Salmi 38
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA TINTORI | GREEK BIBLE |
---|---|
1 (Per la fine. A Iditun. Cantico di David), | 1 Ψαλμος του Δαβιδ εις αναμνησιν.>> Κυριε, μη με ελεγξης εν τω θυμω σου, μηδε εν τη οργη σου παιδευσης με. |
2 Io dissi: « Vigilerò su me stesso », per non peccare colla mia lingua. Posi un freno alla mia bocca, quando l'empio mi stava davanti. | 2 Διοτι τα βελη σου ενεπηχθησαν εις εμε και η χειρ σου καταπιεζει με. |
3 Ammutolii, mi umiliai, e tacqui più del conveniente, e il mio dolore si rincrudì. | 3 Δεν υπαρχει υγεια εν τη σαρκι μου εξ αιτιας της οργης σου. δεν ειναι ειρηνη εις τα οστα μου εξ αιτιας της αμαρτιας μου. |
4 Si accese dentro di me il mio cuore, e un fuoco divampò dalle mie considerazioni. | 4 Διοτι αι ανομιαι μου υπερεβησαν την κεφαλην μου? ως φορτιον βαρυ υπερεβαρυναν επ' εμε. |
5 E la parola mi venne sulla lingua: Signore, fammi conoscere il mio fine e il numero dei miei giorni, affinchè io sappia quanto mi manca. | 5 Εβρωμησαν και εσαπησαν αι πληγαι μου εξ αιτιας της ανοησιας μου. |
6 Ecco, tu hai resi misurabili i miei giorni, e il mio essere è come un nulla dinanzi a te. Davvero è mera vanità ogni uomo vivente. | 6 Εταλαιπωρηθην, εκυρτωθην εις ακρον? ολην την ημεραν περιπατω σκυθρωπος. |
7 Davvero l'uomo passa come un'ombra, e senza ragione si preoccupa: ammassa tesori, e non sa per chi l'abbia messi da parte. | 7 Διοτι τα εντοσθια μου γεμουσι φλογωσεως, και δεν υπαρχει υγεια εν τη σαρκι μου. |
8 Ed ora qual'è la mia attesa, se non il Signore? Ogni mio bene è in te. | 8 Ησθενησα και καθ' υπερβολην κατεκοπην? βρυχωμαι απο της αδημονιας της καρδιας μου. |
9 Liberami da tutti i miei peccati. Tu mi hai esposto agli scherni dello stolto. | 9 Κυριε, ενωπιον σου ειναι πασα η επιθυμια μου, και ο στεναγμος μου δεν κρυπτεται απο σου. |
10 Ammutolisco, non apro la mia bocca, perchè è opera tua. | 10 Η καρδια μου ταραττεται, η δυναμις μου με εγκαταλειπει? και το φως των οφθαλμων μου, και αυτο δεν ειναι μετ' εμου. |
11 Allontana da me i tuoi flagelli: | 11 Οι φιλοι μου και οι πλησιον μου στεκουσιν απεναντι της πληγης μου, και οι πλησιεστεροι μου στεκουσιν απο μακροθεν. |
12 Per l'aggravarsi della tua mano, io vengo meno sotto i tuoi castighi. E' per le iniquità che tu punisci l'uomo e fai consumare la sua vita come una ragnatela. Davvero ogni uomo si preoccupa senza ragione. | 12 Και οι ζητουντες την ψυχην μου στηνουσιν εις εμε παγιδας? και οι εκζητουντες το κακον μου λαλουσι πονηρα, και μελετωσι δολους ολην την ημεραν. |
13 Esaudisci la mia preghiera, o Signore, le mie suppliche, non restare insensibile alle mie lacrime. Non tacere; perchè io presso di te sono ospite, e pellegrino come tutti i miei padri. | 13 Αλλ' εγω ως κωφος δεν ηκουον και ημην ως αφωνος, μη ανοιγων το στομα αυτου. |
14 Lasciami in pace, affinchè abbia un po' di refrigerio, prima di partire e di sparire per sempre. | 14 Και ημην ως ανθρωπος μη ακουων και μη εχων αντιλογιαν εν τω στοματι αυτου. |
15 Διοτι επι σε, Κυριε, ηλπισα? συ θελεις μου εισακουσει, Κυριε ο Θεος μου. | |
16 Επειδη ειπα, Ας μη χαρωσιν επ' εμε? οταν ολισθηση ο πους μου, αυτοι μεγαλαυχουσι κατ' εμου. | |
17 Διοτι ειμαι ετοιμος να πεσω, και ο πονος μου ειναι παντοτε εμπροσθεν μου. | |
18 Επειδη εγω θελω αναγγελλει την ανομιαν μου, θελω λυπεισθαι δια την αμαρτιαν μου. | |
19 Αλλ' οι εχθροι μου ζωσιν, υπερισχυουσι? και επληθυνθησαν οι μισουντες με αδικως. | |
20 Και οι ανταποδιδοντες κακον αντι καλου ειναι εναντιοι μου, επειδη κυνηγω το καλον. | |
21 Μη με εγκαταλιπης, Κυριε? Θεε μου, μη απομακρυνθης απ' εμου. | |
22 Ταχυνον εις βοηθειαν μου, Κυριε, η σωτηρια μου. |