Salmi 18
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
LA SACRA BIBBIA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Al maestro di coro. Del servo del Signore Davide, il quale pronunciò al Signore le parole di questo canto nel giorno in cui lo liberò dalla mano dei suoi nemici e dal potere degli inferi, | 1 Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ δουλου του Κυριου, οστις ελαλησε προς τον Κυριον τους λογους της ωδης ταυτης, καθ' ην ημεραν ηλευθερωσεν αυτον ο Κυριος εκ της χειρος παντων των εχθρων αυτου και εκ της χειρος του Σαουλ? και ειπε,>> Θελω σε αγαπα, Κυριε, η ισχυς μου. |
2 dicendo: Ti esalto, o Signore, mia forza, | 2 Ο Κυριος ειναι πετρα μου και φρουριον μου και ελευθερωτης μου? Θεος μου, βραχος μου? επ' αυτον θελω ελπιζει? η ασπις μου και το κερας της σωτηριας μου? υψηλος πυργος μου. |
3 Signore, mia roccia, mia fortezza, mio scampo; mio Dio, mia rupe di rifugio; mio scudo, potenza di mia salvezza, | 3 Θελω επικαλεσθη τον αξιυμνητον Κυριον, και εκ των εχθρων μου θελω σωθη. |
4 degno di ogni lode. Ho invocato il Signore e sono salvo dai miei nemici. | 4 Πονοι θανατου με περιεκυκλωσαν, και χειμαρροι ανομιας με κατετρομαξαν? |
5 Flutti mortali mi circondarono, torrenti esiziali mi travolsero, | 5 Πονοι του αδου με περιεκυκλωσαν, παγιδες θανατου με εφθασαν. |
6 mi avvolsero vincoli infernali, mi avvinsero lacci di morte. | 6 Εν τη στενοχωρια μου επεκαλεσθην τον Κυριον, και προς τον Θεον μου εβοησα. Ηκουσεν εκ του ναου αυτου της φωνης μου, και η κραυγη μου ηλθεν ενωπιον αυτου εις τα ωτα αυτου. |
7 Nella mia angoscia invocai il Signore, al mio Dio gridai aiuto; la mia voce udì dal suo tempio, giunse il mio grido alle sue orecchie. | 7 Τοτε εσαλευθη και εντρομος εγεινεν η γη, και τα θεμελια των ορεων εταραχθησαν και εσαλευθησαν, διοτι ωργισθη. |
8 Allora vacillò la terra e sussultò; le basi dei monti tremarono, vacillarono allo scoppio della sua ira. | 8 Καπνος ανεβαινεν εκ των μυκτηρων αυτου, και πυρ κατατρωγον εκ του στοματος αυτου? ανθρακες ανηφθησαν απ' αυτου. |
9 Salì fumo dalle sue narici, fuoco divorante dalla sua bocca, carboni fiammeggianti dalla sua persona. | 9 Και εκλινε τους ουρανους και κατεβη, και γνοφος υπο τους ποδας αυτου. |
10 Allora piegò i cieli e discese, con una nube sotto i suoi piedi; | 10 Και επεβη επι χερουβειμ και επετασθη? και επεταξεν επι πτερυγων ανεμων. |
11 salì sopra un cherubino e volò, librandosi su ali spiegate. | 11 Εθεσε το σκοτος αποκρυφον τοπον αυτου? η σκηνη αυτου, περιξ αυτου ησαν υδατα σκοτεινα, νεφη πυκνα των αερων. |
12 Pose le tenebre quale velo all'intorno, fece sua tenda l'oscurità delle acque. | 12 Εκ της λαμψεως της εμπροσθεν αυτου διηλθον τα νεφη αυτου, χαλαζα και ανθρακες πυρος. |
13 Dallo splendore della sua presenza si sprigionava grandine con carboni di fuoco. | 13 Και εβροντησεν εν ουρανοις ο Κυριος, και ο Υψιστος εδωκε την φωνην αυτου? χαλαζα και ανθρακες πυρος. |
14 Il Signore tuonò dal cielo, l'Altissimo emise la sua voce; | 14 Και απεστειλε τα βελη αυτου και εσκορπισεν αυτους? και αστραπας επληθυνε και συνεταραξεν αυτους. |
15 scagliò le sue frecce e li disperse, moltiplicò i suoi lampi e li sbaragliò. | 15 Και εφανησαν τα βαθη των υδατων και ανεκαλυφθησαν τα θεμελια της οικουμενης, απο της επιτιμησεως σου, Κυριε, απο του φυσηματος της πνοης των μυκτηρων σου. |
