Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 14


font
LXXSAGRADA BIBLIA
1 βροτος γαρ γεννητος γυναικος ολιγοβιος και πληρης οργης1 O homem nascido da mulher vive pouco tempo e é cheio de muitas misérias;
2 η ωσπερ ανθος ανθησαν εξεπεσεν απεδρα δε ωσπερ σκια και ου μη στη2 é como uma flor que germina e logo fenece, uma sombra que foge sem parar.
3 ουχι και τουτου λογον εποιησω και τουτον εποιησας εισελθειν εν κριματι ενωπιον σου3 E é sobre ele que abres os olhos, e o chamas a juízo contigo.
4 τις γαρ καθαρος εσται απο ρυπου αλλ' ουθεις4 Quem fará sair o puro do impuro? Ninguém.
5 εαν και μια ημερα ο βιος αυτου επι της γης αριθμητοι δε μηνες αυτου παρα σοι εις χρονον εθου και ου μη υπερβη5 Se seus dias estão contados, se em teu poder está o número dos seus meses, e fixado um limite que ele não ultrapassará,
6 αποστα απ' αυτου ινα ησυχαση και ευδοκηση τον βιον ωσπερ ο μισθωτος6 afasta dele os teus olhos; deixa-o até que acabe o seu dia como um trabalhador.
7 εστιν γαρ δενδρω ελπις εαν γαρ εκκοπη ετι επανθησει και ο ραδαμνος αυτου ου μη εκλιπη7 Para uma árvore, há esperança; cortada, pode reverdecer, e os seus ramos brotam.
8 εαν γαρ γηραση εν γη η ριζα αυτου εν δε πετρα τελευτηση το στελεχος αυτου8 Quando sua raiz tiver envelhecido na terra, e seu tronco estiver morto no solo,
9 απο οσμης υδατος ανθησει ποιησει δε θερισμον ωσπερ νεοφυτον9 ao contato com a água, tornar-se-á verde de novo, e distenderá ramos como uma jovem planta.
10 ανηρ δε τελευτησας ωχετο πεσων δε βροτος ουκετι εστιν10 Mas quando o homem morre, fica estendido; o mortal expira; onde está ele?
11 χρονω γαρ σπανιζεται θαλασσα ποταμος δε ερημωθεις εξηρανθη11 As águas correm do lago, o rio se esgota e seca;
12 ανθρωπος δε κοιμηθεις ου μη αναστη εως αν ο ουρανος ου μη συρραφη και ουκ εξυπνισθησονται εξ υπνου αυτων12 assim o homem se deita para não mais levantar. Durante toda a duração dos céus, ele não despertará; jamais sairá de seu sono.
13 ει γαρ οφελον εν αδη με εφυλαξας εκρυψας δε με εως αν παυσηται σου η οργη και ταξη μοι χρονον εν ω μνειαν μου ποιηση13 Se, pelo menos, me escondesses na região dos mortos, ao abrigo, até que tua cólera tivesse passado, se me fixasses um limite em que te lembrasses de mim!
14 εαν γαρ αποθανη ανθρωπος ζησεται συντελεσας ημερας του βιου αυτου υπομενω εως αν παλιν γενωμαι14 Se um homem, uma vez morto, pudesse reviver! Todo o tempo de meu combate eu esperaria até que me viessem soerguer,
15 ειτα καλεσεις εγω δε σοι υπακουσομαι τα δε εργα των χειρων σου μη αποποιου15 tu me chamarias e eu te responderia; estenderias a tua destra para a obra de tuas mãos.
16 ηριθμησας δε μου τα επιτηδευματα και ου μη παρελθη σε ουδεν των αμαρτιων μου16 Mas agora contas os meus passos, e observas todos os meus pecados;
17 εσφραγισας δε μου τας ανομιας εν βαλλαντιω επεσημηνω δε ει τι ακων παρεβην17 tu selaste como num saco os meus crimes, puseste um sinal sobre minhas iniqüidades.
18 και πλην ορος πιπτον διαπεσειται και πετρα παλαιωθησεται εκ του τοπου αυτης18 Mas a montanha acaba por cair, e o rochedo desmorona longe de seu lugar;
19 λιθους ελεαναν υδατα και κατεκλυσεν υδατα υπτια του χωματος της γης και υπομονην ανθρωπου απωλεσας19 as águas escavam a pedra, o aluvião leva a terra móvel; assim aniquilas a esperança do homem.
20 ωσας αυτον εις τελος και ωχετο επεστησας αυτω το προσωπον και εξαπεστειλας20 Tu o pões por terra; ele se vai embora para sempre; tu o desfiguras e o mandas embora.
21 πολλων δε γενομενων των υιων αυτου ουκ οιδεν εαν δε ολιγοι γενωνται ουκ επισταται21 Estejam os seus filhos honrados, ele o ignora; sejam eles humilhados, não faz caso.
22 αλλ' η αι σαρκες αυτου ηλγησαν η δε ψυχη αυτου επενθησεν22 É somente por ele que sua carne sofre; sua alma só se lamenta por ele.