Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Salmos 18


font
EL LIBRO DEL PUEBLO DE DIOSGREEK BIBLE
1 Del maestro de coro. De David, el servidor del Señor, que dirigió al Señor las palabras de este canto, cuando él lo libró de todos sus enemigos y de las manos de Saúl.

1 Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ δουλου του Κυριου, οστις ελαλησε προς τον Κυριον τους λογους της ωδης ταυτης, καθ' ην ημεραν ηλευθερωσεν αυτον ο Κυριος εκ της χειρος παντων των εχθρων αυτου και εκ της χειρος του Σαουλ? και ειπε,>> Θελω σε αγαπα, Κυριε, η ισχυς μου.
2 Dijo:

Yo te amo, Señor, mi fuerza,

2 Ο Κυριος ειναι πετρα μου και φρουριον μου και ελευθερωτης μου? Θεος μου, βραχος μου? επ' αυτον θελω ελπιζει? η ασπις μου και το κερας της σωτηριας μου? υψηλος πυργος μου.
3 Señor, mi Roca, mi fortaleza y mi libertador,

mi Dios, el peñasco en que me refugio,

mi escudo, mi fuerza salvadora, mi baluarte.

3 Θελω επικαλεσθη τον αξιυμνητον Κυριον, και εκ των εχθρων μου θελω σωθη.
4 Invoqué al Señor, que es digno de alabanza

y quedé a salvo de mis enemigos.

4 Πονοι θανατου με περιεκυκλωσαν, και χειμαρροι ανομιας με κατετρομαξαν?
5 Las olas de la Muerte me envolvieron,

me aterraron los torrentes devastadores,

5 Πονοι του αδου με περιεκυκλωσαν, παγιδες θανατου με εφθασαν.
6 me cercaron los lazos del Abismo,

las redes de la Muerte llegaron hasta mí,

6 Εν τη στενοχωρια μου επεκαλεσθην τον Κυριον, και προς τον Θεον μου εβοησα. Ηκουσεν εκ του ναου αυτου της φωνης μου, και η κραυγη μου ηλθεν ενωπιον αυτου εις τα ωτα αυτου.
7 Pero en mi angustia invoqué al Señor,

grité a mi Dios pidiendo auxilio,

y él escuchó mi voz desde su Templo,

mi grito llegó hasta sus oídos.

7 Τοτε εσαλευθη και εντρομος εγεινεν η γη, και τα θεμελια των ορεων εταραχθησαν και εσαλευθησαν, διοτι ωργισθη.
8 Entonces tembló y se tambaleó la tierra;

vacilaron los fundamentos de las montañas, y

se conmovieron a causa de su furor;

8 Καπνος ανεβαινεν εκ των μυκτηρων αυτου, και πυρ κατατρωγον εκ του στοματος αυτου? ανθρακες ανηφθησαν απ' αυτου.
9 de su nariz se alzó una humareda,

de su boca, un fuego abrasador,

y arrojaba carbones encendidos.

9 Και εκλινε τους ουρανους και κατεβη, και γνοφος υπο τους ποδας αυτου.
10 El Señor inclinó el cielo, y descendió

con un espeso nubarrón bajo sus pies;

10 Και επεβη επι χερουβειμ και επετασθη? και επεταξεν επι πτερυγων ανεμων.
11 montó en el Querubín y emprendió vuelo,

planeando sobre las alas del viento.

11 Εθεσε το σκοτος αποκρυφον τοπον αυτου? η σκηνη αυτου, περιξ αυτου ησαν υδατα σκοτεινα, νεφη πυκνα των αερων.
12 Se envolvió en un manto de tinieblas;

un oscuro aguacero y espesas nubes

lo cubrían como un toldo;

12 Εκ της λαμψεως της εμπροσθεν αυτου διηλθον τα νεφη αυτου, χαλαζα και ανθρακες πυρος.
13 las nubes se deshicieron en granizo y centellas

al fulgor de su presencia.

13 Και εβροντησεν εν ουρανοις ο Κυριος, και ο Υψιστος εδωκε την φωνην αυτου? χαλαζα και ανθρακες πυρος.
14 El Señor tronaba desde el cielo,

el Altísimo hacía oír su voz;

14 Και απεστειλε τα βελη αυτου και εσκορπισεν αυτους? και αστραπας επληθυνε και συνεταραξεν αυτους.
15 arrojó sus flechas y los dispersó,

multiplicó sus rayos y sembró la confusión.

