Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Jeremiæ 52


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Filius viginti et unius anni erat Sedecias cum regnare cœpisset, et undecim annis regnavit in Jerusalem. Et nomen matris ejus Amital filia Jeremiæ de Lobna.1 Ενος και εικοσι ετων ηλικιας ητο ο Σεδεκιας οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσεν ενδεκα ετη εν Ιερουσαλημ? το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Αμουταλ, θυγατηρ του Ιερεμιου απο Λιβνα.
2 Et fecit malum in oculis Domini, juxta omnia quæ fecerat Joakim,2 Και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου, κατα παντα οσα επραξεν ο Ιωαχειμ.
3 quoniam furor Domini erat in Jerusalem et in Juda, usquequo projiceret eos a facie sua : et recessit Sedecias a rege Babylonis.3 Διοτι απο του θυμου του Κυριου του γενομενου κατα Ιερουσαλημ και Ιουδα, εωσου απερριψεν αυτους απο προσωπου αυτου, ο Σεδεκιας απεστατησε κατα του βασιλεως της Βαβυλωνος.
4 Factum est autem in anno nono regni ejus, in mense decimo, decima mensis, venit Nabuchodonosor rex Babylonis, ipse et omnis exercitus ejus, adversus Jerusalem : et obsederunt eam, et ædificaverunt contra eam munitiones in circuitu.4 Και εν τω ενατω ετει της βασιλειας αυτου, τον δεκατον μηνα, την δεκατην του μηνος, ηλθε Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος, αυτος και απαν το στρατευμα αυτου, επι την Ιερουσαλημ, και εστρατοπεδευσαν εναντιον αυτης και ωκοδομησαν περιτειχισμα κατ' αυτης κυκλω.
5 Et fuit civitas obsessa usque ad undecimum annum regis Sedeciæ.5 Και η πολις επολιορκειτο μεχρι του ενδεκατου ετους του βασιλεως Σεδεκιου.
6 Mense autem quarto, nona mensis, obtinuit fames civitatem, et non erant alimenta populo terræ.6 Εν τω τεταρτω μηνι, την ενατην του μηνος, η πεινα εκραταιωθη εν τη πολει και δεν υπηρχεν αρτος δια τον λαον του τοπου.
7 Et dirupta est civitas, et omnes viri bellatores ejus fugerunt, exieruntque de civitate nocte, per viam portæ quæ est inter duos muros, et ducit ad hortum regis, Chaldæis obsidentibus urbem in gyro, et abierunt per viam quæ ducit in eremum.7 Και εξεπορθηθη η πολις και παντες οι ανδρες του πολεμου εφυγον και εξηλθον εκ της πολεως την νυκτα, δια της οδου της πυλης της μεταξυ των δυο τειχων, της πλησιον του βασιλικου κηπου? οι δε Χαλδαιοι ησαν πλησιον της πολεως κυκλω, και υπηγον κατα την οδον της πεδιαδος.
8 Persecutus est autem Chadæorum exercitus regem, et apprehenderunt Sedeciam in deserto quod est juxta Jericho : et omnis comitatus ejus diffugit ab eo.8 Το δε στρατευμα των Χαλδαιων κατεδιωξεν οπισω του βασιλεως και εφθασαν τον Σεδεκιαν εις τας πεδιαδας της Ιεριχω? και απαν το στρατευμα αυτου διεσκορπισθη απο πλησιον αυτου.
9 Cumque comprehendissent regem, adduxerunt eum ad regem Babylonis in Reblatha, quæ est in terra Emath, et locutus est ad eum judicia.9 Και αυνελαβον τον βασιλεα και ανηγαγον αυτον προς τον βασιλεα της Βαβυλωνος εις Ριβλα εν τη γη Αιμαθ και επροφερε καταδικην επ' αυτον.
10 Et jugulavit rex Babylonis filios Sedeciæ in oculis ejus, sed et omnes principes Juda occidit in Reblatha.10 Και εσφαξεν ο βασιλευς της Βαβυλωνος τους υιους του Σεδεκιου εμπροσθεν των οφθαλμων αυτου? εσφαξεν οτι και παντας τους αρχοντας Ιουδα εν Ριβλα.
11 Et oculos Sedeciæ eruit, et vinxit eum compedibus, et adduxit eum rex Babylonis in Babylonem, et posuit eum in domo carceris usque ad diem mortis ejus.11 Και τους οφθαλμους του Σεδεκιου εξετυφλωσε, και εδεσεν αυτον με δυο χαλκινας αλυσεις? και εφερεν αυτον ο βασιλευς της Βαβυλωνος εις Βαβυλωνα και εβαλεν αυτον εις οικον φυλακης εως της ημερας του θανατου αυτου.
