1 אֲנִי הַגֶּבֶר רָאָה עֳנִי בְּשֵׁבֶט עֶבְרָתֹו | 1 Εγω ειμαι ο ανθρωπος, οστις ειδον θλιψιν απο της ραβδου του θυμου αυτου. |
2 אֹותִי נָהַג וַיֹּלַךְ חֹשֶׁךְ וְלֹא־אֹור | 2 Με ωδηγησε και εφερεν εις σκοτος και ουχι εις φως. |
3 אַךְ בִּי יָשֻׁב יַהֲפֹךְ יָדֹו כָּל־הַיֹּום׃ ס | 3 Ναι, κατ' εμου εστραφη? κατ' εμου εστρεψε την χειρα αυτου ολην την ημεραν. |
4 בִּלָּה בְשָׂרִי וְעֹורִי שִׁבַּר עַצְמֹותָי | 4 Επαλαιωσε την σαρκα μου και το δερμα μου? συνετριψε τα οστα μου. |
5 בָּנָה עָלַי וַיַּקַּף רֹאשׁ וּתְלָאָה | 5 Ωικοδομησε κατ' εμου και με περιεκυκλωσε χολην και μοχθον. |
6 בְּמַחֲשַׁכִּים הֹושִׁיבַנִי כְּמֵתֵי עֹולָם׃ ס | 6 Με εκαθισεν εν σκοτεινοις ως νεκρους αιωνιους. |
7 גָּדַר בַּעֲדִי וְלֹא אֵצֵא הִכְבִּיד נְחָשְׁתִּי | 7 Με περιεφραξε, δια να μη εξελθω? εβαρυνε τας αλυσεις μου. |
8 גַּם כִּי אֶזְעַק וַאֲשַׁוֵּעַ שָׂתַם תְּפִלָּתִי | 8 Ετι και οταν κραζω και αναβοω, αποκλειει την προσευχην μου. |
9 גָּדַר דְּרָכַי בְּגָזִית נְתִיבֹתַי עִוָּה׃ ס | 9 Περιεφραξε με πελεκητους λιθους τας οδους μου, εστρεβλωσε τας τριβους μου. |
10 דֹּב אֹרֵב הוּא לִי [אַרְיֵה כ] (אֲרִי ק) בְּמִסְתָּרִים | 10 Εγεινεν εις εμε αρκτος ενεδρευουσα, λεων εν αποκρυφοις. |
11 דְּרָכַי סֹורֵר וַיְפַשְּׁחֵנִי שָׂמַנִי שֹׁמֵם | 11 Παρετρεψε τας οδους μου και με κατεσπαραξε, με κατεστηαεν ηφανισμενην. |
12 דָּרַךְ קַשְׁתֹּו וַיַּצִּיבֵנִי כַּמַּטָּרָא לַחֵץ׃ ס | 12 Ενετεινε το τοξον αυτου και με εστησεν ως σκοπον εις βελος. |
13 הֵבִיא בְּכִלְיֹותָי בְּנֵי אַשְׁפָּתֹו | 13 Ενεπηξεν εις τα νεφρα μου τα βελη της φαρετρας αυτου. |
14 הָיִיתִי שְּׂחֹק לְכָל־עַמִּי נְגִינָתָם כָּל־הַיֹּום | 14 Εγεινα γελως εις παντα τον λαον μου, ασμα αυτων ολην την ημεραν. |
15 הִשְׂבִּיעַנִי בַמְּרֹורִים הִרְוַנִי לַעֲנָה׃ ס | 15 Με εχορτασε πικριαν? με εμεθυσεν αψινθιον. |
16 וַיַּגְרֵס בֶּחָצָץ שִׁנָּי הִכְפִּישַׁנִי בָּאֵפֶר | 16 Και συνετριψε τους οδοντας μου με χαλικας? με εκαλυψε με σποδον. |
17 וַתִּזְנַח מִשָּׁלֹום נַפְשִׁי נָשִׁיתִי טֹובָה | 17 Και απεσπρωξα, απο ειρηνης την ψυχην μου? ελησμονησα το αγαθον. |
