Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Jeremiæ 23


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Væ pastoribus qui disperdunt et dilacerant
gregem pascuæ meæ ! dicit Dominus.
1 Ουαι εις τους ποιμενας τους φθειροντας και διασκορπιζοντας τα προβατα της βοσκης μου, λεγει Κυριος.
2 Ideo hæc dicit Dominus Deus Israël
ad pastores qui pascunt populum meum :
Vos dispersistis gregem meum,
et ejecistis eos, et non visitastis eos :
ecce ego visitabo super vos
malitiam studiorum vestrorum, ait Dominus.
2 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος, ο Θεος του Ισραηλ, κατα των ποιμενων, οιτινες ποιμαινουσι τον λαον μου. Σεις διεσκορπισατε τα προβατα μου και απεδιωξατε αυτα και δεν επεσκεφθητε αυτα? ιδου, εγω θελω επισκεφθη εφ' υμας την κακιαν των εργων υμων, λεγει Κυριος.
3 Et ego congregabo reliquias gregis mei
de omnibus terris ad quas ejecero eos illuc :
et convertam eos ad rura sua,
et crescent et multiplicabuntur.
3 Και εγω θελω συναξει το υπολοιπον των προβατων μου εκ παντων των τοπων, οπου εδιωξα αυτα, και θελω επιστρεψει αυτα παλιν εις τας βοσκας αυτων, και θελουσι καρποφορησει και πληθυνθη?
4 Et suscitabo super eos pastores, et pascent eos :
non formidabunt ultra, et non pavebunt,
et nullus quæretur ex numero, dicit Dominus.
4 και θελω καταστησει ποιμενας επ' αυτα και θελουσι ποιμαινει αυτα? και δεν θελουσι φοβηθη πλεον ουδε τρομαξει ουδε εκλειψει, λεγει Κυριος.
5 Ecce dies veniunt, dicit Dominus,
et suscitabo David germen justum :
et regnabit rex, et sapiens erit,
et faciet judicium et justitiam in terra.
5 Ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω ανεγειρει εις τον Δαβιδ βλαστον δικαιον, και βασιλευς θελει βασιλευσει και ευημερησει και εκτελεσει κρισιν και δικαιοσυνην επι της γης.
6 In diebus illis salvabitur Juda,
et Israël habitabit confidenter :
et hoc est nomen quod vocabunt eum :
Dominus justus noster.
6 Εν ταις ημεραις αυτου ο Ιουδας θελει σωθη και ο Ισραηλ θελει κατοικησει εν ασφαλεια? και τουτο ειναι το ονομα αυτου, με το οποιον θελει ονομασθη, Ο Κυριος η δικαιοσυνη ημων.
7 Propter hoc ecce dies veniunt, dicit Dominus,
et non dicent ultra : Vivit Dominus,
qui eduxit filios Israël de terra Ægypti,
7 Δια τουτο, ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και δεν θελουσιν ειπει πλεον, Ζη ο Κυριος, οστις ανηγαγε τους υιους Ισραηλ εκ γης Αιγυπτου?
8 sed : Vivit Dominus,
qui eduxit et adduxit semen domus Israël de terra aquilonis,
et de cunctis terris ad quas ejeceram eos illuc,
et habitabunt in terra sua.
8 αλλα, Ζη ο Κυριος, οστις ανηγαγε και οστις εφερε το σπερμα του οικου Ισραηλ εκ της γης του βορρα και εκ παντων των τοπων, οπου ειχα διωξει αυτους? και θελουσι κατοικησει εν τη γη αυτων.
9 Ad prophetas : Contritum est cor meum in medio mei ;
contremuerunt omnia ossa mea :
factus sum quasi vir ebrius,
et quasi homo madidus a vino,
a facie Domini,
et a facie verborum sanctorum ejus.
9 Ενεκεν των προφητων η καρδια μου συντριβεται εντος μου? σαλευονται παντα τα οστα μου? ειμαι ως ανθρωπος μεθυων και ως ανθρωπος συνεχομενος υπο οινου, εξ αιτιας του Κυριου και εξ αιτιας των λογων της αγιοτητος αυτου.
10 Quia adulteris repleta est terra,
quia a facie maledictionis luxit terra,
arefacta sunt arva deserti :
factus est cursus eorum malus,
et fortitudo eorum dissimilis.
