Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 34


font
LXXVULGATA
1 υπολαβων δε ελιους λεγει1 Pronuntians itaque Eliu, etiam hæc locutus est :
2 ακουσατε μου σοφοι επισταμενοι ενωτιζεσθε το καλον2 Audite, sapientes, verba mea :
et eruditi, auscultate me.
3 οτι ους λογους δοκιμαζει και λαρυγξ γευεται βρωσιν3 Auris enim verba probat,
et guttur escas gustu dijudicat.
4 κρισιν ελωμεθα εαυτοις γνωμεν ανα μεσον εαυτων ο τι καλον4 Judicium eligamus nobis,
et inter nos videamus quid sit melius.
5 οτι ειρηκεν ιωβ δικαιος ειμι ο κυριος απηλλαξεν μου το κριμα5 Quia dixit Job : Justus sum,
et Deus subvertit judicium meum.
6 εψευσατο δε τω κριματι μου βιαιον το βελος μου ανευ αδικιας6 In judicando enim me mendacium est :
violenta sagitta mea absque ullo peccato.
7 τις ανηρ ωσπερ ιωβ πινων μυκτηρισμον ωσπερ υδωρ7 Quis est vir ut est Job,
qui bibit subsannationem quasi aquam :
8 ουχ αμαρτων ουδε ασεβησας η οδου κοινωνησας μετα ποιουντων τα ανομα του πορευθηναι μετα ασεβων8 qui graditur cum operantibus iniquitatem,
et ambulat cum viris impiis ?
9 μη γαρ ειπης οτι ουκ εσται επισκοπη ανδρος και επισκοπη αυτω παρα κυριου9 Dixit enim : Non placebit vir Deo,
etiam si cucurrerit cum eo.
10 διο συνετοι καρδιας ακουσατε μου μη μοι ειη εναντι κυριου ασεβησαι και εναντι παντοκρατορος ταραξαι το δικαιον10 Ideo, viri cordati, audite me :
absit a Deo impietas,
et ab Omnipotente iniquitas.
11 αλλα αποδιδοι ανθρωπω καθα ποιει εκαστος αυτων και εν τριβω ανδρος ευρησει αυτον11 Opus enim hominis reddet ei,
et juxta vias singulorum restituet eis.
12 οιη δε τον κυριον ατοπα ποιησειν η ο παντοκρατωρ ταραξει κρισιν12 Vere enim Deus non condemnabit frustra,
nec Omnipotens subvertet judicium.
13 ος εποιησεν την γην τις δε εστιν ο ποιων την υπ' ουρανον και τα ενοντα παντα13 Quem constituit alium super terram ?
aut quem posuit super orbem quem fabricatus est ?
14 ει γαρ βουλοιτο συνεχειν και το πνευμα παρ' αυτω κατασχειν14 Si direxerit ad eum cor suum,
spiritum illius et flatum ad se trahet.
15 τελευτησει πασα σαρξ ομοθυμαδον πας δε βροτος εις γην απελευσεται οθεν και επλασθη15 Deficiet omnis caro simul,
et homo in cinerem revertetur.
16 ει δε μη νουθετη ακουε ταυτα ενωτιζου φωνην ρηματων16 Si habes ergo intellectum, audi quod dicitur,
et ausculta vocem eloquii mei :
17 ιδε συ τον μισουντα ανομα και τον ολλυντα τους πονηρους οντα αιωνιον δικαιον17 numquid qui non amat judicium sanari potest ?
et quomodo tu eum qui justus est in tantum condemnas ?
18 ασεβης ο λεγων βασιλει παρανομεις ασεβεστατε τοις αρχουσιν18 Qui dicit regi : Apostata ;
qui vocat duces impios ;
19 ος ουκ επησχυνθη προσωπον εντιμου ουδε οιδεν τιμην θεσθαι αδροις θαυμασθηναι προσωπα αυτων19 qui non accipit personas principum,
nec cognovit tyrannum cum disceptaret contra pauperem :
opus enim manuum ejus sunt universi.
