Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

1 Samuel 21


font
BIBLIAGREEK BIBLE
1 Se levantó David y se fue, y Jonatán volvió a la ciudad.1 Και ηλθεν ο Δαβιδ εις Νωβ, προς Αχιμελεχ τον ιερεα? εξεπλαγη δε ο Αχιμελεχ εις την συναντησιν του Δαβιδ και ειπε προς αυτον, Δια τι συ μονος, και δεν ειναι ουδεις μετα σου;
2 Llegó David a Nob, donde el sacerdote Ajimélek; vino Ajimélek temblando al encuentro de David y le preguntó: «Por qué vienes solo y no hay nadie contigo?»2 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αχιμελεχ τον ιερεα, Ο βασιλευς προσεταξεν εις εμε υποθεσιν τινα και μοι ειπεν, Ας μη εξευρη μηδεις μηδεν περι της υποθεσεως, δια την οποιαν εγω σε αποστελλω, μηδε τι προσεταξα εις εσε? και διωρισα εις τους δουλους τον δεινα και δεινα τοπον.
3 Respondió David al sacerdote Ajimélek: «El rey me ha dado una orden y me ha dicho: «Que nadie sepa el asunto a que te mando y lo que te ordeno». A los muchachos los he citado en tal lugar.3 Τωρα λοιπον τι σοι ειναι προχειρον; δος πεντε αρτους εις την χειρα μου, η ο, τι ευρισκεται.
4 Así pues, ¿qué tienes a mano? Dame cinco panes o lo que haya».4 Και απεκριθη ο ιερευς προς τον Δαβιδ, και ειπε, Δεν εχω προχειρον ουδενα κοινον αρτον, αλλ' ειναι αρτοι ηγιασμενοι? οι νεοι εφυλαχθησαν καθαροι τουλαχιστον απο γυναικων;
5 Respondió el sacerdote a David: «No tengo a mano pan profano, pero hay pan consagrado, si es que los muchachos se han abstenido al menos del trato con mujeres».5 Και απεκριθη ο Δαβιδ προς τον ιερεα και ειπε προς αυτον, Μαλιστα αι γυναικες ειναι μακραν αφ' ημων εις τας τρεις ταυτας ημερας, αφου εξηλθον, και τα σκευη των νεων ειναι καθαρα? και ουτος ο αρτος ειναι τροπον τινα κοινος, μαλιστα επειδη σημερον ειναι αλλος ηγιασμενος εις τα σκευη.
6 Respondió David al sacerdote:» Ciertamente que la mujer nos está prohibida, como siempre que salgo a campaña, y los cuerpos de los muchachos están puros; aunque es un viaje profano, cierto que hoy sus cuerpos están puros».6 Εδωκε λοιπον ο ιερευς εις αυτον τους αρτους τους αγιους? διοτι δεν ητο εκει αρτος παρα τους αρτους της προθεσεως, οιτινες ειχον σηκωθη απ' εμπροσθεν του Κυριου, δια να θεσωσιν αρτους ζεστους καθ' ην ημεραν εσηκωθησαν εκεινοι.
7 Diole entonces el sacerdote panes consagrados, porque no había allí otro pan sino el pan de la presencia, el retirado de delante de Yahveh para colocar pan reciente el día que tocaba retirarlo.7 Ητο δε εκει ανθρωπος τις εκ των δουλων του Σαουλ, την ημεραν εκεινην, κρατουμενος ενωπιον του Κυριου? και το ονομα αυτου Δωηκ, ο Ιδουμαιος, ο πρωτιστος των ποιμενων του Σαουλ.
8 Estaba allí aquel día uno de los servidores de Saúl, detenido ante Yahveh; se llamaba Doeg, edomita, el más robusto de los pastores de Saúl.8 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αχιμελεχ, Και δεν εχεις εδω προχειρον κανεν δορυ η ρομφαιαν; διοτι ουτε την ρομφαιαν μου ουτε τα οπλα μου ελαβον εν τη χειρι μου, επειδη του βασιλεως η υποθεσις ητο κατεπειγουσα.
9 Dijo David a Ajimélek: «¿No tienes aquí a mano una lanza o una espada? Porque ni siquera he cogido mi espada y mis armas, pues urgía la orden del rey».9 Και ειπεν ο ιερευς, Η ρομφαια Γολιαθ του Φιλισταιου, τον οποιον επαταξας εν τη κοιλαδι Ηλα, ιδου ειναι περιτετυλιγμενη εις φορεμα οπισθεν του εφοδ? εαν θελης να λαβης αυτην, λαβε? διοτι ενταυθα δεν ειναι αλλη παρα εκεινην. Και ειπεν ο Δαβιδ, Δεν ειναι ουδεμια ως αυτη? δος μοι αυτην.
10 Respondió el sacerdote: «Ahí está la espada de Goliat el filisteo que mataste en el valle del Terebinto, envuelta en un paño detrás del efod; si la quieres tómala; fuera de ésta, no hay otra». Dijo David: «Ninguna mejor. Dámela».10 Και εσηκωθη ο Δαβιδ και εφυγε την ημεραν εκεινην απο προσωπου του Σαουλ, και υπηγε προς τον Αγχους, βασιλεα της Γαθ
11 Se levantó David y huyó aquel día de Saúl, yendo donde Akís, rey de Gat.11 Και ειπον οι δουλοι του Αγχους προς αυτον, Δεν ειναι ουτος ο Δαβιδ ο βασιλευς του τοπου; δεν ειναι ουτος, εις τον οποιον αμοιβαιως εψαλλον εν τοις χοροις, λεγουσαι, Ο Σαουλ επαταξε τας χιλιαδας αυτου, και ο Δαβιδ τας μυριαδας αυτου;
12 Los servidores de Akís le dijeron: «¿No es este David, rey de la tierra? ¿No es éste a quien cantaban en corro : Saúl mató sus millares y David sus miríadas?»12 Και εβαλεν ο Δαβιδ τους λογους τουτους εν τη καρδια αυτου και εφοβηθη σφοδρα απο του Αγχους βασιλεως της Γαθ.
13 Meditó David estas palabras y temió mucho a Akís, rey de Gat.13 Και ηλλαξε τον τροπον αυτου εμπροσθεν αυτων, και προσεποιηθη τον τρελλον μεταξυ των χειρων αυτων, και εξυεν επανω των θυρων της πυλης, και αφινε τον σιελον αυτου να καταπιπτη εις το γενειον αυτου.
14 Y se fingió demente ante sus ojos haciéndose el loco en medio de ellos; tamborileaba sobre el batiente de la puerta y dejaba caer la saliva sobre su barba.14 Τοτε ειπεν ο Αγχους προς τους δουλους αυτου, Ιδου, σεις βλεπετε τον ανθρωπον οτι ειναι τρελλος? δια τι εφερετε αυτον προς εμε;
15 Dijo pues Akís a sus servidores: «Mirad, este hombre está loco. ¿Para qué me lo habéis traído?15 μηπως εγω στερουμαι τρελλων, ωστε να φερητε τουτον δια να καμνη τον τρελλον εμπροσθεν μου; ουτος ηθελεν εισελθει εις την οικιαν μου;
16 ¿Es que me hacen falta locos, que me habéis traído a este para que haga el loco a mi costa? ¿Va a entrar éste en mi casa?»