Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Lukas 3


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Es war im fünfzehnten Jahr der Regierung des Kaisers Tiberius; Pontius Pilatus war Statthalter von Judäa, Herodes Tetrarch von Galiläa, sein Bruder Philippus Tetrarch von Ituräa und Trachonitis, Lysanias Tetrarch von Abilene;1 Εν δε τω δεκατω πεμπτω ετει της ηγεμονιας Τιβεριου Καισαρος, οτε ο Ποντιος Πιλατος ηγεμονευε της Ιουδαιας, και τετραρχης της Γαλιλαιας ητο ο Ηρωδης, Φιλιππος δε ο αδελφος αυτου τετραρχης της Ιτουραιας και της Τραχωνιτιδος χωρας, και ο Λυσανιας τετραρχης της Αβιληνης,
2 Hohepriester waren Hannas und Kajaphas. Da erging in der Wüste das Wort Gottes an Johannes, den Sohn des Zacharias.2 επι αρχιερεων Αννα και Καιαφα, εγεινε λογος Θεου προς Ιωαννην, τον υιον του Ζαχαριου, εν τη ερημω,
3 Und er zog in die Gegend am Jordan und verkündigte dort überall Umkehr und Taufe zur Vergebung der Sünden.3 και ηλθεν εις πασαν την περιχωρον του Ιορδανου, κηρυττων βαπτισμα μετανοιας εις αφεσιν αμαρτιων,
4 (So erfüllte sich,) was im Buch der Reden des Propheten Jesaja steht: Eine Stimme ruft in der Wüste:
Bereitet dem Herrn den Weg!
Ebnet ihm die Straßen!
4 ως ειναι γεγραμμενον εν τω βιβλιω των λογων Ησαιου του προφητου, λεγοντος? Φωνη βοωντος εν τη ερημω, ετοιμασατε την οδον του Κυριου, ευθειας καμετε τας τριβους αυτου.
5 Jede Schlucht soll aufgefüllt werden,
jeder Berg und Hügel sich senken. Was krumm ist, soll gerade werden,
was uneben ist, soll zum ebenen Weg werden.
5 πασα φαραγξ θελει γεμισθη και παν ορος και βουνος θελει ταπεινωθη, και τα σκολια θελουσι γεινει ευθεα και αι τραχειαι οδοι ομαλαι,
6 Und alle Menschen werden das Heil sehen, das von Gott kommt.6 και πασα σαρξ θελει ιδει το σωτηριον του Θεου.
7 Das Volk zog in Scharen zu ihm hinaus, um sich von ihm taufen zu lassen. Er sagte zu ihnen: Ihr Schlangenbrut, wer hat euch denn gelehrt, dass ihr dem kommenden Gericht entrinnen könnt?7 Ελεγε δε προς τους οχλους τους εξερχομενους δια να βαπτισθωσιν υπ' αυτου? Γεννηματα εχιδνων, τις εδειξεν εις εσας να φυγητε απο της μελλουσης οργης;
8 Bringt Früchte hervor, die eure Umkehr zeigen, und fangt nicht an zu sagen: Wir haben ja Abraham zum Vater. Denn ich sage euch: Gott kann aus diesen Steinen Kinder Abrahams machen.8 Καμετε λοιπον καρπους αξιους της μετανοιας, και μη αρχισητε να λεγητε καθ' εαυτους, Πατερα εχομεν τον Αβρααμ? διοτι σας λεγω οτι δυναται ο Θεος εκ των λιθων τουτων να αναστηση τεκνα εις τον Αβρααμ.
9 Schon ist die Axt an die Wurzel der Bäume gelegt; jeder Baum, der keine gute Frucht hervorbringt, wird umgehauen und ins Feuer geworfen.9 Ηδη δε και η αξινη κειται προς την ριζαν των δενδρων? παν λοιπον δενδρον μη καμνον καρπον καλον εκκοπτεται και εις πυρ βαλλεται.