20 κενα δε αυτοις αποβησεται το κεκραγεναι και δεισθαι ανδρος εχρησαντο γαρ παρανομως εκκλινομενων αδυνατων20 Subito morientur, et in media nocte turbabuntur populi :
et pertransibunt, et auferent violentum absque manu.
21 αυτος γαρ ορατης εστιν εργων ανθρωπων λεληθεν δε αυτον ουδεν ων πρασσουσιν21 Oculi enim ejus super vias hominum,
et omnes gressus eorum considerat.
22 ουδε εσται τοπος του κρυβηναι τους ποιουντας τα ανομα22 Non sunt tenebræ, et non est umbra mortis,
ut abscondantur ibi qui operantur iniquitatem,
23 οτι ουκ επ' ανδρα θησει ετι ο γαρ κυριος παντας εφορα23 neque enim ultra in hominis potestate est,
ut veniat ad Deum in judicium.
24 ο καταλαμβανων ανεξιχνιαστα ενδοξα τε και εξαισια ων ουκ εστιν αριθμος24 Conteret multos, et innumerabiles,
et stare faciet alios pro eis.
25 ο γνωριζων αυτων τα εργα και στρεψει νυκτα και ταπεινωθησονται25 Novit enim opera eorum,
et idcirco inducet noctem, et conterentur.
26 εσβεσεν δε ασεβεις ορατοι δε εναντιον αυτου26 Quasi impios percussit eos
in loco videntium :
27 οτι εξεκλιναν εκ νομου θεου δικαιωματα δε αυτου ουκ επεγνωσαν27 qui quasi de industria recesserunt ab eo,
et omnes vias ejus intelligere noluerunt :
28 του επαγαγειν επ' αυτον κραυγην πενητος και κραυγην πτωχων εισακουσεται28 ut pervenire facerent ad eum clamorem egeni,
et audiret vocem pauperum.
29 και αυτος ησυχιαν παρεξει και τις καταδικασεται και κρυψει προσωπον και τις οψεται αυτον και κατα εθνους και κατα ανθρωπου ομου29 Ipso enim concedente pacem, quis est qui condemnet ?
ex quo absconderit vultum, quis est qui contempletur eum,
et super gentes, et super omnes homines ?
30 βασιλευων ανθρωπον υποκριτην απο δυσκολιας λαου30 Qui regnare facit hominem hypocritam
propter peccata populi.
31 οτι προς τον ισχυρον ο λεγων ειληφα ουκ ενεχυρασω31 Quia ergo ego locutus sum ad Deum,
te quoque non prohibebo.
32 ανευ εμαυτου οψομαι συ δειξον μοι ει αδικιαν ηργασαμην ου μη προσθησω32 Si erravi, tu doce me ;
si iniquitatem locutus sum, ultra non addam.
33 μη παρα σου αποτεισει αυτην οτι απωση οτι συ εκλεξη και ουκ εγω και τι εγνως λαλησον33 Numquid a te Deus expetit eam, quia displicuit tibi ?
tu enim cœpisti loqui, et non ego :
quod si quid nosti melius, loquere.
34 διο συνετοι καρδιας ερουσιν ταυτα ανηρ δε σοφος ακηκοεν μου το ρημα34 Viri intelligentes loquantur mihi,
et vir sapiens audiat me.
35 ιωβ δε ουκ εν συνεσει ελαλησεν τα δε ρηματα αυτου ουκ εν επιστημη35 Job autem stulte locutus est,
et verba illius non sonant disciplinam.
36 ου μην δε αλλα μαθε ιωβ μη δως ετι ανταποκρισιν ωσπερ οι αφρονες36 Pater mi, probetur Job usque ad finem :
ne desinas ab homine iniquitatis :
37 ινα μη προσθωμεν εφ' αμαρτιαις ημων ανομια δε εφ' ημιν λογισθησεται πολλα λαλουντων ρηματα εναντιον του κυριου37 quia addit super peccata sua blasphemiam,
inter nos interim constringatur :
et tunc ad judicium provocet sermonibus suis Deum.