18 וָאֹמַר אָבַד נִצְחִי וְתֹוחַלְתִּי מֵיְהוָה׃ ס | 18 Και ειπα, Απωλεσθη η δυναμις μου και η ελπις μου υπο του Κυριου. |
19 זְכָר־עָנְיִי וּמְרוּדִי לַעֲנָה וָרֹאשׁ | 19 Ενθυμηθητι την θλιψιν μου και την εξωσιν μου, το αψινθιον και την χολην. |
20 זָכֹור תִּזְכֹּור [וְתָשִׁיחַ כ] (וְתָשֹׁוחַ ק) עָלַי נַפְשִׁי | 20 Η ψυχη μου ενθυμειται ταυτα ακαταπαυστως και ειναι τεταπεινωμενη εν εμοι. |
21 זֹאת אָשִׁיב אֶל־לִבִּי עַל־כֵּן אֹוחִיל׃ ס | 21 Τουτο ανακαλω εις την καρδιαν μου, οθεν εχω ελπιδα? |
22 חַסְדֵי יְהוָה כִּי לֹא־תָמְנוּ כִּי לֹא־כָלוּ רַחֲמָיו | 22 Ελεος του Κυριου ειναι, οτι δεν συνετελεσθημεν, επειδη δεν εξελιπον οι οικτιρμοι αυτου. |
23 חֲדָשִׁים לַבְּקָרִים רַבָּה אֱמוּנָתֶךָ | 23 Ανανεονονται εν ταις πρωιαις? μεγαλη ειναι η πιστοτης σου. |
24 חֶלְקִי יְהוָה אָמְרָה נַפְשִׁי עַל־כֵּן אֹוחִיל לֹו׃ ס | 24 Ο Κυριος ειναι η μερις μου, ειπεν η ψυχη μου? δια τουτο θελω ελπιζει επ' αυτον. |
25 טֹוב יְהוָה לְקֹוָו לְנֶפֶשׁ תִּדְרְשֶׁנּוּ | 25 Αγαθος ο Κυριος εις τους προσμενοντας αυτον, εις την ψυχην την εκζητουσαν αυτον. |
26 טֹוב וְיָחִיל וְדוּמָם לִתְשׁוּעַת יְהוָה | 26 Καλον ειναι και να ελπιζη τις και να εφησυχαζη εις την σωτηριαν του Κυριου. |
27 טֹוב לַגֶּבֶר כִּי־יִשָּׂא עֹל בִּנְעוּרָיו׃ ס | 27 Καλον εις τον ανθρωπον να βασταζη ζυγον εν τη νεοτητι αυτου. |
28 יֵשֵׁב בָּדָד וְיִדֹּם כִּי נָטַל עָלָיו | 28 Θελει καθησθαι κατα μονας και σιωπα, επειδη ο Θεος επεβαλε φορτιον επ' αυτον. |
29 יִתֵּן בֶּעָפָר פִּיהוּ אוּלַי יֵשׁ תִּקְוָה | 29 Θελει βαλει το στομα αυτου εις το χωμα, ισως ηναι ελπις. |
30 יִתֵּן לְמַכֵּהוּ לֶחִי יִשְׂבַּע בְּחֶרְפָּה׃ ס | 30 Θελει δωσει την σιαγονα εις τον ραπιζοντα αυτον? θελει χορτασθη απο ονειδισμου. |
31 כִּי לֹא יִזְנַח לְעֹולָם אֲדֹנָי | 31 Διοτι ο Κυριος δεν απορριπτει εις τον αιωνα? |
32 כִּי אִם־הֹוגָה וְרִחַם כְּרֹב [חַסְדֹּו כ] (חֲסָדָיו׃ ק) | 32 Αλλ' εαν και θλιψη, θελει ομως και οικτειρησει κατα το πληθος του ελεους αυτου. |
33 כִּי לֹא עִנָּה מִלִּבֹּו וַיַּגֶּה בְּנֵי־אִישׁ׃ ס | 33 Διοτι δεν θλιβει εκ καρδιας αυτου ουδε καταθλιβει τους υιους των ανθρωπων. |
34 לְדַכֵּא תַּחַת רַגְלָיו כֹּל אֲסִירֵי אָרֶץ | 34 Το να καταπατη τις υπο τους ποδας αυτου παντας τους δεσμιους της γης. |