10 Διοτι η γη ειναι πληρης μοιχων? διοτι εξ αιτιας του ορκου πενθει η γη? εξηρανθησαν αι βοσκαι της ερημου και η οδος αυτων εγεινε πονηρα και η δυναμις αυτων αδικος.
11 Propheta namque et sacerdos polluti sunt,
et in domo mea inveni malum eorum, ait Dominus.
11 Διοτι και ο προφητης και ο ιερευς εμολυνθησαν? ναι, εν τω οικω μου ευρηκα τας ασεβειας αυτων, λεγει Κυριος.
12 Idcirco via eorum erit quasi lubricum in tenebris :
impellentur enim, et corruent in ea :
afferam enim super eos mala,
annum visitationis eorum, ait Dominus.
12 Δια τουτο η οδος αυτων θελει εισθαι εις αυτους ως ολισθημα εν τω σκοτει? θελουσιν ωθηθη και πεσει εν αυτη? διοτι θελω φερει κακον επ' αυτους εν τω ενιαυτω της επισκεψεως αυτων, λεγει Κυριος.
13 Et in prophetis Samariæ vidi fatuitatem :
prophetabant in Baal,
et decipiebant populum meum Israël.
13 Ειδον μεν αφροσυνην εν τοις προφηταις της Σαμαρειας. προεφητευσαν δια του Βααλ και επλανων τον λαον μου τον Ισραηλ.
14 Et in prophetis Jerusalem vidi similitudinem adulterantium,
et iter mendacii :
et confortaverunt manus pessimorum,
ut non converteretur unusquisque a malitia sua :
facti sunt mihi omnes ut Sodoma,
et habitatores ejus quasi Gomorrha.
14 αλλ' εν τοις προφηταις της Ιερουσαλημ ειδον φρικην? μοιχευουσι και περιπατουσιν εν ψευδει και ενισχυουσι τας χειρας των κακουργων, ωστε ουδεις επιστρεφει απο της κακιας αυτου? παντες ουτοι ειναι εις εμε ως Σοδομα και οι κατοικοι αυτης ως Γομορρα.
15 Propterea hæc dicit Dominus exercituum ad prophetas :
Ecce ego cibabo eos absinthio,
et potabo eos felle :
a prophetis enim Jerusalem egressa est pollutio
super omnem terram.
15 Δια τουτο ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων κατα των προφητων? Ιδου, εγω θελω ψωμισει αυτους αψινθιον και θελω ποτισει αυτους υδωρ χολης? διοτι εκ των προφητων της Ιερουσαλημ εξηλθεν ο μολυσμος εις απαντα τον τοπον.
16 Hæc dicit Dominus exercituum :
Nolite audire verba prophetarum
qui prophetant vobis, et decipiunt vos :
visionem cordis sui loquuntur,
non de ore Domini.
16 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων? Μη ακουετε τους λογους των προφητων των προφητευοντων εις εσας? ουτοι σας καμνουσι ματαιους? λαλουσιν ορασεις απο της καρδιας αυτων, ουχι απο στοματος Κυριου.
17 Dicunt his qui blasphemant me :
Locutus est Dominus : Pax erit vobis :
et omni qui ambulat in pravitate cordis sui dixerunt :
Non veniet super vos malum.
17 Λεγουσι παντοτε προς τους καταφρονουντας με, Ο Κυριος ειπεν, Ειρηνη θελει εισθαι εις εσας? και λεγουσι προς παντα περιπατουντα κατα τας ορεξεις της καρδιας αυτου, Δεν θελει ελθει κακον εφ' υμας?
18 Quis enim affuit in consilio Domini,
et vidit, et audivit sermonem ejus ?
quis consideravit verbum illius, et audivit ?
18 διοτι τις παρεσταθη εν τη βουλη του Κυριου και ειδε και ηκουσε τον λογον αυτου; τις επροσεξεν εις τον λογον αυτου και ηκουσεν;
19 Ecce turbo Dominicæ indignationis egredietur,
et tempestas erumpens super caput impiorum veniet.
19 Ιδου, ανεμοστροβιλος παρα Κυριου εξηλθε με ορμην, και ανεμοστροβιλος ορμητικος θελει εξορμησει επι την κεφαλην των ασεβων.
