Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Danielis 6


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Placuit Dario, et constituit super regnum satrapas centum viginti ut essent in toto regno suo.1 Αρεστον εφανη εις τον Δαρειον να καταστηση επι του βασιλειου εκατον εικοσι σατραπας, δια να ηναι εφ' ολου του βασιλειου?
2 Et super eos principes tres, ex quibus Daniel unus erat : ut satrapæ illis redderent rationem, et rex non sustineret molestiam.2 και επ' αυτους τρεις προεδρους, εις των οποιων ητο ο Δανιηλ, δια ν' αποδιδωσι λογον εις αυτους οι σατραπαι ουτοι, και ο βασιλευς να μη ζημιονηται.
3 Igitur Daniel superabat omnes principes et satrapas, quia spiritus Dei amplior erat in illo.3 Τοτε ο Δανιηλ ουτος προετιμηθη υπερ τους προεδρους και σατραπας, διοτι πνευμα εξοχον ητο εν αυτω? και ο βασιλευς εστοχασθη να καταστηση αυτον εφ' ολου του βασιλειου.
4 Porro rex cogitabat constituere eum super omne regnum : unde principes, et satrapæ quærebant occasionem ut invenirent Danieli ex latere regis : nullamque causam, et suspicionem reperire potuerunt, eo quod fidelis esset, et omnis culpa, et suspicio non inveniretur in eo.4 Οι δε προεδροι και οι σατραπαι εζητουν να ευρωσι προφασιν κατα του Δανιηλ εκ των υποθεσεων της βασιλειας? πλην δεν ηδυναντο να ευρωσιν ουδεμιαν προφασιν ουδε αμαρτημα? διοτι ητο πιστος, και δεν ευρεθη εν αυτω ουδεν σφαλμα ουδε αμαρτημα.
5 Dixerunt ergo viri illi : Non inveniemus Danieli huic aliquam occasionem, nisi forte in lege Dei sui.5 Και ειπον οι ανθρωποι ουτοι, δεν θελομεν ευρει προφασιν κατα του Δανιηλ τουτου, εκτος εαν ευρωμεν τι εναντιον αυτου εκ του νομου του Θεου αυτου.
6 Tunc principes et satrapæ surripuerunt regi, et sic locuti sunt ei : Dari rex, in æternum vive !6 Τοτε οι προεδροι και οι σατραπαι ουτοι συνηχθησαν εις τον βασιλεα και ειπον ουτω προς αυτον? Βασιλευ Δαρειε, ζηθι εις τον αιωνα.
7 consilium inierunt omnes principes regni tui, magistratus, et satrapæ, senatores, et judices, ut decretum imperatorium exeat, et edictum : ut omnis, qui petierit aliquam petitionem a quocumque deo et homine usque ad triginta dies, nisi a te, rex, mittatur in lacum leonum.7 Παντες οι προεδροι του βασιλειου, οι διοικηται και οι σατραπαι, οι αυλικοι και οι τοπαρχαι, συνεβουλευθησαν να εκδοθη βασιλικον ψηφισμα και να στηριχθη απαγορευσις, οτι οστις καμη αιτησιν τινα παρ' οποιουδηποτε θεου η ανθρωπου, εως τριακοντα ημερων, εκτος παρα σου, βασιλευ, ουτος να ριφθη εις τον λακκον των λεοντων?
8 Nunc itaque rex, confirma sententiam, et scribe decretum : ut non immutetur quod statutum est a Medis et Persis, nec prævaricari cuiquam liceat.8 τωρα λοιπον, βασιλευ, καμε την απαγορευσιν και υπογραψον το ψηφισμα, δια να μη αλλαχθη, κατα τον νομον των Μηδων και Περσων, οστις δεν ακυρουται.
9 Porro rex Darius proposuit edictum, et statuit.
9 Οθεν ο βασιλευς Δαρειος υπεγραψε την γραφην και την απαγορευσιν.
10 Quod cum Daniel comperisset, id est, constitutam legem, ingressus est domum suam : et fenestris apertis in cœnaculo suo contra Jerusalem tribus temporibus in die flectebat genua sua, et adorabat, confitebaturque coram Deo suo sicut et ante facere consueverat.10 Και ο Δανιηλ, καθως εμαθεν οτι υπεγραφη η γραφη, εισηλθεν εις τον οικον αυτου? και εχων τας θυριδας του κοιτωνος αυτου ανεωγμενας προς την Ιερουσαλημ, επιπτεν επι τα γονατα αυτου τρις της ημερας, προσευχομενος και δοξολογων ενωπιον του Θεου αυτου, καθως εκαμνε προτερον.