35 לְהַטֹּות מִשְׁפַּט־גָּבֶר נֶגֶד פְּנֵי עֶלְיֹון | 35 Το να διαστρεφη κρισιν ανθρωπου κατεναντι του προσωπου του Υψιστου? |
36 לְעַוֵּת אָדָם בְּרִיבֹו אֲדֹנָי לֹא רָאָה׃ ס | 36 Το να αδικη ανθρωπον εν τη δικη αυτου? ο Κυριος δεν βλεπει ταυτα. |
37 מִי זֶה אָמַר וַתֶּהִי אֲדֹנָי לֹא צִוָּה | 37 Τις λεγει τι και γινεται, χωρις να προσταξη αυτο ο Κυριος; |
38 מִפִּי עֶלְיֹון לֹא תֵצֵא הָרָעֹות וְהַטֹּוב | 38 Εκ του στοματος του Υψιστου δεν εξερχονται τα κακα και τα αγαθα; |
39 מַה־יִּתְאֹונֵן אָדָם חָי גֶּבֶר עַל־ [חֶטְאֹו כ] (חֲטָאָיו׃ ק) ס | 39 Δια τι ηθελε γογγυσει ανθρωπος ζων, ανθρωπος, δια την ποινην της αμαρτιας αυτου; |
40 נַחְפְּשָׂה דְרָכֵינוּ וְנַחְקֹרָה וְנָשׁוּבָה עַד־יְהוָה | 40 Ας ερευνησωμεν τας οδους ημων και ας εξετασωμεν και ας επιστρεψωμεν εις τον Κυριον. |
41 נִשָּׂא לְבָבֵנוּ אֶל־כַּפָּיִם אֶל־אֵל בַּשָּׁמָיִם | 41 Ας υψωσωμεν τας καρδιας ημων και τας χειρας προς τον Θεον τον εν τοις ουρανοις, λεγοντες, |
42 נַחְנוּ פָשַׁעְנוּ וּמָרִינוּ אַתָּה לֹא סָלָחְתָּ׃ ס | 42 Ημαρτησαμεν και απεστατησαμεν? συ δεν μας συνεχωρησας. |
43 סַכֹּתָה בָאַף וַתִּרְדְּפֵנוּ הָרַגְתָּ לֹא חָמָלְתָּ | 43 Περιεκαλυψας με θυμον και κατεδιωξας ημας? εφονευσας, δεν εφεισθης. |
44 סַכֹּותָה בֶעָנָן לָךְ מֵעֲבֹור תְּפִלָּה | 44 Εκαλυψας σεαυτον με νεφος, δια να μη διαβαινη η προσευχη ημων. |
45 סְחִי וּמָאֹוס תְּשִׂימֵנוּ בְּקֶרֶב הָעַמִּים׃ ס | 45 Μας εκαμες σκυβαλον και βδελυγμα εν μεσω των λαων. |
46 פָּצוּ עָלֵינוּ פִּיהֶם כָּל־אֹיְבֵינוּ | 46 Παντες οι εχθροι ημων ηνοιξαν το στομα αυτων εφ' ημας. |
47 פַּחַד וָפַחַת הָיָה לָנוּ הַשֵּׁאת וְהַשָּׁבֶר | 47 Φοβος και λακκος ηλθον εφ' ημας, ερημωσις και συντριμμος. |
48 פַּלְגֵי־מַיִם תֵּרַד עֵינִי עַל־שֶׁבֶר בַּת־עַמִּי׃ ס | 48 Ρυακας υδατων καταβιβαζει ο οφθαλμος μου δια τον συντριμμον της θυγατρος του λαου μου. |
49 עֵינִי נִגְּרָה וְלֹא תִדְמֶה מֵאֵין הֲפֻגֹות | 49 Ο οφθαλμος μου σταλαζει και δεν σιωπα, διοτι δεν εχει ανεσιν, |
50 עַד־יַשְׁקִיף וְיֵרֶא יְהוָה מִשָּׁמָיִם | 50 Εωσου ο Κυριος διακυψη και ιδη εξ ουρανου. |