10 Da fragten ihn die Leute: Was sollen wir also tun?10 Και ηρωτων αυτον οι οχλοι, λεγοντες? Τι λοιπον θελομεν καμει;
11 Er antwortete ihnen: Wer zwei Gewänder hat, der gebe eines davon dem, der keines hat, und wer zu essen hat, der handle ebenso.11 Αποκριθεις δε λεγει προς αυτους. Ο εχων δυο χιτωνας ας μεταδωση εις τον μη εχοντα, και ο εχων τροφας ας καμη ομοιως.
12 Es kamen auch Zöllner zu ihm, um sich taufen zu lassen, und fragten: Meister, was sollen wir tun?12 Ηλθον δε και τελωναι δια να βαπτισθωσι, και ειπον προς αυτον? Διδασκαλε, τι θελομεν καμει;
13 Er sagte zu ihnen: Verlangt nicht mehr, als festgesetzt ist.13 Ο δε ειπε προς αυτους? Μη εισπραττετε μηδεν περισσοτερον παρα το διατεταγμενον εις εσας.
14 Auch Soldaten fragten ihn: Was sollen denn wir tun? Und er sagte zu ihnen: Misshandelt niemand, erpresst niemand, begnügt euch mit eurem Sold!14 Ηρωτων δε αυτον και στρατιωτικοι, λεγοντες? Και ημεις τι θελομεν καμει; Και ειπε προς αυτους? Μη βιασητε μηδενα μηδε συκοφαντησητε, και αρκεισθε εις τα σιτηρεσια σας.
15 Das Volk war voll Erwartung und alle überlegten im Stillen, ob Johannes nicht vielleicht selbst der Messias sei.15 Ενω δε επροσμενεν ο λαος, και διελογιζοντο παντες εν ταις καρδιαις αυτων περι του Ιωαννου, μηποτε αυτος ειναι ο Χριστος,
16 Doch Johannes gab ihnen allen zur Antwort: Ich taufe euch nur mit Wasser. Es kommt aber einer, der stärker ist als ich, und ich bin es nicht wert, ihm die Schuhe aufzuschnüren. Er wird euch mit dem Heiligen Geist und mit Feuer taufen.16 απεκριθη ο Ιωαννης προς παντας, λεγων? Εγω μεν σας βαπτιζω εν υδατι? ερχεται ομως ο ισχυροτερος μου, του οποιου δεν ειμαι αξιος να λυσω το λωριον των υποδηματων αυτου? αυτος θελει σας βαπτισει εν Πνευματι Αγιω και πυρι.
17 Schon hält er die Schaufel in der Hand, um die Spreu vom Weizen zu trennen und den Weizen in seine Scheune zu bringen; die Spreu aber wird er in nie erlöschendem Feuer verbrennen.17 Του οποιου το πτυαριον ειναι εν τη χειρι αυτου και θελει διακαθαρισει το αλωνιον αυτου, και θελει συναξει τον σιτον εις την αποθηκην αυτου, το δε αχυρον θελει κατακαυσει εν πυρι ασβεστω.
18 Mit diesen und vielen anderen Worten ermahnte er das Volk in seiner Predigt.18 Και αλλα πολλα προτρεπων ευηγγελιζετο τον λαον.
19 Johannes tadelte auch den Tetrarchen Herodes wegen (der Sache mit) Herodias, der Frau seines Bruders, und wegen all der anderen Schandtaten, die er verübt hatte.19 Ο δε Ηρωδης ο τετραρχης, ελεγχομενος υπ' αυτου περι της Ηρωδιαδος, της γυναικος Φιλιππου του αδελφου αυτου, και περι παντων των κακων οσα επραξεν ο Ηρωδης,
20 Deshalb ließ Herodes Johannes ins Gefängnis werfen und lud so noch mehr Schuld auf sich.20 προσεθεσε και τουτο επι πασι και κατεκλεισε τον Ιωαννην εν τη φυλακη.
