Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Jeremiæ 30


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Hoc verbum quod factum est ad Jeremiam a Domino, dicens :1 Ο λογος ο γενομενος προς τον Ιερεμιαν παρα Κυριου, λεγων,
2 Hæc dicit Dominus Deus Israël, dicens : Scribe tibi omnia verba quæ locutus sum ad te, in libro.2 Ουτως ειπε Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, λεγων, Γραψον εις σεαυτον εν βιβλιω παντας τους λογους, τους οποιους ελαλησα προς σε?
3 Ecce enim dies veniunt, dicit Dominus, et convertam conversionem populi mei Israël et Juda, ait Dominus : et convertam eos ad terram quam dedi patribus eorum, et possidebunt eam.3 διοτι, ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω επιστρεψει την αιχμαλωσιαν του λαου μου Ισραηλ και Ιουδα, λεγει Κυριος? και θελω επιστρεψει αυτους εις την γην, την οποιαν εδωκα εις τους πατερας αυτων, και θελουσι κυριευσει αυτην.
4 Et hæc verba quæ locutus est Dominus ad Israël et ad Judam :4 Και ουτοι ειναι οι λογοι, τους οποιους ελαλησε Κυριος περι του Ισραηλ και περι του Ιουδα.
5 Quoniam hæc dicit Dominus :
Vocem terroris audivimus :
formido, et non est pax.
5 Διοτι ουτω λεγει Κυριος? Ηκουσαμεν φωνην τρομεραν, φοβον και ουχι ειρηνην.
6 Interrogate, et videte si generat masculus :
quare ergo vidi omnis viri manum
super lumbum suum, quasi parturientis,
et conversæ sunt universæ facies in auruginem ?
6 Ερωτησατε τωρα και ιδετε, εαν αρσεν τικτη? δια τι βλεπω εκαστον ανδρα με τας χειρας αυτου επι την οσφυν αυτου, ως τικτουσαν, και παντα τα προσωπα εστραφησαν εις ωχριασιν;
7 Væ ! quia magna dies illa,
nec est similis ejus :
tempusque tribulationis est Jacob,
et ex ipso salvabitur.
7 Ουαι? διοτι μεγαλη ειναι η ημερα εκεινη? ομοια αυτης δεν υπηρξε και ειναι καιρος της στενοχωριας του Ιακωβ? πλην θελει σωθη εξ αυτης.
8 Et erit in die illa, ait Dominus exercituum :
conteram jugum ejus de collo tuo,
et vincula ejus dirumpam,
et non dominabuntur ei amplius alieni :
8 Και εν τη ημερα εκεινη, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, θελω συντριψει τον ζυγον αυτου απο του τραχηλου σου και θελω διασπασει τα δεσμα σου και ξενοι δεν θελουσι πλεον καταδουλωσει αυτον?
9 sed servient Domino Deo suo,
et David regi suo,
quem suscitabo eis.
9 αλλα θελουσι δουλευει Κυριον τον Θεον αυτων και Δαβιδ τον βασιλεα αυτων, τον οποιον θελω αναστησει εις αυτους.
10 Tu ergo ne timeas, serve meus Jacob, ait Dominus,
neque paveas, Israël :
quia ecce ego salvabo te de terra longinqua,
et semen tuum de terra captivitatis eorum :
et revertetur Jacob, et quiescet,
et cunctis affluet bonis, et non erit quem formidet :
10 Συ δε μη φοβου, δουλε μου Ιακωβ, λεγει Κυριος? μηδε δειλιασης, Ισραηλ? διοτι, ιδου, θελω σε σωσει απο του μακρυνου τοπου και το σπερμα σου απο της γης της αιχμαλωσιας αυτων? και ο Ιακωβ θελει επιστρεψει και θελει ησυχασει και αναπαυθη και δεν θελει υπαρχει ο εκφοβων.
11 quoniam tecum ego sum, ait Dominus, ut salvem te.
Faciam enim consummationem in cunctis gentibus
in quibus dispersi te :
te autem non faciam in consummationem :
sed castigabo te in judicio,
ut non videaris tibi innoxius.
11 Διοτι εγω ειμαι μετα σου, λεγει Κυριος, δια να σε σωσω? και αν καμω συντελειαν παντων των εθνων οπου σε διεσκορπισα, εις σε ομως δεν θελω καμει συντελειαν, αλλα θελω σε παιδευσει εν κρισει και δεν θελω ολως σε αθωωσει.
12 Quia hæc dicit Dominus :
Insanabilis fractura tua ;
pessima plaga tua :
12 Διοτι ουτω λεγει Κυριος? Το συντριμμα σου ειναι ανιατον, η πληγη σου αλγεινη.
13 non est qui judicet judicium tuum ad alligandum :
curationum utilitas non est tibi.
13 δεν υπαρχει ο κρινων την κρισιν σου, ωστε να ανορθωθης? δεν υπαρχουσι δια σε φαρμακα θεραπευτικα.
