Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Jeremiæ 49


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Ad filios Ammon. Hæc dicit Dominus :
Numquid non filii sunt Israël,
aut hæres non est ei ?
cur igitur hæreditate possedit Melchom Gad,
et populus ejus in urbibus ejus habitavit ?
1 Περι των υιων Αμμων. Ουτω λεγει Κυριος? Μηπως δεν εχει υιους ο Ισραηλ; δεν εχει κληρονομον; δια τι ο Μαλχομ εκληρονομησε την Γαδ και ο λαος αυτου κατοικει εν ταις πολεσιν εκεινου;
2 Ideo ecce dies veniunt, dicit Dominus,
et auditum faciam super Rabbath filiorum Ammon fremitum prælii,
et erit in tumultum dissipata,
filiæque ejus igni succendentur,
et possidebit Israël possessores suos, ait Dominus.
2 Δια τουτο, ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω καμει να ακουσθη εν Ραββα των υιων Αμμων θορυβος πολεμου? και θελει εισθαι σωρος ερειπιων και αι κωμαι αυτης θελουσι κατακαυθη εν πυρι? τοτε ο Ισραηλ θελει κληρονομησει τους κληρονομησαντας αυτον, λεγει Κυριος.
3 Ulula, Hesebon, quoniam vastata est Hai ;
clamate, filiæ Rabbath :
accingite vos ciliciis,
plangite et circuite per sepes,
quoniam Melchom in transmigrationem ducetur,
sacerdotes ejus et principes ejus simul.
3 Ολολυξον, Εσεβων, διοτι η Γαι ελεηλατηθη? βοησατε, αι κωμαι της Ραββα, περιζωσθητε σακκους? θρηνησατε και περιδραμετε δια των φραγμων? διοτι ο Μαλχομ θελει υπαγει εις αιχμαλωσιαν, οι ιερεις αυτου και οι αρχοντες αυτου ομου.
4 Quid gloriaris in vallibus ?
defluxit vallis tua, filia delicata,
quæ confidebas in thesauris tuis,
et dicebas : Quis veniet ad me ?
4 Δια τι καυχασαι εις τας κοιλαδας; η κοιλας σου διερρευσε, θυγατηρ αποστατρια, ητις ηλπιζες επι τους θησαυρους σου, λεγουσα, Τις θελει ελθει εναντιον μου;
5 Ecce ego inducam super te terrorem,
ait Dominus Deus exercituum,
ab omnibus qui sunt in circuitu tuo :
et dispergemini singuli a conspectu vestro,
nec erit qui congreget fugientes.
5 Ιδου, εγω φερω φοβον επι σε, λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων, απο παντων των περιοικων σου? και θελετε διασκορπισθη εκαστος κατα προσωπον αυτου? και δεν θελει υπαρχει ο συναξων τον πλανωμενον.
6 Et post hæc reverti faciam
captivos filiorum Ammon, ait Dominus.
6 Και μετα ταυτα θελω επιστρεψει την αιχμαλωσιαν των υιων Αμμων, λεγει Κυριος.
7 Ad Idumæam. Hæc dicit Dominus exercituum :
Numquid non ultra est sapientia in Theman ?
periit consilium a filiis ;
inutilis facta est sapientia eorum.
7 Περι του Εδωμ. Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων? δεν ειναι πλεον σοφια εν Θαιμαν; εχαθη η βουλη απο των συνετων; εφυγεν η σοφια αυτων;
8 Fugite, et terga vertite ;
descendite in voraginem, habitatores Dedan :
quoniam perditionem Esau adduxi super eum,
tempus visitationis ejus.
8 Φυγετε, στραφητε, καμετε τοπους βαθεις δια κατοικιαν, κατοικοι της Δαιδαν? διοτι θελω φερει επ' αυτον τον ολεθρον του Ησαυ, τον καιρον της επισκεψεως αυτου.
9 Si vindemiatores venissent super te,
non reliquissent racemum :
si fures in nocte rapuissent quod sufficeret sibi.
9 Εαν ηρχοντο προς σε τρυγηται, δεν ηθελον αφησει επιφυλλιδας; εαν κλεπται δια νυκτος, ηθελον αρπασει το αρκουν εις αυτους.