11 Viri ergo illi curiosius inquirentes invenerunt Danielem orantem, et obsecrantem Deum suum.11 Τοτε οι ανθρωποι εκεινοι συνηχθησαν και ευρηκαν τον Δανιηλ καμνοντα αιτησιν και ικετευοντα ενωπιον του Θεου αυτου.
12 Et accedentes locuti sunt regi super edicto : Rex, numquid non constituisti ut omnis homo qui rogaret quemquam de diis et hominibus usque ad dies triginta, nisi te, rex, mitteretur in lacum leonum ? Ad quos respondens rex, ait : Verus est sermo juxta decretum Medorum atque Persarum, quod prævaricari non licet.12 Οθεν προσελθοντες ελαλησαν εμπροσθεν του βασιλεως περι της βασιλικης απαγορευσεως λεγοντες, Δεν υπεγραψας αποφασιν, οτι πας ανθρωπος, οστις καμη αιτησιν παρ' οποιουδηποτε θεου η ανθρωπου, εως τριακοντα ημερων, εκτος παρα σου, βασιλευ, θελει ριφθη εις τον λακκον των λεοντων; Ο βασιλευς απεκριθη και ειπεν, Αληθινος ειναι ο λογος, κατα τον νομον των Μηδων και Περσων, οστις δεν ακυρουται.
13 Tunc respondentes dixerunt coram rege : Daniel de filiis captivitatis Juda, non curavit de lege tua, et de edicto quod constituisti : sed tribus temporibus per diem orat obsecratione sua.13 Τοτε απεκριθησαν και ειπον εμπροσθεν του βασιλεως, Ο Δανιηλ εκεινος, ο εκ των υιων της αιχμαλωσιας του Ιουδα, δεν σε σεβεται, βασιλευ, ουδε την αποφασιν την οποιαν υπεγραψας, αλλα καμνει την δεησιν αυτου τρις της ημερας.
14 Quod verbum cum audisset rex, satis contristatus est : et pro Daniele posuit cor ut liberaret eum, et usque ad occasum solis laborabat ut erueret illum.14 Τοτε ο βασιλευς, ως ηκουσε τους λογους, ελυπηθη πολυ επ' αυτω και εφροντιζεν εγκαρδιως περι του Δανιηλ να ελευθερωση αυτον, και ηγωνιζετο μεχρι της δυσεως του ηλιου δια να λυτρωση αυτον.
15 Viri autem illi, intelligentes regem, dixerunt ei : Scito, rex, quia lex Medorum atque Persarum est ut omne decretum, quod constituerit rex, non liceat immutari.15 Τοτε οι ανθρωποι εκεινοι συνηχθησαν εις τον βασιλεα και ειπον προς αυτον, Εξευρε, βασιλευ, οτι ο νομος των Μηδων και Περσων ειναι, ουδεμια απαγορευσις ουτε διαταγη, την οποιαν ο βασιλευς καμη, να ακυρουται.
16 Tunc rex præcepit, et adduxerunt Danielem, et miserunt eum in lacum leonum. Dixitque rex Danieli : Deus tuus, quem colis semper, ipse liberabit te.16 Τοτε ο βασιλευς προσεταξε και εφεραν τον Δανιηλ και ερριψαν αυτον εις τον λακκον των λεοντων. Ελαλησε δε ο βασιλευς και ειπε προς τον Δανιηλ, Ο Θεος σου, τον οποιον συ λατρευεις ακαταπαυστως, αυτος θελει σε ελευθερωσει.
17 Allatusque est lapis unus, et positus est super os laci : quem obsignavit rex annulo suo, et annulo optimatum suorum, ne quid fieret contra Danielem.
17 Και εφερθη εις λιθος και επετεθη επι το στομα του λακκου, και ο βασιλευς εσφραγισεν αυτον δια της ιδιας αυτου σφραγιδος και δια της σφραγιδος των μεγιστανων αυτου, δια να μη αλλοιωθη μηδεν περι του Δανιηλ.
18 Et abiit rex in domum suam, et dormivit incœnatus, cibique non sunt allati coram eo, insuper et somnus recessit ab eo.18 Τοτε ο βασιλευς υπηγεν εις το παλατιον αυτου και διενυκτερευσε νηστικος και δεν εφερθησαν εμπροσθεν αυτου οργανα μουσικα, και ο υπνος αυτου εφυγεν απ' αυτου.