15 Και εφανησαν τα βαθη των υδατων και ανεκαλυφθησαν τα θεμελια της οικουμενης, απο της επιτιμησεως σου, Κυριε, απο του φυσηματος της πνοης των μυκτηρων σου.
16 Al proferir tus amenazas, Señor,

al soplar el vendaval de tu ira,

aparecieron los cauces del mar

y quedaron a la vista los cimientos.

16 Εξαπεστειλεν εξ υψους? ελαβε με? ειλκυσε με εξ υδατων πολλων.
17 El tendió su mano desde lo alto y me tomó,

me sacó de las aguas caudalosas;

17 Ηλευθερωσε με εκ του δυνατου εχθρου μου, και εκ των μισουντων με, διοτι ησαν δυνατωτεροι μου.
18 me libró de mi enemigo poderoso,

de adversarios más fuertes que yo.

18 Προεφθασαν με εν τη ημερα της θλιψεως μου? αλλ' ο Κυριος εσταθη το αντιστηριγμα μου?
19 Ellos me enfrentaron en un día nefasto,

pero el Señor fue mi apoyo:

19 και εξηγαγε με εις ευρυχωριαν? ηλευθερωσε με διοτι ηυδοκησεν εις εμε.
20 me sacó a un lugar espacioso,

me libró, porque me ama.

20 Αντημειψε με ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου? κατα την καθαροτητα των χειρων μου ανταπεδωκεν εις εμε.
21 El Señor me recompensó por mi justicia,

me retribuyó por la inocencia de mis manos:

21 Διοτι εφυλαξα τας οδους του Κυριου, και δεν ησεβησα εκκλινας απο του Θεου μου.
22 porque seguí fielmente los caminos del Señor,

y no me aparté de mi Dios, haciendo el mal;

22 Διοτι πασαι αι κρισεις αυτου ησαν εμπροσθεν μου, και τα διαταγματα αυτου δεν απεμακρυνα απ' εμου?
23 porque tengo presente todas sus decisiones

y nunca me alejé de sus preceptos.

23 και εσταθην αμεμπτος προς αυτον, και εφυλαχθην απο της ανομιας μου.
24 Tuve ante él una conducta irreprochable

y me esforcé por no ofenderlo.

24 Και ανταπεδωκεν εις εμε ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου, κατα την καθαροτητα των χειρων μου εμπροσθεν των οφθαλμων αυτου.
25 El Señor me premió, porque yo era justo

y mis manos eran inocentes a sus ojos.

25 Μετα οσιου οσιος θελεις εισθαι? μετα ανδρος τελειου τελειος θελεις εισθαι?
26 Tú eres bondadoso con los buenos

y eres íntegro con el hombre intachable;

26 μετα καθαρου, καθαρος θελεις εισθαι? και μετα διεστραμμενου διεστραμμενως θελεις φερθη.
27 eres sincero con los que son sinceros

y te muestras astuto con los falsos.

27 Διοτι συ θελεις σωσει λαον τεθλιμμενον? οφθαλμους δε υπερηφανων θελεις ταπεινωσει.
28 Porque tú salvas al pueblo oprimido

y humillas los ojos altaneros;

28 Διοτι συ θελεις φωτισει τον λυχνον μου? Κυριος ο Θεος μου θελει φωτισει το σκοτος μου.
29 tú eres mi lámpara, Señor;

Dios mío, tú iluminas mis tinieblas.

29 Διοτι δια σου θελω διασπασει στρατευμα, και δια του Θεου μου θελω υπερπηδησει τειχος.
30 Contigo puedo asaltar una muralla;

con mi Dios, puedo escalar cualquier muralla.

30 Του Θεου, η οδος αυτου ειναι αμωμος? ο λογος του Κυριου ειναι δεδοκιμασμενος? ειναι ασπις παντων των ελπιζοντων επ' αυτον.
31 El camino de Dios es perfecto,

la promesa del Señor es digna de confianza.

El Señor es un escudo para los que se refugian en él,

31 Διοτι τις Θεος πλην του Κυριου; και τις φρουριον πλην του Θεου ημων;
32 porque ¿quién es Dios fuera del Señor?

¿y quién es la Roca fuera de nuestro Dios?