12 In mense autem quinto, decima mensis, ipse est annus nonusdecimus Nabuchodonosor regis Babylonis, venit Nabuzardan princeps militiæ, qui stabat coram rege Babylonis, in Jerusalem,12 Εν δε τω πεμπτω μηνι, τη δεκατη του μηνος, του δεκατου εννατου ετους του Ναβουχοδονοσορ βασιλεως της Βαβυλωνος ηλθεν επι Ιερουσαλημ Νεβουζαραδαν ο αρχισωματοφυλαξ, ο παρισταμενος ενωπιον του βασιλεως της Βαβυλωνος,
13 et incendit domum Domini, et domum regis, et omnes domos Jerusalem : et omnem domum magnam igni combussit :13 και κατεκαυσε τον οικον του Κυριου και τον οικον του βασιλεως, και παντας τους οικους της Ιερουσαλημ και παντα μεγαν οικον κατεκαυσεν εν πυρι.
14 et totum murum Jerusalem per circuitum destruxit cunctus exercitus Chaldæorum qui erat cum magistro militiæ.14 Και απαν το στρατευμα των Χαλδαιων, το μετα του αρχισωματοφυλακος, κατεκρημνισαν παντα τα τειχη της Ιερουσαλημ κυκλω.
15 De pauperibus autem populi, et de reliquo vulgo quod remanserat in civitate, et de perfugis qui transfugerant ad regem Babylonis, et ceteros de multitudine transtulit Nabuzardan princeps militiæ.15 Και εκ των πτωχων του λαου και το υπολοιπον του λαου το εναπολειφθεν εν τη πολει και τους φυγοντας, οιτινες προσεφυγον προς τον βασιλεα της Βαβυλωνος, και το εναπολειφθεν του πληθους, μετωκισε Νεβουζαραδαν ο αρχισωματοφυλαξ.
16 De pauperibus vero terræ reliquit Nabuzardan princeps militiæ vinitores et agricolas.16 Εκ των πτωχων ομως της γης αφηκε Νεβουζαραδαν ο αρχισωματοφυλαξ δια αμπελουργους και δια γεωργους.
17 Columnas quoque æreas quæ erant in domo Domini, et bases, et mare æneum quod erat in domo Domini, confregerunt Chaldæi, et tulerunt omne æs eorum in Babylonem,17 Και τους στυλους τους χαλκινους τους εν τω οικω του Κυριου και τας βασεις και την χαλκινην θαλασσαν την εν τω οικω του Κυριου κατεκοψαν οι Χαλδαιοι, και μετεκομισαν ολον τον χαλκον αυτων εις την Βαβυλωνα.
18 et lebetes, et creagras, et psalteria, et phialas, et mortariola, et omnia vasa ærea quæ in ministerio fuerant, tulerunt :18 Ελαβον δε και τους λεβητας και τα πτυαρια και τα λυχνοψαλιδα και τας λεκανας και τα θυμιατηρια και παντα τα σκευη τα χαλκινα, δια των οποιων εκαμνον την υπηρεσιαν.
19 et hydrias, et thymiamateria, et urceos, et pelves, et candelabra, et mortaria, et cyathos, quotquot aurea, aurea, et quotquot argentea, argentea, tulit magister militiæ :19 Ελαβε προσετι ο αρχισωματοφυλαξ και τους κρατηρας και τα πυροδοχεια, και τας λεκανας και τους λεβητας και τας λυχνιας και τα θυμιατηρια και τας φιαλας, οσα ησαν χρυσα και οσα αργυρα?
20 et columnas duas, et mare unum, et vitulos duodecim æreos qui erant sub basibus quas fecerat rex Salomon in domo Domini. Non erat pondus æris omnium horum vasorum.20 τους δυο στυλους, την μιαν θαλασσαν και τους δωδεκα χαλκινους μοσχους τους αντι βασεων, τα οποια εκαμεν ο βασιλευς Σολομων δια τον οικον του Κυριου? ο χαλκος παντων τουτων των σκευων ητο αζυγιστος.
21 De columnis autem decem et octo cubiti altitudinis erant in columna una, et funiculus duodecim cubitorum circuibat eam : porro grossitudo ejus quatuor digitorum, et intrinsecus cava erat.21 Περι δε των στυλων, το υψος του ενος στυλου ητο δεκαοκτω πηχων, και ζωνη πηχων δωδεκα περιεκυκλονεν αυτον, και το παχος αυτου δακτυλων τεσσαρων? ητο κενος.
22 Et capitella super utramque ærea : altitudo capitelli unius quinque cubitorum, et retiacula et malogranata super coronam in circuitu, omnia ærea : similiter columnæ secundæ, et malogranata.22 Και το κιονοκρανον το επ' αυτου χαλκινον? το δε υψος του ενος κιονοκρανου πεντε πηχων και το δικτυωτον και τα ροδια επι του κιονοκρανου κυκλω, τα παντα χαλκινα? τα αυτα ειχε και ο δευτερος στυλος μετα των ροδιων.
23 Et fuerunt malogranata nonaginta sex dependentia : et omnia malogranata centum, retiaculis circumdabantur.23 Και ησαν ενενηκοντα εξ ροδια κρεμαμενα? παντα τα ροδια τα επι του δικτυωτου ησαν εκατον κυκλω.