10 Ego vero discooperui Esau :
revelavi abscondita ejus,
et celari non poterit :
vastatum est semen ejus,
et fratres ejus, et vicini ejus, et non erit.
10 Αλλ' εγω εγυμνωσα τον Ησαυ, ανεκαλυψα τους κρυψωνας αυτου, και δεν θελει δυνηθη να κρυφθη? ελεηλατηθη το σπερμα αυτου και οι αδελφοι αυτου και οι γειτονες αυτου, και αυτος δεν υπαρχει.
11 Relinque pupillos tuos : ego faciam eos vivere :
et viduæ tuæ in me sperabunt.
11 Αφες τα ορφανα σου? εγω θελω ζωογονησει αυτα? και αι χηραι σου ας ελπιζωσιν επ' εμε.
12 Quia hæc dicit Dominus :
Ecce quibus non erat judicium ut biberent calicem,
bibentes bibent :
et tu, quasi innocens relinqueris ?
non eris innocens, sed bibens bibes.
12 Διοτι ουτω λεγει Κυριος? Ιδου, εκεινοι εις τους οποιους δεν προσηκε να πιωσιν απο του ποτηριου, τωοντι επιον? και συ θελεις μεινει ολως ατιμωρητος; δεν θελεις μεινει ατιμωρητος αλλ' εξαπαντος θελεις πιει.
13 Quia per memetipsum juravi, dicit Dominus,
quod in solitudinem, et in opprobrium,
et in desertum, et in maledictionem erit Bosra,
et omnes civitates ejus erunt in solitudines sempiternas.
13 Διοτι ωμοσα εις εμαυτον, λεγει Κυριος, οτι η Βοσορρα θελει εισθαι εις θαμβος, εις ονειδος, εις ερημωσιν και εις καταραν? και πασαι αι πολεις αυτης θελουσιν εισθαι ερημοι εις τον αιωνα.
14 Auditum audivi a Domino,
et legatus ad gentes missus est :
Congregamini, et venite contra eam,
et consurgamus in prælium.
14 Ηκουσα αγγελιαν παρα Κυριου και μηνυτης απεσταλη προς τα εθνη, λεγων, Συναχθητε και ελθετε εναντιον αυτης και σηκωθητε εις πολεμον.
15 Ecce enim parvulum dedi te in gentibus,
contemptibilem inter homines.
15 Διοτι ιδου, θελω σε καμει μικρον μεταξυ των εθνων, ευκαταφρονητον μεταξυ των ανθρωπων.
16 Arrogantia tua decepit te,
et superbia cordis tui,
qui habitas in cavernis petræ,
et apprehendere niteris altitudinem collis :
cum exaltaveris quasi aquila nidum tuum,
inde detraham te, dicit Dominus.
16 Η τρομεροτης σου σε ηπατησε και η υπερηφανια της καρδιας σου, συ ο κατοικων εν τοις κοιλωμασι των κρημνων, ο κατεχων το υψος των βουνων? και αν υψωσης την φωλεαν σου ως ο αετος, και εκειθεν θελω σε καταβιβασει, λεγει Κυριος.
17 Et erit Idumæa deserta :
omnis qui transibit per eam stupebit,
et sibilabit super omnes plagas ejus.
17 Και ο Εδωμ θελει εισθαι εις θαμβος? πας ο διαβαινων δι' αυτου θελει εκθαμβηθη και θελει συριξει επι πασαις ταις πληγαις αυτου.
18 Sicut subversa est Sodoma et Gomorrha,
et vicinæ ejus, ait Dominus :
non habitabit ibi vir,
et non incolet eam filius hominis.
18 Καθως κατεστραφησαν τα Σοδομα και τα Γομορρα και τα πλησιοχωρα αυτων, λεγει Κυριος, ουτως ανθρωπος δεν θελει κατοικησει εκει ουδε υιος ανθρωπου θελει παροικησει εκει.
19 Ecce quasi leo ascendet
de superbia Jordanis ad pulchritudinem robustam,
quia subito currere faciam eum ad illam.
Et quis erit electus, quem præponam ei ?
quis enim similis mei ?
et quis sustinebit me ?
et quis est iste pastor, qui resistat vultui meo ?
