SCRUTATIO

Venerdi, 28 novembre 2025 - Nostra Signora del Dolore di Kibeho (Rwanda) ( Letture di oggi)

Буття 3


font
БібліяGREEK BIBLE
1 З усіх же польових звірів, що їх сотворив Господь Бог, найхитріший був змій. Він і сказав до жінки: «Чи справді Господь Бог велів вам не їсти ні з якого дерева, що в саді?»1 Ο δε οφις ητο το φρονιμωτερον παντων των ζωων του αγρου, τα οποια εκαμε Κυριος ο Θεος? και ειπεν ο οφις προς την γυναικα, Τω οντι ειπεν ο Θεος, Μη φαγητε απο παντος δενδρου του παραδεισου;
2 Жінка відповіла змієві: «Нам дозволено їсти плоди з дерев, що в саді.2 Και ειπεν η γυνη προς τον οφιν, Απο του καρπου των δενδρων του παραδεισου δυναμεθα να φαγωμεν?
3 Тільки плід з дерева, що посеред саду, Бог наказав нам: не їжте його, ані не доторкайтесь, а то помрете».3 απο δε του καρπου του δενδρου, το οποιον ειναι εν μεσω του παραδεισου, ειπεν ο Θεος, Μη φαγητε απ' αυτου, μηδε εγγισητε αυτον, δια να μη αποθανητε.
4 І сказав змій до жінки: «Ні, напевно не помрете!»4 Και ειπεν ο οφις προς την γυναικα, Δεν θελετε βεβαιως αποθανει
5 Бо знає Бог, що коли скуштуєте його, то відкриються у вас очі, і ви станете, як Бог, що знає добро й зло.5 αλλ' εξευρει ο Θεος, οτι καθ' ην ημεραν φαγητε απ' αυτου, θελουσιν ανοιχθη οι οφθαλμοι σας, και θελετε εισθαι ως θεοι, γνωριζοντες το καλον και το κακον.
6 Тож побачила жінка, що дерево було добре для поживи й гарне для очей і приманювало, щоб усе знати; і взяла з нього плід та й скуштувала й дала чоловікові, що був з нею, і він теж скуштував.6 Και ειδεν η γυνη, οτι το δενδρον ητο καλον εις βρωσιν, και οτι ητο αρεστον εις τους οφθαλμους, και επιθυμητον το δενδρον ως διδον γνωσιν? και λαβουσα εκ του καρπου αυτου, εφαγε? και εδωκε και εις τον ανδρα αυτης μεθ' εαυτης, και αυτος εφαγε.
7 Тоді відкрилися їм обом очі, й вони пізнали, що вони нагі; тим то позшивали смоківне листя і поробили собі пояси.7 Και ηνοιχθησαν οι οφθαλμοι αμφοτερων, και εγνωρισαν οτι ησαν γυμνοι? και ραψαντες φυλλα συκης, εκαμον εις εαυτους περιζωματα.
8 Але почули вони луну від Господа Бога, що ходив собі садом під час денної прохолоди, і сховався чоловік із своєю жінкою від Господа Бога серед дерев саду.8 Και ηκουσαν την φωνην Κυριου του Θεου, περιπατουντος εν τω παραδεισω προς το δειλινον? και εκρυφθησαν ο Αδαμ και η γυνη αυτου απο προσωπου Κυριου του Θεου, μεταξυ των δενδρων του παραδεισου.
9 Тоді Господь Бог покликав чоловіка і спитав його: «Де ти?»9 Εκαλεσε δε Κυριος ο Θεος τον Αδαμ, και ειπε προς αυτον, Που εισαι;
10 Той відповів: «Я чув твою луну у саді й злякався, бо я нагий, тож і сховався».10 Ο δε ειπε, Την φωνην σου ηκουσα εν τω παραδεισω, και εφοβηθην, διοτι ειμαι γυμνος? και εκρυφθην.
11 Він же сказав: «Хто тобі сказав, що ти нагий? Чи не їв ти з дерева, що я наказав тобі не їсти?»11 Και ειπε προς αυτον ο Θεος, Τις εφανερωσεν εις σε οτι εισαι γυμνος; Μηπως εφαγες απο του δενδρου, απο του οποιου προσεταξα εις σε να μη φαγης;
12 Чоловік відповів: «Жінка, яку ти дав мені, щоб була зо мною, дала мені з дерева, і я їв».12 Και ειπεν ο Αδαμ, Η γυνη την οποιαν εδωκας να ηναι μετ' εμου, αυτη μοι εδωκεν απο του δενδρου, και εφαγον.
13 Тоді Господь Бог сказав до жінки: «Що ти це наробила?» Жінка відповіла: «Змій обманув мене, і я їла».13 Και ειπε Κυριος ο Θεος προς την γυναικα, Τι ειναι τουτο το οποιον εκαμες; Και η γυνη ειπεν, Ο οφις με ηπατησε, και εφαγον.