21 Zusammen mit dem ganzen Volk ließ auch Jesus sich taufen. Und während er betete, öffnete sich der Himmel,21 Αφου δε εβαπτισθη πας ο λαος, βαπτισθεντος και του Ιησου και προσευχομενου, ηνοιχθη ο ουρανος
22 und der Heilige Geist kam sichtbar in Gestalt einer Taube auf ihn herab, und eine Stimme aus dem Himmel sprach: Du bist mein geliebter Sohn, an dir habe ich Gefallen gefunden.22 και κατεβη το Πνευμα το Αγιον εν σωματικη μορφη ως περιστερα επ' αυτον, και εγεινε φωνη εκ του ουρανου, λεγουσα? Συ εισαι ο Υιος μου ο αγαπητος, εις σε ευηρεστηθην.
23 Jesus war etwa dreißig Jahre alt, als er zum ersten Mal öffentlich auftrat. Man hielt ihn für den Sohn Josefs. Die Vorfahren Josefs waren: Eli,23 Και αυτος ο Ιησους ηρχιζε να ηναι ως τριακοντα ετων, ων καθως ενομιζετο, υιος Ιωσηφ, του Ηλι,
24 Mattat, Levi, Melchi, Jannai, Josef,24 του Ματθατ, του Λευι, του Μελχι, του Ιαννα, του Ιωσηφ,
25 Mattitja, Amos, Nahum, Hesli, Naggai,25 του Ματταθιου, του Αμως, του Ναουμ, του Εσλι, του Ναγγαι,
26 Mahat, Mattitja, Schimi, Josech, Joda,26 του Μααθ, του Ματταθιου, του Σεμει, του Ιωσηφ, του Ιουδα,
27 Johanan, Resa, Serubbabel, Schealtiël, Neri,27 του Ιωαννα, του Ρησα, του Ζοροβαβελ, του Σαλαθιηλ, του Νηρι,
28 Melchi, Addi, Kosam, Elmadam, Er,28 του Μελχι, του Αδδι, του Κωσαμ, του Ελμωδαμ, του Ηρ,
29 Joschua, Eliëser, Jorim, Mattat, Levi,29 του Ιωση, του Ελιεζερ, του Ιωρειμ, του Ματθατ, του Λευι,
30 Simeon, Juda, Josef, Jonam, Eljakim,30 του Συμεων, του Ιουδα, του Ιωσηφ, του Ιωναν, του Ελιακειμ,
31 Melea, Menna, Mattata, Natan, David,31 του Μελεα, του Μαιναν, του Ματταθα, του Ναθαν, του Δαβιδ,
32 Isai, Obed, Boas, Salmon, Nachschon,32 του Ιεσσαι, του Ωβηδ, του Βοοζ, του Σαλμων, του Ναασσων,
33 Amminadab, Admin, Arni, Hezron, Perez, Juda,33 του Αμιναδαβ, του Αραμ, του Εσρωμ, του Φαρες, του Ιουδα,
34 Jakob, Isaak, Abraham, Terach, Nahor,34 του Ιακωβ, του Ισαακ, του Αβρααμ, του Θαρα, του Ναχωρ,
35 Serug, Regu, Peleg, Eber, Schelach,35 του Σερουχ, του Ραγαυ, του Φαλεκ, του Εβερ, του Σαλα,
36 Kenan, Arpachschad, Sem, Noach, Lamech,36 του Καιναν, του Αρφαξαδ, του Σημ, του Νωε, του Λαμεχ,
37 Metuschelach, Henoch, Jered, Mahalalel, Kenan,37 του Μαθουσαλα, του Ενωχ, του Ιαρεδ, του Μαλελεηλ, του Καιναν,
38 Enosch, Set, Adam; (der stammte von) Gott.38 του Ενως, του Σηθ, του Αδαμ, του Θεου.