51 עֵינִי עֹולְלָה לְנַפְשִׁי מִכֹּל בְּנֹות עִירִי׃ ס | 51 Ο οφθαλμος μου καταθλιβει την ψυχην μου, εκ πασων των θυγατερων της πολεως μου. |
52 צֹוד צָדוּנִי כַּצִּפֹּור אֹיְבַי חִנָּם | 52 Οι εχθρευομενοι με αναιτιως με εκυνηγησαν ακαταπαυστως ως στρουθιον. |
53 צָמְתוּ בַבֹּור חַיָּי וַיַּדּוּ־אֶבֶן בִּי | 53 Εκοψαν την ζωην μου εν τω λακκω και ερριψαν λιθον επ' εμε. |
54 צָפוּ־מַיִם עַל־רֹאשִׁי אָמַרְתִּי נִגְזָרְתִּי׃ ס | 54 Τα υδατα επλημμυρησαν υπερανω της κεφαλης μου? ειπα, Απερριφθην. |
55 קָרָאתִי שִׁמְךָ יְהוָה מִבֹּור תַּחְתִּיֹּות | 55 Επεκαλεσθην το ονομα σου, Κυριε, εκ λακκου κατωτατου. |
56 קֹולִי שָׁמָעְתָּ אַל־תַּעְלֵם אָזְנְךָ לְרַוְחָתִי לְשַׁוְעָתִי | 56 Ηκουσας την φωνην μου? μη κλεισης το ωτιον σου εις τον στεναγμον μου, εις την κραυγην μου. |
57 קָרַבְתָּ בְּיֹום אֶקְרָאֶךָּ אָמַרְתָּ אַל־תִּירָא׃ ס | 57 Επλησιασας καθ' ην ημεραν σε επεκαλεσθην? ειπας, Μη φοβου. |
58 רַבְתָּ אֲדֹנָי רִיבֵי נַפְשִׁי גָּאַלְתָּ חַיָּי | 58 Εδικασας, Κυριε, την δικην της ψυχης μου? ελυτρωσας την ζωην μου. |
59 רָאִיתָה יְהוָה עַוָּתָתִי שָׁפְטָה מִשְׁפָּטִי | 59 Ειδες, Κυριε, το προς εμε αδικον? κρινον την κρισιν μου. |
60 רָאִיתָה כָּל־נִקְמָתָם כָּל־מַחְשְׁבֹתָם לִי׃ ס | 60 Ειδες πασας τας εκδικησεις αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ' εμου. |
61 שָׁמַעְתָּ חֶרְפָּתָם יְהוָה כָּל־מַחְשְׁבֹתָם עָלָי | 61 Ηκουσας, Κυριε, τον ονειδισμον αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ' εμου? |
62 שִׂפְתֵי קָמַי וְהֶגְיֹונָם עָלַי כָּל־הַיֹּום | 62 Τους λογους των επανισταμενων επ' εμε και τας μελετας αυτων κατ' εμου ολην την ημεραν. |
63 שִׁבְתָּם וְקִימָתָם הַבִּיטָה אֲנִי מַנְגִּינָתָם׃ ס | 63 Ιδε, οταν καθηνται και οταν σηκονωνται? εγω ειμαι το ασμα αυτων. |
64 תָּשִׁיב לָהֶם גְּמוּל יְהוָה כְּמַעֲשֵׂה יְדֵיהֶם | 64 Καμε, Κυριε, εις αυτους ανταποδοσιν κατα τα εργα των χειρων αυτων. |
65 תִּתֵּן לָהֶם מְגִנַּת־לֵב תַּאֲלָתְךָ לָהֶם | 65 Δος εις αυτους πωρωσιν καρδιας, την καταραν? σου επ' αυτους. |
66 תִּרְדֹּף בְּאַף וְתַשְׁמִידֵם מִתַּחַת שְׁמֵי יְהוָה׃ פ | 66 Καταδιωξον εν οργη και αφανισον αυτους υποκατωθεν των ουρανων του Κυριου. |