Буття 31
1234567891011121314151617181920212223242526272829303132333435363738394041424344454647484950
Буття
Вихід
Левіт
Числа
Второзаконня
Ісуса Навина
Суддів
Рути
І Самуїла
ІІ Самуїла
І Царів
ІІ Царів
І Хронік
ІІ Хронік
Езри
Неємії
Товита
Юдити
Естери
1Mac
2Mac
Йова
Псалмів
Приповідок
Проповідник
Пісня Пісень
Мудрости
Сирах
Ісая
Єремія
Плач Єремії
Лист Єремії
Єзекиїл
Даниїл
Осій
Йоіл
Амос
Авдій
Йона
Міхей
Наум
Авакум
Софонія
Аггей
Захарій
Малахія
Матей
Марко
Лука
Іван
Діяння Апостолів
Римлян
І Корінтян
ІІ Корінтян
Галатів
Ефесян
Филип’ян
Колосян
І Солунян
І Солунян
І Тимотея
ІI Тимотея
Тита
Филимона
Євреїв
Якова
І Петра
ІI Петра
І Івана
ІІ Івана
ІІІ Івана
Юди
Одкровення
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
Біблія | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Та зачув Яків слова синів Лавана, які говорили: Забрав Яків усе, що було в нашого батька, та й з того, що було в нашого батька, зробив собі все це багатство. | 1 Και ηκουσεν ο Ιακωβ τους λογους των υιων του Λαβαν, λεγοντων, Ο Ιακωβ ελαβε παντα τα υπαρχοντα του πατρος ημων, και εκ των υπαρχοντων του πατρος ημων απεκτησε πασαν την δοξαν ταυτην. |
2 І з обличчя Лаванового зауважив Яків, що він не був до нього вже таким, як раніше. | 2 Και ειδεν ο Ιακωβ το προσωπον του Λαβαν, και ιδου, δεν ητο προς αυτον ως χθες και προχθες. |
3 Тоді Господь сказав до Якова: Повертайсь на твою батьківщину, до твого роду, а я буду з тобою. | 3 Ειπε δε ο Κυριος προς τον Ιακωβ, Επιστρεψον εις την γην των πατερων σου, και εις την συγγενειαν σου, και θελω εισθαι μετα σου. |
4 Отож Яків послав покликати Лію й Рахиль на поле, де були його отари, | 4 Τοτε εστειλεν ο Ιακωβ και εκαλεσε την Ραχηλ και την Λειαν εις την πεδιαδα προς το ποιμνιον αυτου? |
5 і каже до них: Бачу я з обличчя вашого батька, що він не такий до мене, як раніше, але Бог мого батька був зо мною. | 5 και ειπε προς αυτας, Βλεπω το προσωπον του πατρος σας, οτι δεν ειναι προς εμε ως χθες και προχθες? ο Θεος ομως του πατρος μου εσταθη μετ' εμου? |
6 Ви ж самі знаєте, що я всіма своїми силами працював для вашого батька. | 6 και σεις εξευρετε οτι εν ολη τη δυναμει μου εδουλευσα τον πατερα σας? |
7 А ваш батько ошукав мене й міняв десять раз мені платню, тож Бог не дав йому скривдити мене. | 7 αλλ' ο πατηρ σας με ηπατησε και ηλλαξε τους μισθους μου δεκακις? πλην ο Θεος δεν αφηκεν αυτον να με κακοποιηση? |
8 Як скаже було так: Клапчасті будуть твоя платня, то всі вівці котилися клапчастими. А як скаже: Строкаті будуть твоя платня, то всі вівці котилися строкатими. | 8 οτε ελεγεν ουτω, τα ποικιλα θελουσιν εισθαι ο μισθος σου, τοτε απαν το ποιμνιον εγεννα ποικιλα? και οτε ελεγεν ουτω, τα παρδαλα θελουσιν εισθαι ο μισθος σου, τοτε απαν το ποιμνιον εγεννα παρδαλα. |
9 І так забрав Бог скотину від вашого батька й дав мені. | 9 Ουτως αφηρεσεν ο Θεος το ποιμνιον του πατρος σας και εδωκεν εις εμε. |
10 Раз якось, коли парувалися, підвів я свої очі й уві сні бачу: аж ось козли, які спинались на самиць, були смугнасті, клапчасті і красі. | 10 Και καθ' ον καιρον συνελαμβανε το ποιμνιον, υψωσα τους οφθαλμους μου και ειδον κατ' οναρ, και ιδου, οι τραγοι και οι κριοι, οι αναβαινοντες επι τα προβατα και τας αιγας, ησαν παρδαλοι, ποικιλοι και στικτοι. |