19 Tunc rex primo diluculo consurgens, festinus ad lacum leonum perrexit :19 Εξηγερθη δε ο βασιλευς πολλα ενωρις το πρωι και υπηγε μετα σπουδης εις τον λακκον των λεοντων.
20 appropinquansque lacui, Danielem voce lacrimabili inclamavit, et affatus est eum : Daniel serve Dei viventis, Deus tuus, cui tu servis semper, putasne valuit te liberare a leonibus ?20 Και οτε ηλθεν εις τον λακκον, εφωνησε μετα φωνης κλαυθμηρας προς τον Δανιηλ? και ελαλησεν ο βασιλευς και ειπε προς τον Δανιηλ, Δανιηλ, δουλε του Θεου του ζωντος, ο Θεος σου, τον οποιον συ λατρευεις ακαταπαυστως, ηδυνηθη να σε ελευθερωση εκ των λεοντων;
21 Et Daniel regi respondens ait : Rex, in æternum vive !21 Τοτε ελαλησεν ο Δανιηλ προς τον βασιλεα, Βασιλευ, ζηθι εις τον αιωνα.
22 Deus meus misit angelum suum, et conclusit ora leonum, et non nocuerunt mihi : quia coram eo justitia inventa est in me : sed et coram te, rex, delictum non feci.22 Ο Θεος μου απεστειλε τον αγγελον αυτου και εφραξε τα στοματα των λεοντων και δεν με εβλαψαν, διοτι αθωοτης ευρεθη εν εμοι ενωπιον αυτου, και ετι ενωπιον σου, βασιλευ, πταισμα δεν επραξα.
23 Tunc vehementer rex gavisus est super eo, et Danielem præcepit educi de lacu : eductusque est Daniel de lacu, et nulla læsio inventa est in eo, quia credidit Deo suo.23 Τοτε ο βασιλευς μεγαλως εχαρη επ' αυτω και προσεταξε να αναβιβασωσι τον Δανιηλ εκ του λακκου. Και ανεβιβασθη ο Δανιηλ εκ του λακκου και ουδεμια βλαβη ηυρεθη εν αυτω, διοτι ειχε πιστιν εις τον Θεον αυτου.
24 Jubente autem rege, adducti sunt viri illi, qui accusaverant Danielem : et in lacum leonum missi sunt, ipsi, et filii, et uxores eorum : et non pervenerunt usque ad pavimentum laci, donec arriperent eos leones, et omnia ossa eorum comminuerunt.24 Τοτε ο βασιλευς προσεταξε και εφεραν τους ανθρωπους εκεινους, οιτινες διεβαλον τον Δανιηλ, και ερριψαν εις τον λακκον των λεοντων αυτους, τα τεκνα αυτων και τας γυναικας αυτων? και πριν φθασωσιν εις το βαθος του λακκου, οι λεοντες συνηρπασαν αυτους και κατεσυντριψαν παντα τα οστα αυτων.
25 Tunc Darius rex scripsit universis populis, tribubus, et linguis habitantibus in universa terra : Pax vobis multiplicetur.25 Τοτε εγραψε Δαρειος ο βασιλευς προς παντας τους λαους, εθνη και γλωσσας, τους κατοικουντας επι πασης της γης, Ειρηνη ας πληθυνθη εις εσας.
26 A me constitutum est decretum, ut in universo imperio et regno meo, tremiscant et paveant Deum Danielis : ipse est enim Deus vivens, et æternus in sæcula, et regnum ejus non dissipabitur, et potestas ejus usque in æternum.26 Διαταγη εξεδοθη παρ' εμου, εν ολω τω κρατει της βασιλειας μου, να τρεμωσιν οι ανθρωποι και να φοβωνται ενωπιον του Θεου του Δανιηλ? διοτι αυτος ειναι Θεος ζων και διαμενων εις τον αιωνα, και η βασιλεια αυτου δεν θελει φθαρη και η εξουσια αυτου θελει εισθαι μεχρι τελους?
27 Ipse liberator atque salvator, faciens signa et mirabilia in cælo et in terra : qui liberavit Danielem de lacu leonum.27 αυτος ο ελευθερωτης και σωτηρ και ποιων σημεια και τεραστια εν τω ουρανω και επι της γης, οστις ηλευθερωσε τον Δανιηλ εκ της δυναμεως των λεοντων.
28 Porro Daniel perseveravit usque ad regnum Darii, regnumque Cyri Persæ.28 Και ευημερησεν αυτος ο Δανιηλ εν τη βασιλεια του Δαρειου και εν τη βασιλεια Κυρου του Περσου.