24 Et tulit magister militiæ Saraiam sacerdotem primum, et Sophoniam sacerdotem secundum, et tres custodes vestibuli :24 Και ελαβεν ο αρχισωματοφυλαξ Σεραιαν τον πρωτον ιερεα και Σοφονιαν τον δευτερον ιερεα και τους τρεις θυρωρους?
25 et de civitate tulit eunuchum unum, qui erat præpositus super viros bellatores : et septem viros de his qui videbant faciem regis, qui inventi sunt in civitate : et scribam principem militum, qui probabat tyrones : et sexaginta viros de populo terræ, qui inventi sunt in medio civitatis.25 και εκ της πολεως ελαβεν ενα ευνουχον, οστις ητο επιστατης επι των ανδρων των πολεμιστων, και επτα ανδρας εκ των παρισταμενων εμπροσθεν του βασιλεως, τους ευρεθεντας εν τη πολει, και τον γραμματεα τον αρχοντα των στρατευματων, οστις εκαμνε την στρατολογιαν του λαου της γης, και εξηκοντα ανδρας εκ του λαου της γης, τους ευρεθεντας εν μεσω της πολεως.
26 Tulit autem eos Nabuzardan magister militiæ, et duxit eos ad regem Babylonis in Reblatha :26 Και λαβων αυτους Νεβουζαραδαν ο αρχισωματοφυλαξ εφερεν αυτους προς τον βασιλεα της Βαβυλωνος εις Ριβλα.
27 et percussit eos rex Babylonis, et interfecit eos in Reblatha in terra Emath : et translatus est Juda de terra sua.27 Και επαταξεν αυτους ο βασιλευς της Βαβυλωνος και εθανατωσεν αυτους εν Ριβλα, εν τη γη Αιμαθ. Ουτω μετωκισθη ο Ιουδας απο της γης αυτου.
28 Iste est populus quem transtulit Nabuchodonosor : in anno septimo, Judæos tria millia et viginti tres :28 Ουτος ειναι ο λαος, τον οποιον μετωκισεν ο Ναβουχοδονοσορ, εν τω εβδομω ετει, τρεις χιλιαδας και εικοσιτρεις Ιουδαιους?
29 in anno octavodecimo Nabuchodonosor, de Jerusalem animas octingentas triginta duas :29 εν τω δεκατω ογδοω ετει του Ναβουχοδονοσορ μετωκισεν αυτος απο Ιερουσαλημ οκτακοσιας τριακοντα δυο ψυχας?
30 in anno vigesimo tertio Nabuchodonosor, transtulit Nabuzardan magister militiæ animas Judæorum septingentas quadraginta quinque. Omnes ergo animæ, quatuor millia sexcentæ.30 εν τω εικοστω τριτω ετει του Ναβουχοδονοσορ μετωκισε Νεβουζαραδαν ο αρχισωματοφυλαξ εκ των Ιουδαιων επτακοσιας τεσσαρακοντα πεντε ψυχας? πασαι αι ψυχαι τεσσαρες χιλιαδες και εξακοσιαι.
31 Et factum est in trigesimo septimo anno transmigrationis Joachin regis Juda, duodecimo mense, vigesima quinta mensis, elevavit Evilmerodach rex Babylonis, ipso anno regni sui, caput Joachin regis Juda, et eduxit eum de domo carceris.31 Εν δε τω τριακοστω εβδομω ετει της μετοικεσιας του Ιωακειμ βασιλεως του Ιουδα, τον δωδεκατον μηνα, την εικοστην πεμπτην του μηνος, Ευειλ-μερωδαχ ο βασιλευς της Βαβυλωνος, κατα το ετος καθ' ο εβασιλευσεν, ανυψωσε την κεφαλην του Ιωακειμ βασιλεως του Ιουδα και εξηγαγεν αυτον εκ του οικου της φυλακης,
32 Et locutus est cum eo bona, et posuit thronum ejus super thronos regum qui erant post se in Babylone.32 και ελαλησεν ευμενως μετ' αυτου και εθεσε τον θρονον αυτου επανωθεν του θρονου των βασιλεων των μετ' αυτου εν Βαβυλωνι.
33 Et mutavit vestimenta carceris ejus, et comedebat panem coram eo semper cunctis diebus vitæ suæ.33 Και ηλλαξε τα ιματια της φυλακης αυτου? και ετρωγεν αρτον παντοτε μετ' αυτου πασας τας ημερας της ζωης αυτου.
34 Et cibaria ejus, cibaria perpetua dabantur ei a rege Babylonis, statuta per singulos dies, usque ad diem mortis suæ, cunctis diebus vitæ ejus.34 Και το σιτηρεσιον αυτου ητο παντοτεινον σιτηρεσιον διδομενον εις αυτον παρα του βασιλεως της Βαβυλωνος, ημερησιος χορηγια μεχρι της ημερας του θανατου αυτου, πασας τας ημερας της ζωης αυτου.