11 І каже до мене в сні ангел Божий: Якове! А я озвавсь: Я тут! | 11 Και μοι ειπεν ο αγγελος του Θεου κατ' οναρ, Ιακωβ? και ειπα, Ιδου, εγω. |
12 Тоді він каже: Підведи свої очі й глянь: усі козли, що спинаються на самиць, смугнасті, клапчасті й красі, бо я бачив усе, що Лаван чинить тобі. | 12 Και ειπεν, Υψωσον τωρα τους οφθαλμους σου, και ιδε παντας τους τραγους και τους κριους, τους αναβαινοντας επι τα προβατα και τας αιγας, οτι ειναι παρδαλοι, ποικιλοι και στικτοι? διοτι ειδον παντα οσα καμνει εις σε ο Λαβαν? |
13 Я — Бог Бетела, де ти помазав стовпа, де ти мені пообіцявся. Тепер же встань, вийди з цього краю. й повертайся в рідну землю. | 13 εγω ειμαι ο Θεος της Βαιθηλ, οπου εχρισας την στηλην και οπου ευχηθης ευχην προς εμε? σηκωθητι τωρα, εξελθε εκ της γης ταυτης και επιστρεψον εις την γην της συγγενειας σου. |
14 Тоді Рахиль і Лія відповіли йому, кажучи: Хіба для нас є ще якась частина в домі нашого батька? | 14 Και απεκριθησαν η Ραχηλ και η Λεια και ειπον προς αυτον, Εχομεν ημεις πλεον μεριδιον η κληρονομιαν εν τω οικω του πατρος ημων; |
15 Хіба не за чужих він нас уважає? Він же продав нас і зажер нашу ціну. | 15 δεν εθεωρηθημεν υπ' αυτου ως ξεναι; διοτι επωλησεν ημας και ακομη ολοκληρως κατεφαγε το αργυριον ημων. |
16 Все багатство, що його Бог забрав від нашого батька, воно наше й наших дітей. Тож роби тепер усе, що Бог тобі каже. | 16 Οθεν παντα τα πλουτη, τα οποια αφηρεσεν ο Θεος απο του πατρος ημων, ειναι ημων και των τεκνων ημων? τωρα λοιπον καμε οσα σοι ειπεν ο Θεος. |
17 Устав Яків, посадив синів своїх і жінок своїх на верблюдів, | 17 Τοτε σηκωθεις ο Ιακωβ, εβαλε τα παιδια αυτου και τας γυναικας αυτου επι τας καμηλους? |
18 і погнав усю свою худобу зо всім майном, що його набув, що його він придбав у Паддам-Арамі, щоб іти до Ісаака, свого батька, в Ханаан-край. | 18 και απηγαγε παντα τα κτηνη αυτου, και παντα τα αγαθα αυτου τα οποια απεκτησε, το ποιμνιον της αποκτησεως αυτου, το οποιον απεκτησεν εις Παδαν-αραμ, δια να απελθη προς Ισαακ τον πατερα αυτου εις γην Χανααν. |
19 Коли Лаван пішов був стригти своїх овець, Рахиль украла домашніх ідолів, що були в її батька. | 19 Ο δε Λαβαν ειχεν υπαγει δια να κουρευση τα προβατα αυτου και η Ραχηλ εκλεψε τα ειδωλα του πατρος αυτης. |
20 А Яків викрався потай від Лавана арамія, не давши йому знати, що відходить. | 20 Εκρυψε δε ο Ιακωβ την φυγην αυτου εις τον Λαβαν τον Συρον, μη αναγγειλας προς αυτον οτι αναχωρει? |
21 І втік він зо всім, що було в нього, вирушив і, перебрівши ріку, попрямував на Гілеад-гору. | 21 και εφυγεν αυτος μετα παντων των υπαρχοντων αυτου και εσηκωθη και διεβη τον ποταμον και διευθυνθη προς το ορος Γαλααδ. |
22 Аж на третій день переказали Лаванові, що Яків утік. | 22 Και την τριτην ημεραν ανηγγελθη προς τον Λαβαν, οτι εφυγεν ο Ιακωβ? |