14 Omnes amatores tui obliti sunt tui,
teque non quærent :
plaga enim inimici percussi te castigatione crudeli :
propter multitudinem iniquitatis tuæ dura facta sunt peccata tua.
14 Παντες οι αγαπητοι σου σε ελησμονησαν? δεν σε ζητουσι? διοτι σε επληγωσα εν πληγη εχθρου, εν τιμωρια σκληρα, εξ αιτιας του πληθους των ανομιων σου? αι αμαρτιαι σου επληθυνθησαν.
15 Quid clamas super contritione tua ?
insanabilis est dolor tuus :
propter multitudinem iniquitatis tuæ,
et propter dura peccata tua,
feci hæc tibi.
15 Τι βοας δια το συντριμμα σου; ο πονος σου ειναι ανιατος εξ αιτιας του πληθους των ανομιων σου? αι αμαρτιαι σου επληθυνθησαν? δια τουτο εκαμον ταυτα εις σε.
16 Propterea omnes qui comedunt te devorabuntur,
et universi hostes tui in captivitatem ducentur :
et qui te vastant vastabuntur,
cunctosque prædatores tuos dabo in prædam.
16 Δια τουτο παντες οι κατατρωγοντες σε θελουσι καταφαγωθη? και παντες οι εναντιοι σου, παντες ομου θελουσιν υπαγει εις αιχμαλωσιαν? και οι λαφυραγωγουντες σε θελουσι γεινει λαφυρον και παντας τους διαρπαζοντας σε θελω δωσει εις διαρπαγην.
17 Obducam enim cicatricem tibi,
et a vulneribus tuis sanabo te, dicit Dominus.
Quia ejectam vocaverunt te, Sion :
hæc est, quæ non habebat requirentem.
17 Διοτι θελω αποκαταστησει την υγιειαν εις σε και θελω σε ιατρευσει απο των πληγων σου, λεγει Κυριος? διοτι αυτοι σε ωνομασαν Απερριμμενην, λεγοντες, Αυτη ειναι η Σιων? δεν υπαρχει ο ζητων αυτην.
18 Hæc dicit Dominus :
Ecce ego convertam conversionem tabernaculorum Jacob,
et tectis ejus miserebor :
et ædificabitur civitas in excelso suo,
et templum juxta ordinem suum fundabitur :
18 Ουτω λεγει Κυριος. Ιδου, εγω θελω επιστρεψει απο της αιχμαλωσιας τας σκηνας του Ιακωβ και θελω οικτειρει τας κατοικιας αυτου? και η πολις θελει οικοδομηθη επι των ερειπιων αυτης, και ο ναος θελει αποκατασταθη κατα την διαταξιν αυτου.
19 et egredietur de eis laus,
voxque ludentium.
Et multiplicabo eos, et non minuentur :
et glorificabo eos, et non attenuabuntur.
19 Και εξ αυτων θελει εξερχεσθαι ευχαριστια και φωνη αγαλλομενων? και θελω πολλαπλασιασει αυτους και δεν θελουσιν ολιγοστευσει? και θελω δοξασει αυτους και δεν θελουσι σμικρυνθη.
20 Et erunt filii ejus sicut a principio,
et cœtus ejus coram me permanebit,
et visitabo adversum omnes qui tribulant eum.
20 Και τα τεκνα αυτων θελουσιν εισθαι ως το προτερον, και η συναγωγη αυτων θελει στερεωθη ενωπιον μου, και θελω τιμωρησει παντας τους καταθλιβοντας αυτους.
21 Et erit dux ejus ex eo,
et princeps de medio ejus producetur :
et applicabo eum, et accedet ad me.
Quis enim iste est qui applicet cor suum
ut appropinquet mihi ? ait Dominus :
21 Και ο αρχων αυτων θελει εισθαι εξ αυτων και ο εξουσιαστης αυτων θελει εξερχεσθαι εκ μεσου αυτων? και θελω καμει αυτον να πλησιαζη και θελει πλησιαζει εις εμε? διοτι τις ειναι ουτος, οστις εγγυαται την καρδιαν αυτου δια να πλησιαζη προς εμε; λεγει Κυριος.
22 et eritis mihi in populum, et ego ero vobis in Deum.
22 Και θελετε εισθαι λαος μου και εγω θελω εισθαι Θεος υμων.
23 Ecce turbo Domini, furor egrediens, procella ruens :
in capite impiorum conquiescet.
23 Ιδου, ανεμοστροβιλος παρα Κυριου εξηλθε με ορμην, ανεμοστροβιλος αφανιζων? θελει εξορμησει επι την κεφαλην των ασεβων.
24 Non avertet iram indignationis Dominus,
donec faciat et compleat cogitationem cordis sui :
in novissimo dierum intelligetis ea.
24 Ο φλογερος θυμος του Κυριου δεν θελει επιστρεψει, εωσου εκτελεση και εωσου εκπληρωση τας βουλας της καρδιας αυτου? εν ταις εσχαταις ημεραις θελετε νοησει τουτο.