16 E apparvero le profondità del mare, si scoprirono le fondamenta del mondo, alla tua minaccia, o Signore, al soffio dell'alito delle tue narici. | 16 Εξαπεστειλεν εξ υψους? ελαβε με? ειλκυσε με εξ υδατων πολλων. |
17 Stese la sua mano e mi prese, mi trasse fuori dalle acque profonde, | 17 Ηλευθερωσε με εκ του δυνατου εχθρου μου, και εκ των μισουντων με, διοτι ησαν δυνατωτεροι μου. |
18 mi liberò dai miei nemici benché assai più potenti, da quelli che m'odiavano benché più forti di me. | 18 Προεφθασαν με εν τη ημερα της θλιψεως μου? αλλ' ο Κυριος εσταθη το αντιστηριγμα μου? |
19 Mi affrontarono nel giorno della mia sventura, ma il Signore divenne per me un sostegno. | 19 και εξηγαγε με εις ευρυχωριαν? ηλευθερωσε με διοτι ηυδοκησεν εις εμε. |
20 Mi fece uscire al largo, mi trasse in salvo poiché mi vuol bene. | 20 Αντημειψε με ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου? κατα την καθαροτητα των χειρων μου ανταπεδωκεν εις εμε. |
21 Mi ha trattato il Signore secondo la mia giustizia, secondo la purezza delle mie mani mi ha ripagato. | 21 Διοτι εφυλαξα τας οδους του Κυριου, και δεν ησεβησα εκκλινας απο του Θεου μου. |
22 Sì, ho osservato le vie del Signore e non mi sono allontanato dal mio Dio. | 22 Διοτι πασαι αι κρισεις αυτου ησαν εμπροσθεν μου, και τα διαταγματα αυτου δεν απεμακρυνα απ' εμου? |
23 Sì, tutte le sue leggi sono dinanzi a me, i suoi decreti non ho rimosso da me. | 23 και εσταθην αμεμπτος προς αυτον, και εφυλαχθην απο της ανομιας μου. |
24 Retto sono stato con lui e mi sono custodito da ogni mia colpa. | 24 Και ανταπεδωκεν εις εμε ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου, κατα την καθαροτητα των χειρων μου εμπροσθεν των οφθαλμων αυτου. |
25 Il Signore mi ha ripagato secondo la mia giustizia, essendo pure le mie mani davanti ai suoi occhi. | 25 Μετα οσιου οσιος θελεις εισθαι? μετα ανδρος τελειου τελειος θελεις εισθαι? |
26 Con l'uomo pietoso ti fai pietoso, con l'uomo retto ti mostri retto, | 26 μετα καθαρου, καθαρος θελεις εισθαι? και μετα διεστραμμενου διεστραμμενως θελεις φερθη. |
27 con chi è puro agisci da puro, con chi è perverso ti fai guardingo. | 27 Διοτι συ θελεις σωσει λαον τεθλιμμενον? οφθαλμους δε υπερηφανων θελεις ταπεινωσει. |
28 Sì, tu un popolo umile poni in salvo e occhi superbi esponi al disprezzo. | 28 Διοτι συ θελεις φωτισει τον λυχνον μου? Κυριος ο Θεος μου θελει φωτισει το σκοτος μου. |
29 Sì, tu sei la mia lucerna, o Signore, il mio Dio che dà luce alla mia oscurità. | 29 Διοτι δια σου θελω διασπασει στρατευμα, και δια του Θεου μου θελω υπερπηδησει τειχος. |
30 Sì, con te sono pieno di forza quando vado all'assalto; con il mio Dio do la scalata a qualunque muraglia. | 30 Του Θεου, η οδος αυτου ειναι αμωμος? ο λογος του Κυριου ειναι δεδοκιμασμενος? ειναι ασπις παντων των ελπιζοντων επ' αυτον. |
31 La via di Dio è integra, la parola del Signore è sicura; uno scudo egli è per quanti si rifugiano in lui. | 31 Διοτι τις Θεος πλην του Κυριου; και τις φρουριον πλην του Θεου ημων; |
32 Poiché chi è Dio all'infuori del Signore e chi è una rupe all'infuori del nostro Dio? | 32 Ο Θεος ειναι ο περιζωννυων με δυναμιν, και καθιστων αμωμον την οδον μου. |
33 Dio mi cinse di forza e rese piana la mia via, | 33 Καμνει τους ποδας μου ως των ελαφων και με στηνει επι τους υψηλους τοπους μου. |