19 Ιδου, θελει αναβη ως λεων απο του φρυαγματος του Ιορδανου εναντιον της κατοικιας του δυνατου? αλλ' εγω ταχεως θελω εκδιωξει τουτον απ' αυτης? και οστις ειναι ο εκλεκτος μου, τουτον θελω καταστησει επ' αυτην? διοτι τις ομοιος μου; και τις θελει αντισταθη εις εμε; και τις ο ποιμην εκεινος, οστις θελει σταθη κατα προσωπον μου;
20 Propterea audite consilium Domini quod iniit de Edom,
et cogitationes ejus quas cogitavit de habitatoribus Theman :
si non dejecerint eos parvuli gregis,
nisi dissipaverint cum eis habitaculum eorum.
20 Δια τουτο ακουσατε την βουλην του Κυριου, την οποιαν εβουλευθη κατα του Εδωμ, και τους λογισμους αυτου, τους οποιους ελογισθη κατα των κατοικων της Θαιμαν? Εξαπαντος και τα ελαχιστα του ποιμνιου θελουσι κατασυρει αυτους? εξαπαντος η κατοικια αυτων θελει ερημωθη μετ' αυτων.
21 A voce ruinæ eorum commota est terra ;
clamor in mari Rubro auditus est vocis ejus.
21 Απο του ηχου της αλωσεως αυτων εσεισθη η γη? ο ηχος της φωνης αυτης ηκουσθη εν τη Ερυθρα θαλασση.
22 Ecce quasi aquila ascendet,
et avolabit, et expandet alas suas super Bosran :
et erit cor fortium Idumææ in die illa
quasi cor mulieris parturientis.
22 Ιδου, θελει αναβη και πεταξει ως αετος, και θελει απλωσει τας πτερυγας αυτου επι Βοσορραν? και εν τη ημερα εκεινη η καρδια των ισχυρων του Εδωμ θελει εισθαι ως καρδια γυναικος κοιλοπονουσης.
23 Ad Damascum. Confusa est Emath et Arphad,
quia auditum pessimum audierunt :
turbati sunt in mari ;
præ sollicitudine quiescere non potuit.
23 Περι της Δαμασκου. Κατησχυνθη η Αιμαθ και η Αρφαδ? διοτι ηκουσαν κακην αγγελιαν? ανελυθησαν? ταραχη ειναι εν τη θαλασση? δεν δυναται να ησυχαση.
24 Dissoluta est Damascus,
versa est in fugam :
tremor apprehendit eam,
angustia et dolores tenuerunt eam quasi parturientem.
24 Η Δαμασκος παρελυθη, εστραφη εις φυγην, και τρομος κατελαβεν αυτην? αγωνια και πονοι εκυριευσαν αυτην ως τικτουσης.
25 Quomodo dereliquerunt civitatem laudabilem,
urbem lætitiæ ?
25 Πως δεν εναπελειφθη η πολις η ευκλεης, η πολις της ευφροσυνης μου.
26 Ideo cadent juvenes ejus in plateis ejus,
et omnes viri prælii conticescent in die illa,
ait Dominus exercituum.
26 Δια τουτο οι νεοι αυτης θελουσι πεσει εν ταις πλατειαις αυτης, και παντες οι ανδρες οι πολεμισται θελουσιν απολεσθη κατ' εκεινην την ημεραν, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.
27 Et succendam ignem in muro Damasci,
et devorabit mœnia Benadad.
27 Και θελω αναψει πυρ εν τω τειχει της Δαμασκου και θελει καταφαγει τα παλατια του Βεν-αδαδ.
28 Ad Cedar, et ad regna Asor, quæ percussit Nabuchodonosor rex Babylonis. Hæc dicit Dominus :
Surgite, et ascendite ad Cedar,
et vastate filios orientis.
28 Περι της Κηδαρ, και περι των βασιλειων της Ασωρ, τα οποια επαταξε Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος. Ουτω λεγει Κυριος? Σηκωθητε, αναβητε προς την Κηδαρ και λεηλατησατε τους υιους της ανατολης.
29 Tabernacula eorum, et greges eorum capient :
pelles eorum, et omnia vasa eorum,
et camelos eorum tollent sibi,
et vocabunt super eos formidinem in circuitu.
29 Θελουσι κυριευσει τας σκηνας αυτων και τα ποιμνια αυτων? θελουσι λαβει εις εαυτους τα παραπετασματα αυτων και πασαν την αποσκευην αυτων και τας καμηλους αυτων? και θελουσι βοησει προς αυτους, Τρομος πανταχοθεν.
