Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Ezechiel 3


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Er sagte zu mir: Menschensohn, iss, was du vor dir hast. Iss diese Rolle! Dann geh und rede zum Haus Israel!1 Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, φαγε τουτο, το οποιον ευρισκεις? φαγε τουτον τον τομον και υπαγε να λαλησης προς τον οικον Ισραηλ.
2 Ich öffnete meinen Mund und er ließ mich die Rolle essen.2 Και ηνοιξα το στομα μου και με εψωμισε τον τομον εκεινον.
3 Er sagte zu mir: Menschensohn, gib deinem Bauch zu essen, fülle dein Inneres mit dieser Rolle, die ich dir gebe. Ich aß sie und sie wurde in meinem Mund süß wie Honig.3 Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, ας φαγη η κοιλια σου και ας εμπλησθωσι τα εντοσθια σου απο του τομου τουτου, τον οποιον εγω διδω εις σε. Και εφαγον και εγεινεν εν τω στοματι μου ως μελι υπο της γλυκυτητος.
4 Er sagte zu mir: Geh zum Haus Israel, Menschensohn, und sprich mit meinen Worten zu ihnen!4 Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, υπαγε, εισελθε εις τον οικον του Ισραηλ και λαλησον τους λογους μου προς αυτους.
5 Nicht zu einem Volk mit fremder Sprache und unverständlicher Rede wirst du gesandt, sondern zum Haus Israel,5 Διοτι δεν εξαποστελλεσαι προς λαον βαθυχειλον και βαρυγλωσσον αλλα προς τον οικον Ισραηλ?
6 auch nicht zu vielen Völkern mit fremder Sprache und unverständlicher Rede, deren Worte du nicht verstehst. Würde ich dich zu ihnen senden, sie würden auf dich hören.6 ουχι προς λαους πολλους βαθυχειλους και βαρυγλωσσους, των οποιων τους λογους δεν εννοεις. Και προς τοιουτους εαν σε εξαπεστελλον, ουτοι ηθελον σου εισακουσει.
7 Doch das Haus Israel will nicht auf dich hören, es fehlt ihnen der Wille, auf mich zu hören; denn jeder vom Haus Israel hat eine harte Stirn und ein trotziges Herz.7 Ο οικος ομως Ισραηλ δεν θελει να σου ακουση? διοτι δεν θελουσι να εισακουωσιν εμου? επειδη πας ο οικος Ισραηλ ειναι σκληρομετωπος και σκληροκαρδιος.
8 Ich aber mache dein Gesicht ebenso hart wie ihr Gesicht und deine Stirn ebenso hart wie ihre Stirn.8 Ιδου, εκαμον το προσωπον σου δυνατον εναντιον των προσωπων αυτων και το μετωπον σου, δυνατον εναντιον των μετωπων αυτων.
9 Wie Diamant und härter als Kieselstein mache ich deine Stirn. Fürchte sie nicht, erschrick nicht vor ihrem Blick; denn sie sind ein widerspenstiges Volk.9 Ως αδαμαντα σκληροτερον χαλικος εκαμον το μετωπον σου? μη φοβηθης αυτους και μη τρομαξης απο προσωπου αυτων, διοτι ειναι οικος αποστατης.
10 Er sagte zu mir: Menschensohn, nimm alle meine Worte, die ich dir sage, mit deinem Herzen auf und höre mit deinen Ohren!10 Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, παντας τους λογους μου, τους οποιους θελω λαλησει προς σε, λαβε εν τη καρδια σου και ακουσον με τα ωτα σου.
11 Geh zu den Verschleppten, zu den Söhnen deines Volkes, und ob sie hören oder nicht, sprich zu ihnen und sag zu ihnen: So spricht Gott, der Herr.11 Και υπαγε, εισελθε προς τους αιχμαλωτισθεντας, προς τους υιους του λαου σου, και λαλησον προς αυτους και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος, εαν τε ακουσωσιν, εαν τε απειθησωσι.
12 Da hob mich der Geist empor und ich hörte hinter mir ein Geräusch, ein gewaltiges Dröhnen, als sich die Herrlichkeit des Herrn von ihrem Ort erhob,12 Και με εσηκωσε το πνευμα, και ηκουσα οπισθεν μου φωνην μεγαλης συγκινησεως λεγοντων, Ευλογημενη η δοξα του Κυριου εκ του τοπου αυτου.
13 das Geräusch von den Flügeln der Lebewesen, die einander berührten, und das Geräusch der Räder neben ihnen, ein lautes, gewaltiges Dröhnen.13 Και ηκουσα τον ηχον των πτερυγων των ζωων, αιτινες συνειχοντο η μια μετα της αλλης, και τον ηχον των τροχων απεναντι τουτων και φωνην μεγαλης συγκινησεως.
14 Der Geist, der mich emporgehoben hatte, trug mich fort. Ich ging dahin, mit bitterem und grollendem Herzen, und die Hand des Herrn lag schwer auf mir.14 Και με υψωσε το πνευμα και με ελαβε και υπηγα εν πικρια και εν αγανακτησει του πνευματος μου? πλην η χειρ του Κυριου ητο κραταια επ' εμε.
15 So kam ich zu den Verschleppten, [die am Fluss Kebar wohnten,] die in Tel-Abib wohnten, und ich saß dort sieben Tage lang verstört mitten unter ihnen.15 Και ηλθον προς τους μετοικισθεντας εις Τελαβιβ, τους κατοικουντας παρα τον ποταμον Χεβαρ, και εκαθησα οπου εκεινοι εκαθηντο και παρεμεινα εκει μεταξυ αυτων επτα ημερας εκστατικος.