32 Ο Θεος ειναι ο περιζωννυων με δυναμιν, και καθιστων αμωμον την οδον μου.
33 El es el Dios que me ciñe de valor

y hace intachable mi camino;

33 Καμνει τους ποδας μου ως των ελαφων και με στηνει επι τους υψηλους τοπους μου.
34 el que me da la rapidez de un ciervo

y me afianza en las alturas;

34 Διδασκει τας χειρας μου εις πολεμον, και εκαμε τοξον χαλκουν τους βραχιονας μου.
35 el que adiestra mis manos para la guerra

y mis brazos para tender el arco de bronce.

35 Και εδωκας εις εμε την ασπιδα της σωτηριας σου? και η δεξια σου με υπεστηριξε και η αγαθοτης σου με εμεγαλυνεν.
36 Me entregaste tu escudo victorioso

y tu mano derecha me sostuvo:

me engrandeciste con tu triunfo,

36 Επλατυνας τα βηματα μου υποκατω μου, και οι ποδες μου δεν εκλονισθησαν.
37 me hiciste dar largos pasos,

y no se doblaron mis tobillos.

37 Κατεδιωξα τους εχθρους μου και εφθασα αυτους? και δεν επεστρεψα εωσου συνετελεσα αυτους.
38 Perseguí y alcancé a mis enemigos,

no me volví hasta que fueron aniquilados;

38 Συνετριψα αυτους και δεν ηδυνηθησαν να ανεγερθωσιν? επεσον υπο τους ποδας μου.
39 los derroté y no pudieron rehacerse,

quedaron abatidos bajo mis pies.

39 Και περιεζωσας με δυναμιν εις πολεμον? συνεκαμψας υποκατω μου τους επανισταμενους επ' εμε.
40 Tú me ceñiste de valor para la lucha,

doblegaste ante mí a mis agresores;

40 Και εκαμες τους εχθρους μου να τρεψωσιν εις εμε τα νωτα, και εξωλοθρευσα τους μισουντας με.
41 pusiste en fuga a mis enemigos,

y yo exterminé a mis adversarios.

41 Εβοησαν, και ουδεις ο σωζων? προς τον Κυριον, και δεν εισηκουσεν αυτων.
42 Imploraron, pero nadie los salvó;

gritaban al Señor, pero no les respondía.

42 Και κατελεπτυνα αυτους ως κονιν κατα προσωπον ανεμου? απετιναξα αυτους ως τον πηλον των οδων.
43 Los deshice como polvo barrido por el viento,

los pisé como el barro de las calles.

43 Ηλευθερωσας με εκ των αντιλογιων του λαου? κατεστησας με κεφαλην εθνων? λαος, τον οποιον δεν εγνωρισα, εδουλευσεν εις εμε.
44 Tú me libraste de un ejército incontable

y me pusiste al frente de naciones:

pueblos extraños son mis vasallos.

44 Μολις ηκουσαν, και υπηκουσαν εις εμε? ξενοι υπεταχθησαν εις εμε.
45 Gente extranjera me rinde pleitesía;

apenas me oyen nombrar, me prestan obediencia.

45 Ξενοι παρελυθησαν και κατετρομαξαν εκ των αποκρυφων τοπων αυτων.
46 Los extranjeros palidecen ante mí

y, temblando, abandonan sus refugios.

46 Ζη Κυριος, και ευλογημενον το φρουριον μου? και ας υψωθη ο Θεος της σωτηριας μου?
47 ¡Viva el Señor! ¡Bendita sea mi Roca!

¡Glorificado sea el Dios de mi salvación,

47 ο Θεος ο εκδικων με και υποτασσων λαους υποκατω μου?
48 el Dios que venga mis agravios

y pone a los pueblos a mis pies!

48 οστις με ελευθερονει εκ των εχθρων μου. Ναι, με υψονεις υπερανω των επανισταμενων επ' εμε? ηλευθερωσας με απο ανδρος αδικου.
49 Tú me liberas de mis enemigos,

me haces triunfar de mis agresores

y me libras del hombre violento.

49 Δια τουτο θελω σε υμνει, Κυριε, μεταξυ των εθνων, και εις το ονομα σου θελω ψαλλει.
50 Por eso te alabaré entre las naciones

y cantaré, Señor, en honor de tu Nombre.

50 Αυτος μεγαλυνει τας σωτηριας του βασιλεως αυτου, και καμνει ελεος εις τον κεχρισμενον αυτου, εις τον Δαβιδ και εις το σπερμα αυτου εως αιωνος.
51 El concede grandes victorias a su rey

y trata con fidelidad a su Ungido,

a David y a su descendencia para siempre.