30 Fugite, abite vehementer, in voraginibus sedete,
qui habitatis Asor, ait Dominus :
iniit enim contra vos Nabuchodonosor rex Babylonis consilium,
et cogitavit adversum vos cogitationes.
30 Φυγετε, υπαγετε μακραν, καμετε τοπους βαθεις δια κατοικιαν, κατοικοι της Ασωρ, λεγει Κυριος? διοτι Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος εβουλευθη βουλην εναντιον σας και ελογισθη λογισμους εναντιον σας.
31 Consurgite, et ascendite ad gentem quietam,
et habitantem confidenter, ait Dominus :
non ostia, nec vectes eis : soli habitant.
31 Σηκωθητε, αναβητε εις το ησυχον εθνος το κατοικουν εν ασφαλεια, λεγει Κυριος? οιτινες δεν εχουσι πυλας ουδε μοχλους αλλα κατοικουσι μονοι?
32 Et erunt cameli eorum in direptionem,
et multitudo jumentorum in prædam :
et dispergam eos in omnem ventum,
qui sunt attonsi in comam,
et ex omni confinio eorum adducam interitum super eos, ait Dominus.
32 και αι καμηλοι αυτων θελουσιν εισθαι λεηλασια και το πληθος των κτηνων αυτων λαφυρον? και θελω διασκορπισει αυτους εις παντας τους ανεμους, προς τους κατοικουντας εν τοις απωτατοις μερεσι? και θελω επιφερει τον ολεθρον αυτων εκ παντων των περατων αυτων, λεγει Κυριος.
33 Et erit Asor in habitaculum draconum,
deserta usque in æternum :
non manebit ibi vir,
nec incolet eam filius hominis.
33 Και η Ασωρ θελει εισθαι κατοικια θωων, ερημος εις τον αιωνα? δεν θελει κατοικει εκει ανθρωπος και δεν θελει παροικει εν αυτη υιος ανθρωπου.
34 Quod facum est verbum Domini ad Jeremiam prophetam adversus Ælam, in principio regni Sedeciæ regis Juda, dicens :34 Ο λογος του Κυριου, ο γενομενος προς Ιερεμιαν τον προφητην, κατα της Ελαμ εν τη αρχη της βασιλειας του Σεδεκιου βασιλεως του Ιουδα, λεγων,
35 Hæc dicit Dominus exercituum :
Ecce ego confringam arcum Ælam,
et summam fortitudinem eorum :
35 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων? Ιδου, θελω συντριψει το τοξον της Ελαμ, την αρχην της δυναμεως αυτων.
36 et inducam super Ælam quatuor ventos a quatuor plagis cæli,
et ventilabo eos in omnes ventos istos,
et non erit gens ad quam non perveniant profugi Ælam.
36 Και θελω φερει επι την Ελαμ τους τεσσαρας ανεμους εκ των τεσσαρων ακρων του ουρανου, και θελω διασκορπισει αυτους εις παντας τουτους τους ανεμους? και δεν θελει εισθαι εθνος, οπου οι δεδιωγμενοι της Ελαμ δεν θελουσιν ελθει.
37 Et pavere faciam Ælam coram inimicis suis,
et in conspectu quærentium animam eorum :
et adducam super eos malum,
iram furoris mei, dicit Dominus,
et mittam post eos gladium donec consumam eos.
37 Διοτι θελω κατατρομαξει την Ελαμ εμπροσθεν των εχθρων αυτων και εμπροσθεν των ζητουντων την ψυχην αυτων? και θελω επιφερει κακον επ' αυτους, τον θυμον της οργης μου, λεγει Κυριος? και θελω αποστειλει την μαχαιραν οπισω αυτων, εωσου αναλωσω αυτους.
38 Et ponam solium meum in Ælam,
et perdam inde reges et principes, ait Dominus.
38 Και θελω στησει τον θρονον μου εν Ελαμ, και θελω εξολοθρευσει εκειθεν βασιλεα και μεγιστανας, λεγει Κυριος.
39 In novissimis autem diebus
reverti faciam captivos Ælam, dicit Dominus.
39 Πλην εν ταις εσχαταις ημεραις θελω επιστρεψει την αιχμαλωσιαν της Ελαμ, λεγει Κυριος.