34 rese i miei piedi come di cerve e sopra le alture mi fa stare sicuro; | 34 Διδασκει τας χειρας μου εις πολεμον, και εκαμε τοξον χαλκουν τους βραχιονας μου. |
35 le mie mani addestrò alla guerra e le mie braccia a tirar l'arco di bronzo. | 35 Και εδωκας εις εμε την ασπιδα της σωτηριας σου? και η δεξια σου με υπεστηριξε και η αγαθοτης σου με εμεγαλυνεν. |
36 Hai dato a me il tuo scudo di salvezza; con la tua destra sei stato il mio sostegno moltiplicando su di me la tua benignità. | 36 Επλατυνας τα βηματα μου υποκατω μου, και οι ποδες μου δεν εκλονισθησαν. |
37 Hai fatto largo ai miei passi sotto di me e i miei talloni non hanno ceduto. | 37 Κατεδιωξα τους εχθρους μου και εφθασα αυτους? και δεν επεστρεψα εωσου συνετελεσα αυτους. |
38 Inseguivo i miei nemici e li raggiungevo e non mi voltavo senz'averli annientati; | 38 Συνετριψα αυτους και δεν ηδυνηθησαν να ανεγερθωσιν? επεσον υπο τους ποδας μου. |
39 li abbattevo e non potevano rialzarsi, essi cadevano sotto i miei piedi; | 39 Και περιεζωσας με δυναμιν εις πολεμον? συνεκαμψας υποκατω μου τους επανισταμενους επ' εμε. |
40 mi cingevi di forza per la battaglia, sotto di me piegavi i miei avversari; | 40 Και εκαμες τους εχθρους μου να τρεψωσιν εις εμε τα νωτα, και εξωλοθρευσα τους μισουντας με. |
41 ai miei nemici mi ponevi alle spalle, quanti mi odiavano io li sterminai. | 41 Εβοησαν, και ουδεις ο σωζων? προς τον Κυριον, και δεν εισηκουσεν αυτων. |
42 Al loro grido d'aiuto nessuno rispose, gridarono al Signore e non li esaudì; | 42 Και κατελεπτυνα αυτους ως κονιν κατα προσωπον ανεμου? απετιναξα αυτους ως τον πηλον των οδων. |
43 li disperdevo come polvere del suolo, come fango delle strade io li calpestavo. | 43 Ηλευθερωσας με εκ των αντιλογιων του λαου? κατεστησας με κεφαλην εθνων? λαος, τον οποιον δεν εγνωρισα, εδουλευσεν εις εμε. |
44 Da contese di popolo mi hai liberato, mi hai posto a capo delle nazioni. Popoli che non conoscevo sono diventati miei sudditi. | 44 Μολις ηκουσαν, και υπηκουσαν εις εμε? ξενοι υπεταχθησαν εις εμε. |
45 All'udir d'orecchio essi mi obbediscono, gli stranieri si inchinano davanti a me; | 45 Ξενοι παρελυθησαν και κατετρομαξαν εκ των αποκρυφων τοπων αυτων. |
46 cadono esausti i popoli stranieri, escono trepidanti dai loro rifugi. | 46 Ζη Κυριος, και ευλογημενον το φρουριον μου? και ας υψωθη ο Θεος της σωτηριας μου? |
47 Viva il Signore e benedetta la mia rupe, sia esaltato il Dio del mio soccorso, | 47 ο Θεος ο εκδικων με και υποτασσων λαους υποκατω μου? |
48 il Dio che mi ha dato vittoria e sotto di me ha soggiogato i popoli. | 48 οστις με ελευθερονει εκ των εχθρων μου. Ναι, με υψονεις υπερανω των επανισταμενων επ' εμε? ηλευθερωσας με απο ανδρος αδικου. |
49 Mi ha liberato da rabbiosi nemici, mi ha esaltato sui miei avversari, mi ha sottratto a uomini violenti. | 49 Δια τουτο θελω σε υμνει, Κυριε, μεταξυ των εθνων, και εις το ονομα σου θελω ψαλλει. |
50 Per questo ti lodo, o Signore, fra i popoli, voglio celebrare con canto il tuo nome. | 50 Αυτος μεγαλυνει τας σωτηριας του βασιλεως αυτου, και καμνει ελεος εις τον κεχρισμενον αυτου, εις τον Δαβιδ και εις το σπερμα αυτου εως αιωνος. |
51 Ha dato al suo re strepitose vittorie, ha usato misericordia con il suo consacrato, con Davide e la sua discendenza per sempre. |