23 Тож забрав Лаван братів із собою і гнався за ним сім днів дороги та й догнав його на Гілеад-горі. | 23 και παραλαβων τους αδελφους αυτου μεθ' εαυτου, κατεδιωξεν οπισω αυτου οδον επτα ημερων? και επροφθασεν αυτον εν τω ορει Γαλααδ. |
24 Але вночі вві сні прийшов Бог до Лавана арамія і промовив до нього: Уважай, щоб ти нічого не говорив до Якова! | 24 Ηλθε δε ο Θεος προς Λαβαν τον Συρον κατ' οναρ την νυκτα, και ειπε προς αυτον, Φυλαχθητι, μη λαλησης σκληρα προς τον Ιακωβ. |
25 Отож Лаван наздогнав Якова, коли він розіп’яв був свої намети на горі; то й Лаван зо своїми братами розіп’яв свої (намети) на Гілеад-горі. | 25 Επροφθασε λοιπον ο Λαβαν τον Ιακωβ? ο δε Ιακωβ ειχε στησει την σκηνην αυτου επι του ορους? ο δε Λαβαν μετα των αδελφων αυτου εσκηνωσεν επι του ορους Γαλααδ. |
26 І сказав Лаван до Якова: Що ти наробив? Викравсь від мене потайки! Погнав моїх дочок неначе бранок! | 26 Και ειπεν ο Λαβαν προς τον Ιακωβ, Τι εκαμες, και δια τι εκρυψας εις εμε την φυγην σου και απηγαγες τας θυγατερας μου ως αιχμαλωτους μαχαιρας; |
27 Чого ти втік потайки й перехитрував мене, не сказавши мені нічого, — а то й обікрав ще? Я був би випровадив тебе з радістю, зо співом, під гру цимбалів та гуслів! | 27 δια τι εφυγες κρυφιως και εκλεψας σεαυτον απ' εμου και δεν μοι εφανερωσας τουτο; διοτι εγω ηθελον σε εξαποστειλει μετ' ευφροσυνης και μετα ασματων, μετα τυμπανων και κιθαρας? |
28 Ти не дав мені й поцілувати моїх онуків та моїх дочок! Ти по-дурному вчинив. | 28 και δεν με ηξιωσας μηδε να φιλησω τους υιους μου, και τας θυγατερας μου; τωρα αφρονως επραξας τουτο? |
29 Я міг би накоїти вам лиха, та Бог батька вашого цієї ночі сказав до мене: Вважай, не говори до Якова нічого! | 29 δυνατη ειναι η χειρ μου να σας κακοποιηση? πλην ο Θεος του πατρος σας χθες την νυκτα ειπε προς εμε, λεγων, Φυλαχθητι, μη λαλησης σκληρα προς τον Ιακωβ? |
30 Та тепер нехай би ти й пішов собі, — тяжко бо затужився за домом свого батька — але навіщо ти вкрав моїх богів? | 30 τωρα λοιπον εστω, ανεχωρησας, επειδη επεθυμησας πολυ τον οικον του πατρος σου? αλλα δια τι εκλεψας τους Θεους μου; |
31 Тут Яків у відповідь сказав до Лавана: Тому, що я боявся; бо гадав собі, що ти відбереш своїх дочок від мене. | 31 Και αποκριθεις ο Ιακωβ ειπε προς τον Λαβαν, Εφυγον επειδη εφοβηθην? διοτι ειπον, Μηπως αφαιρεσης τας θυγατερας σου απ' εμου? |
32 В кого знайдеш своїх богів, тому не жити! Перед нашими родичами розглянь, що твого є в мене, і забери собі. Не знав же Яків, що то Рахиль украла їх. | 32 εις οντινα ομως ευρης τους θεους σου, ας μη ζηση? εμπροσθεν των αδελφων ημων γνωρισον τι ευρισκεται εις εμε εκ των ιδικων σου, και λαβε. Διοτι δεν ηξευρεν ο Ιακωβ οτι η Ραχηλ ειχε κλεψει αυτους. |
33 Увійшов Лаван і до намету Якова, і до намету Лії, і до намету обидвох слугинь, та й не знайшов нічого. Як же він вийшов із намету Лії, то вступив у намет Рахилі. | 33 Εισηλθε λοιπον ο Λαβαν εις την σκηνην του Ιακωβ, και εις την σκηνην της Λειας, και εις τας σκηνας των δυο θεραπαινων? αλλα δεν ευρηκεν αυτους. Τοτε εξηλθεν εκ της σκηνης της Λειας, και εισηλθεν εις την σκηνην της Ραχηλ. |