14 Отож Господь Бог сказав до змія: «За те, що ти вчинив це, будь проклятий з-поміж усякої скотини та з-поміж усіх диких звірів. На череві твоїм будеш повзати і їстимеш землю по всі дні життя твого.14 Και ειπε Κυριος ο Θεος προς τον οφιν, Επειδη εκαμες τουτο, επικαταρατος να ησαι μεταξυ παντων των κτηνων, και παντων των ζωων του αγρου? επι της κοιλιας σου θελεις περιπατει, και χωμα θελεις τρωγει, πασας τας ημερας της ζωης σου?
15 Я покладу ворожнечу між тобою і жінкою, і між твоїм потомством та її потомством. Воно розчавить тобі голову, а ти будеш намагатися ввіп’ястися йому в п’яту».15 και εχθραν θελω στησει αναμεσον σου και της γυναικος, και αναμεσον του σπερματος σου και του σπερματος αυτης? αυτο θελει σου συντριψει την κεφαλην, και συ θελεις κεντησει την πτερναν αυτου.
16 А жінці сказав: «Помножу вельми болі твої і твою вагітність, в болях будеш народжувати дітей. І тягти буде тебе до твого чоловіка, а він буде панувати над тобою».16 Προς δε την γυναικα ειπε, Θελω υπερπληθυνει τας λυπας σου και τους πονους της κυοφοριας σου? με λυπας θελεις γεννα τεκνα? και προς τον ανδρα σου θελει εισθαι η επιθυμια σου, και αυτος θελει σε εξουσιαζει.
17 Адамові ж сказав: «За те, що ти послухав голос твоєї жінки і їв з дерева, з якого я наказав тобі не їсти, проклята земля через тебе. В тяжкім труді живитимешся з неї по всі дні життя твого.17 Προς δε τον Αδαμ ειπεν, Επειδη υπηκουσας εις τον λογον της γυναικος σου, και εφαγες απο του δενδρου, απο του οποιου προσεταξα εις σε λεγων, Μη φαγης απ' αυτου, κατηραμενη να ηναι η γη εξ αιτιας σου? με λυπας θελεις τρωγει τους καρπους αυτης πασας τας ημερας της ζωης σου?
18 Терня й будяки буде вона тобі родити, і їстимеш польові рослини.18 και ακανθας και τριβολους θελει βλαστανει εις σε? και θελεις τρωγει τον χορτον του αγρου?
19 В поті лиця твого їстимеш хліб твій, доки не вернешся в землю, що з неї тебе взято; бо ти є порох і вернешся в порох».19 εν τω ιδρωτι του προσωπου σου θελεις τρωγει τον αρτον σου, εωσου επιστρεψης εις την γην, εκ της οποιας εληφθης? επειδη γη εισαι, και εις γην θελεις επιστρεψει.
20 Тоді Адам дав своїй жінці ім’я Єва, бо вона була мати всіх живих.20 Και εκαλεσεν ο Αδαμ το ονομα της γυναικος αυτου, Ευαν? διοτι αυτη ητο μητηρ παντων των ζωντων.
21 Та й зробив Господь Бог Адамові та його жінці одежу з шкури і одягнув їх.21 Και εκαμε Κυριος ο Θεος εις τον Αδαμ και εις την γυναικα αυτου χιτωνας δερματινους, και ενεδυσεν αυτους.
22 І сказав Господь Бог: «Оце чоловік став, як один з нас, знаючи добро і зло. Тож тепер, аби лишень він не простяг своєї руки й не взяв ще й з дерева життя, а з’ївши, не став жити повіки!»22 Και ειπε Κυριος ο Θεος, Ιδου, εγεινεν ο Αδαμ ως εις εξ ημων, εις το γινωσκειν το καλον και το κακον? και τωρα μηπως εκτεινη την χειρα αυτου, και λαβη και απο του ξυλου της ζωης, και φαγη, και ζηση αιωνιως?
23 Тому вислав його Господь Бог з Едемського саду порати землю, що з неї був він узятий.23 Οθεν Κυριος ο Θεος εξαπεστειλεν αυτον εκ του παραδεισου της Εδεμ, δια να εργαζηται την γην εκ της οποιας εληφθη.
24 І вигнав він Адама й поставив від сходу до Едемського саду херувима з полум’яним миготливим мечем, щоб стерегти дорогу до дерева життя.24 Και εξεδιωξε τον Αδαμ? και κατα ανατολας του παραδεισου της Εδεμ εθεσε τα Χερουβειμ, και την ρομφαιαν την φλογινην, την περιστρεφομενην, δια να φυλαττωσι την οδον του ξυλου της ζωης.