογον του Ιησου, οστις ειχεν ειπει προς αυτον οτι πριν φωναξη ο αλεκτωρ, τρις θελεις με απαρνηθη? και εξελθων εξω εκλαυσε πικρως.