34 А Рахиль узяла домашніх ідолів та поклала їх у кульбаки верблюда й сама сіла на них. Лаван же обнишпорив увесь намет і не знайшов нічого. | 34 Η δε Ραχηλ ειχε λαβει τα ειδωλα, και βαλει αυτα εις σαμαριον καμηλου, και εκαθητο επ' αυτα. Και ερευνησας ο Λαβαν ολην την σκηνην, δεν ευρηκεν. |
35 Тоді вона сказала до свого батька: Не гнівайся, мій пане, що не можу перед тобою встати, бо жіночий випадок у мене. Шукав він пильно, та не знайшов домашніх ідолів. | 35 Η δε ειπε προς τον πατερα αυτης, Ας μη φανη βαρυ εις τον κυριον μου, διοτι δεν δυναμαι να σηκωθω εμπροσθεν σου, επειδη εχω τα γυναικεια. Και αυτος ηρευνησεν, αλλα δεν ευρηκε τα ειδωλα. |
36 Розгнівавсь Яків і стаз сваритися з Лаваном; він так заговорив до нього: Яка моя провина? Який гріх мій, що ти притьмом гнався за мною? | 36 Και ωργισθη ο Ιακωβ και επεπληξε τον Λαβαν? και αποκριθεις ο Ιακωβ ειπε προς τον Λαβαν, Τι ειναι το ανομημα μου; τι το αμαρτημα μου, οτι κατεδιωξας οπισω μου; |
37 Ти обшукав усі мої речі. Що ж знайшов ти з усіх речей твого дому? Поклади тут перед моїми і твоїми родичами, нехай вони розсудять між нами обидвома. | 37 αφου ηρευνησας παντα τα σκευη μου, τι ευρηκας εκ παντων των σκευων της οικιας σου; θες αυτο εδω εμπροσθεν των αδελφων μου και αδελφων σου, δια να κρινωσι μεταξυ των δυο ημων? |
38 Оце двадцять уже років, як я з тобою. Вівці і кози твої не скидали, і баранів із твоєї отари не їв я. | 38 εικοσι ετη ειναι τωρα, αφ' οτου ειμαι μετα σου? τα προβατα σου και αι αιγες σου δεν ητεκνωθησαν, και τους κριους του ποιμνιου σου δεν εφαγον. |
39 Роздертого звірюкою тобі я не приносив; я ніс за нього втрату; ти вимагав його з руки моєї, чи воно було вкрадене в мене вдень, чи вкрадене вночі в мене. | 39 θηριαλωτον δεν εφερα εις σε? εγω επληρωνον αυτο? απο της χειρος μου εζητεις ο, τι με εκλεπτετο την ημεραν, η ο, τι με εκλεπτετο την νυκτα? |
40 Ось що було зо мною: вдень з’їдала мене спека, а вночі холод, і сон тікав з моїх очей. | 40 την ημεραν εκαιομην υπο του καυματος και την νυκτα υπο του παγετου? και εφευγεν ο υπνος μου απο των οφθαλμων μου? |
41 Двадцять уже років я в твоїй господі: служив я тобі чотирнадцять років за дві твої дочки й шість років за овець, і ти десять разів міняв мою платню. | 41 εικοσι ετη ηδη ευρισκομαι εν τη οικια σου? δεκατεσσαρα ετη σε εδουλευσα δια τας δυο σου θυγατερας, και εξ ετη δια τα προβατα σου? και ηλλαξας τον μισθον μου δεκακις? |
42 Коли б не був зо мною Бог батька мого, Бог Авраама та острах Ісаака, ти напевно відпустив би тепер мене з порожніми руками. Та Бог бачив моє бідування і працю моїх рук і розсудив учорашньої ночі. | 42 εαν ο Θεος του πατρος μου, ο Θεος του Αβρααμ και ο φοβος του Ισαακ, δεν ητο μετ' εμου, βεβαια κενον ηθελες με εξαποστειλει τωρα? ειδεν ο Θεος την ταλαιπωριαν μου και τον κοπον των χειρων μου, και σε ηλεγξεν εχθες την νυκτα. |
43 Відповідаючи на це, Лаван сказав до Якова: Дочки — мої дочки, і діти — мої діти, і отари — мої отари, і все, що бачиш, моє воно. Але що я можу заподіяти сьогодні оцим дочкам моїм або їх дітям, що їх вони породили? | 43 Και αποκριθεις ο Λαβαν, ειπε προς τον Ιακωβ, Αι θυγατερες αυται ειναι θυγατερες μου, και οι υιοι ουτοι υιοι μου, και τα προβατα ταυτα προβατα μου, και παντα οσα βλεπεις ειναι ιδικα μου? και τι να καμω σημερον εις τας θυγατερας μου ταυτας, η εις τα τεκνα αυτων, τα οποια εγεννησαν; |