16 Am Ende der sieben Tage erging das Wort des Herrn an mich:16 Και μετα τας επτα ημερας εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
17 Menschensohn, ich gebe dich dem Haus Israel als Wächter. Wenn du ein Wort aus meinem Mund hörst, musst du sie vor mir warnen.17 Υιε ανθρωπου, σε κατεστησα φυλακα επι τον οικον Ισραηλ? ακουσον λοιπον λογον εκ του στοματος μου και νουθετησον αυτους παρ' εμου.
18 Wenn ich zu einem, der sich schuldig gemacht hat, sage: Du musst sterben!, und wenn du ihn nicht warnst und nicht redest, um den Schuldigen von seinem schuldhaften Weg abzubringen, damit er am Leben bleibt, dann wird der Schuldige seiner Sünde wegen sterben; von dir aber fordere ich Rechenschaft für sein Blut.18 Οταν λεγω προς τον ανομον, Εξαπαντος θελεις θανατωθη, και συ δεν νουθετησης αυτον και δεν λαλησης δια να αποτρεψης τον ανομον απο της οδου αυτου της ανομου, ωστε να σωσης την ζωην αυτου, εκεινος μεν ο ανομος θελει αποθανει εν τη ανομια αυτου? πλην εκ της χειρος σου θελω ζητησει το αιμα αυτου.
19 Wenn du aber den Schuldigen warnst und er sich von seiner Schuld und seinem schuldhaften Weg nicht abwendet, dann wird er seiner Sünde wegen sterben; du aber hast dein Leben gerettet.19 Αλλ' εαν συ μεν νουθετησης τον ανομον, αυτος ομως δεν επιστρεφη απο της ανομιας αυτου και απο της οδου αυτου της ανομου, εκεινος μεν θελει αποθανει εν τη ανομια αυτου, συ δε ηλευθερωσας την ψυχην σου.
20 Und wenn ein Gerechter sein rechtschaffenes Leben aufgibt und Unrecht tut, werde ich ihn zu Fall bringen und er wird sterben, weil du ihn nicht gewarnt hast. Seiner Sünde wegen wird er sterben und an seine gerechten Taten von einst wird man nicht mehr denken. Von dir aber fordere ich Rechenschaft für sein Blut.20 Παλιν, εαν ο δικαιος εκτραπη απο της δικαιοσυνης αυτου και πραξη ανομιαν, και εγω θεσω προσκομμα εμπροσθεν αυτου? εκεινος θελει αποθανει? επειδη δεν εδωκας εις αυτον νουθεσιαν θελει αποθανει εν τη αμαρτια αυτου, και η δικαιοσυνη αυτου, την οποιαν εκαμε, δεν θελει μνημονευθη? πλην εκ της χειρος σου θελω ζητησει το αιμα αυτου.
21 Wenn du aber den Gerechten davor warnst zu sündigen und er sündigt nicht, dann wird er am Leben bleiben, weil er gewarnt wurde, und du hast dein Leben gerettet.21 Εαν ομως συ νουθετησης τον δικαιον δια να μη αμαρτηση και αυτος δεν αμαρτηση, ο δικαιος θελει βεβαιως ζησει, διοτι ενουθετηθη? και συ ηλευθερωσας την ψυχην σου.
22 Dann legte sich die Hand des Herrn auf mich. Er sagte zu mir: Steh auf und geh hinaus in die Ebene! Ich will dort mit dir reden.22 Και εσταθη εκει η χειρ του Κυριου επ' εμε και ειπε προς εμε, Σηκωθητι, εξελθε εις την πεδιαδα και εκει θελω λαλησει προς σε.
23 Ich stand auf und ging in die Ebene hinaus. Und siehe, dort stand die Herrlichkeit des Herrn, so wie ich sie schon am Fluss Kebar gesehen hatte, und ich fiel nieder auf mein Gesicht.23 Και εσηκωθην και εξηλθον εις την πεδιαδα και ιδου, η δοξα του Κυριου ιστατο εκει, ως η δοξα την οποιαν ειδον παρα τον ποταμον Χεβαρ? και επεσον επι προσωπον μου.
24 Doch der Geist kam in mich und stellte mich wieder auf die Füße. Er redete mit mir und sagte zu mir: Geh in dein Haus und schließ dich ein!24 Και εισηλθε το πνευμα εις εμε και με εστησεν επι τους ποδας μου και ελαλησε προς εμε και μοι ειπεν, Υπαγε, κλεισθητι εντος της οικιας σου.
25 Und du, Menschensohn - sie werden dich fesseln und mit Stricken binden, sodass du nicht mehr zum Volk hinausgehen kannst.25 Διοτι, οσον περι σου, υιε ανθρωπου, ιδου, θελουσι βαλει επι σε δεσμα και θελουσι σε δεσει με αυτα και δεν θελεις εξελθει εις το μεσον αυτων.
26 Deine Zunge lasse ich dir am Gaumen kleben. Du wirst verstummen und nicht mehr ihr Mahner sein können; denn sie sind ein widerspenstiges Volk.26 Και την γλωσσαν σου θελω κολλησει προς τον λαρυγγα σου και θελεις γεινει αλαλος? και δεν θελεις εισθαι προς αυτους ανηρ ελεγχων, διοτι ειναι οικος αποστατης.
27 Wenn ich aber mit dir rede, werde ich deinen Mund öffnen. Dann sag zu ihnen: So spricht Gott, der Herr. Wer hören will, der höre, wer nicht hören will, der lasse es; denn sie sind ein widerspenstiges Volk.27 Πλην οταν λαλησω προς σε, θελω ανοιξει το στομα σου και θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? Ο ακουων ας ακουη? και ο απειθων ας απειθη? διοτι ειναι οικος αποστατης.