1 αυται αι παιδειαι σαλωμωντος αι αδιακριτοι ας εξεγραψαντο οι φιλοι εζεκιου του βασιλεως της ιουδαιας | 1 Não te gabes do dia de amanhã porque não sabes o que ele poderá engendrar. |
2 δοξα θεου κρυπτει λογον δοξα δε βασιλεως τιμα πραγματα | 2 Que seja outro que te louve, não a tua própria boca; um estranho, não teus próprios lábios. |
3 ουρανος υψηλος γη δε βαθεια καρδια δε βασιλεως ανεξελεγκτος | 3 Pesada é a pedra, pesada a areia, mais pesada ainda é a cólera de um tolo. |
4 τυπτε αδοκιμον αργυριον και καθαρισθησεται καθαρον απαν | 4 Crueldade do furor, ímpetos da cólera: mas quem pode suportar o ciúme? |
5 κτεινε ασεβεις εκ προσωπου βασιλεως και κατορθωσει εν δικαιοσυνη ο θρονος αυτου | 5 Melhor é a correção manifesta do que uma amizade fingida. |
6 μη αλαζονευου ενωπιον βασιλεως μηδε εν τοποις δυναστων υφιστασο | 6 As feridas do amigo são provas de lealdade, mas os beijos do que odeia são abundantes. |
7 κρεισσον γαρ σοι το ρηθηναι αναβαινε προς με η ταπεινωσαι σε εν προσωπω δυναστου α ειδον οι οφθαλμοι σου λεγε | 7 Saciado o apetite, calca aos pés o favo de mel; para o faminto tudo o que é amargo parece doce. |
8 μη προσπιπτε εις μαχην ταχεως ινα μη μεταμεληθης επ' εσχατων ηνικα αν σε ονειδιση ο σος φιλος | 8 Um pássaro que anda longe do seu ninho: tal é o homem que vive longe da sua terra. |
9 αναχωρει εις τα οπισω μη καταφρονει | 9 Azeite e incenso alegram o coração: a bondade de um amigo consola a alma. |
10 μη σε ονειδιση μεν ο φιλος η δε μαχη σου και η εχθρα ουκ απεσται αλλ' εσται σοι ιση θανατω [10α] χαρις και φιλια ελευθεροι ας τηρησον σεαυτω ινα μη επονειδιστος γενη αλλα φυλαξον τας οδους σου ευσυναλλακτως | 10 Não abandones teu amigo, o amigo de teu pai; não vás à casa do teu irmão em dia de aflição. Vale mais um vizinho que está perto, que um irmão distante. |
11 μηλον χρυσουν εν ορμισκω σαρδιου ουτως ειπειν λογον | 11 Sê sábio, meu filho, alegrarás meu coração e eu poderei responder ao que me ultrajar. |
12 εις ενωτιον χρυσουν σαρδιον πολυτελες δεδεται λογος σοφος εις ευηκοον ους | 12 O homem prudente percebe o mal e se põe a salvo; os imprudentes passam adiante e agüentam o peso. |
13 ωσπερ εξοδος χιονος εν αμητω κατα καυμα ωφελει ουτως αγγελος πιστος τους αποστειλαντας αυτον ψυχας γαρ των αυτω χρωμενων ωφελει | 13 Toma a sua veste, porque ficou fiador de outrem, exige o penhor que deve aos estrangeiros. |
14 ωσπερ ανεμοι και νεφη και υετοι επιφανεστατοι ουτως οι καυχωμενοι επι δοσει ψευδει | 14 Quem, desde o amanhecer, louva seu vizinho em alta voz é censurado de o ter amaldiçoado. |
15 εν μακροθυμια ευοδια βασιλευσιν γλωσσα δε μαλακη συντριβει οστα | 15 Goteira que cai de contínuo em dia de chuva e mulher litigiosa, tudo é a mesma coisa. |
16 μελι ευρων φαγε το ικανον μηποτε πλησθεις εξεμεσης | 16 Querer retê-la, é reter o vento, ou pegar azeite com a mão. |
17 σπανιον εισαγε σον ποδα προς τον σεαυτου φιλον μηποτε πλησθεις σου μισηση σε | 17 O ferro com o ferro se aguça; o homem aguça o homem. |
18 ροπαλον και μαχαιρα και τοξευμα ακιδωτον ουτως και ανηρ ο καταμαρτυρων του φιλου αυτου μαρτυριαν ψευδη | 18 Quem trata de sua figueira, comerá seu fruto; quem cuida do seu senhor, será honrado. |
19 οδους κακου και πους παρανομου ολειται εν ημερα κακη | 19 Como o reflexo do rosto na água, assim é o coração do homem para o homem. |
20 ωσπερ οξος ελκει ασυμφορον ουτως προσπεσον παθος εν σωματι καρδιαν λυπει [20α] ωσπερ σης ιματιω και σκωληξ ξυλω ουτως λυπη ανδρος βλαπτει καρδιαν | 20 A morada dos mortos e o abismo nunca se enchem; assim os olhos do homem são insaciáveis. |
21 εαν πεινα ο εχθρος σου τρεφε αυτον εαν διψα ποτιζε αυτον | 21 Há um crisol para a prata, um forno para o ouro; assim o homem {é provado} pela sua reputação. |
22 τουτο γαρ ποιων ανθρακας πυρος σωρευσεις επι την κεφαλην αυτου ο δε κυριος ανταποδωσει σοι αγαθα | 22 Ainda que pisasses o insensato num triturador, entre os grãos, com um pilão, sua loucura não se separaria dele. |
23 ανεμος βορεας εξεγειρει νεφη προσωπον δε αναιδες γλωσσαν ερεθιζει | 23 Certifica-te bem do estado do teu gado miúdo; atende aos teus rebanhos, |
24 κρειττον οικειν επι γωνιας δωματος η μετα γυναικος λοιδορου εν οικια κοινη | 24 porque a riqueza não é eterna e a coroa não permanece de geração em geração. |
25 ωσπερ υδωρ ψυχρον ψυχη διψωση προσηνες ουτως αγγελια αγαθη εκ γης μακροθεν | 25 Quando se abre o prado, quando brotam as ervas, uma vez recolhido o feno das montanhas, |
26 ωσπερ ει τις πηγην φρασσοι και υδατος εξοδον λυμαινοιτο ουτως ακοσμον δικαιον πεπτωκεναι ενωπιον ασεβους | 26 tens ainda cordeiros para te vestir e bodes para pagares um campo, |
27 εσθιειν μελι πολυ ου καλον τιμαν δε χρη λογους ενδοξους | 27 leite de cabra suficiente para teu sustento, para o sustento de tua casa e a manutenção das tuas servas. |
28 ωσπερ πολις τα τειχη καταβεβλημενη και ατειχιστος ουτως ανηρ ος ου μετα βουλης τι πρασσει | |