44 Ходім, отже, та зробім умову, я і ти, і нехай воно свідчить між мною і тобою. | 44 ελθε λοιπον τωρα, ας καμωμεν συνθηκην, εγω και συ? δια να ηναι εις μαρτυριον μεταξυ εμου και σου. |
45 Тоді взяв Яків камінь і поставив його, як стовп. | 45 Και ελαβεν ο Ιακωβ λιθον και εστησεν αυτον στηλην. |
46 І каже Яків до своїх родичів: Назбирайте каміння! І назбирали вони каміння та й зробили копець і гостилися там при копці. | 46 Και ειπεν ο Ιακωβ προς τους αδελφους αυτου, Συναξατε λιθους? και ελαβον λιθους, και εκαμον σωρον? και εφαγον εκει επι του σωρου. |
47 Лаван прозвав його Єгар-Сагадута, а Яків назвав його Галеад. | 47 Και ο μεν Λαβαν εκαλεσεν αυτον Ιεγαρ-σαχαδουθα? ο δε Ιακωβ εκαλεσεν αυτον Γαλεεδ. |
48 І сказав Лаван: Оцей копець нині свідком між мною й тобою; тому й названо його ім’ям Галеад, | 48 Και ειπεν ο Λαβαν, Ο σωρος ουτος ειναι σημερον μαρτυριον μεταξυ εμου και σου? δια τουτο εκαλεσθη το ονομα αυτου Γαλεεδ, |
49 а також і Міцпа, мовляв, нехай Господь вартує між мною і між тобою, як ми розійдемося один з одним. | 49 και Μισπα, διοτι ειπεν, Ας επιβλεψη ο Κυριος αναμεσον εμου και σου, οταν αποχωρισθωμεν ο εις απο του αλλου? |
50 Коли ти будеш поводитися погано з моїми дочками й коли візьмеш крім моїх дочок ще інших жінок та й того ніхто з нас не буде бачити, пам’ятай, однак, що Бог свідок між мною і тобою. | 50 εαν ταλαιπωρησης τας θυγατερας μου, η εαν λαβης αλλας γυναικας εκτος των θυγατερων μου, δεν ειναι ουδεις μεθ' ημων? βλεπε, ο Θεος ειναι μαρτυς μεταξυ εμου και σου. |
51 Далі говорив Лаван до Якова: Ось цей копець і ось цей стовп, що їх я поставив між мною і між тобою. | 51 Και ειπεν ο Λαβαν προς τον Ιακωβ, Ιδου, ο σωρος ουτος, και ιδου, η στηλη αυτη, την οποιαν εστησα μεταξυ εμου και σου? |
52 Свідок — оцей копець і свідок — стовп, що я не перейду до тебе поза цей копець, а ти не перейдеш до мене поза цей копець і цей стовп з ворожим наміром. | 52 ο σωρος ουτος ειναι μαρτυριον, και η στηλη μαρτυριον, οτι εγω δεν θελω διαβη τον σωρον τουτον προς σε, ουτε συ θελεις διαβη τον σωρον τουτον και την στηλην ταυτην, προς εμε, δια κακον? |
53 Бог Авраама й Бог Нахора, Бог батьків їхніх, судитиме між нами! І поклявсь Яків острахом батька свого Ісаака. | 53 ο Θεος του Αβρααμ και ο Θεος του Ναχωρ, ο Θεος του πατρος αυτων, ας κρινη αναμεσον ημων. Ο δε Ιακωβ ωμοσεν εις τον φοβον του πατρος αυτου Ισαακ. |
54 Потім Яків приніс на горі жертву та й запросив своїх свояків на гостину. А коли з’їли хліба, на горі заночували. | 54 Τοτε εθυσεν ο Ιακωβ θυσιαν επι του ορους και προσεκαλεσε τους αδελφους αυτου δια να φαγωσιν αρτον? και εφαγον αρτον και διενυκτερευσαν επι του ορους. |
55 Και σηκωθεις ο Λαβαν ενωρις το πρωι, εφιλησε τους υιους αυτου και τας θυγατερας αυτου, και ευλογησεν αυτους? και ανεχωρησεν ο Λαβαν και επεστρεψεν εις τον τοπον αυτου. |