20 Non revertetur furor Domini,
usque dum faciat et usque dum compleat cogitationem cordis sui :
in novissimis diebus intelligetis consilium ejus.
20 Ο θυμος του Κυριου δεν θελει αποστρεψει εωσου εκτελεση και εωσου καμη τους στοχασμους της καρδιας αυτου? εν ταις εσχαταις ημεραις θελετε νοησει τουτο εντελως.
21 Non mittebam prophetas,
et ipsi currebant :
non loquebar ad eos,
et ipsi prophetabant.
21 Δεν απεστειλα τους προφητας τουτους και αυτοι ετρεξαν? δεν ελαλησα προς αυτους και αυτοι προεφητευσαν?
22 Si stetissent in consilio meo,
et nota fecissent verba mea populo meo,
avertissem utique eos a via sua mala,
et a cogitationibus suis pessimis.
22 αλλ' εαν ηθελον παρασταθη εν τη βουλη μου, τοτε ηθελον καμει τον λαον μου να ακουση τους λογους μου, και ηθελον αποστρεψει αυτους απο της πονηρας οδου αυτων και απο της κακιας των εργων αυτων.
23 Putasne Deus e vicino ego sum, dicit Dominus,
et non Deus de longe ?
23 Θεος εγγυθεν ειμαι εγω, λεγει Κυριος, και ουχι Θεος μακροθεν;
24 Si occultabitur vir in absconditis,
et ego non videbo eum ? dicit Dominus.
Numquid non cælum et terram ego impleo ? dicit Dominus.
24 Δυναται τις να κρυφθη εν κρυφιοις τοποις και εγω να μη ιδω αυτον; λεγει Κυριος. Δεν πληρω εγω τον ουρανον και την γην; λεγει Κυριος.
25 Audivi quæ dixerunt prophetæ
prophetantes in nomine meo mendacium,
atque dicentes : Somniavi, somniavi.
25 Ηκουσα τι λεγουσιν οι προφηται, οι προφητευοντες εν τω ονοματι μου ψευδος, λεγοντες, Ειδον ενυπνιον, ειδον ενυπνιον.
26 Usquequo istud est in corde prophetarum vaticinantium mendacium,
et prophetantium seductiones cordis sui ?
26 Εως ποτε θελει εισθαι τουτο εν τη καρδια των προφητων των προφητευοντων ψευδος; ναι, προφητευουσι τας απατας της καρδιας αυτων?
27 Qui volunt facere ut obliviscatur populus meus nominis mei,
propter somnia eorum quæ narrat unusquisque ad proximum suum,
sicut obliti sunt patres eorum nominis mei propter Baal ?
27 οιτινες στοχαζονται να καμωσι τον λαον μου να λησμονηση το ονομα μου, δια των ενυπνιων αυτων τα οποια διηγουνται εκαστος προς τον πλησιον αυτου, καθως ελησμονησαν οι πατερες αυτων το ονομα μου δια τον Βααλ.
28 Propheta qui habet somnium,
narret somnium :
et qui habet sermonem meum,
loquatur sermonem meum vere.
Quid paleis ad triticum ? dicit Dominus.
28 Ο προφητης εις τον οποιον ειναι ενυπνιον, ας διηγηθη το ενυπνιον? και εκεινος, εις τον οποιον ειναι ο λογος μου, ας λαληση τον λογον μου εν αληθεια. Τι ειναι το αχυρον προς τον σιτον; λεγει Κυριος.
29 Numquid non verba mea sunt quasi ignis, dicit Dominus,
et quasi malleus conterens petram ?
29 Δεν ειναι ο λογος μου ως πυρ; λεγει ο Κυριος? και ως σφυρα κατασυντριβουσα τον βραχον;
30 Propterea ecce ego ad prophetas, ait Dominus,
qui furantur verba mea unusquisque a proximo suo.
30 Δια τουτο, ιδου, εγω ειμαι εναντιον των προφητων, λεγει Κυριος, οιτινες κλεπτουσι τους λογους μου, εκαστος απο του πλησιον αυτου.
31 Ecce ego ad prophetas, ait Dominus,
qui assumunt linguas suas, et aiunt : Dicit Dominus.
31 Ιδου, εγω ειμαι εναντιον των προφητων, λεγει Κυριος, οιτινες κινουσι τας γλωσσας αυτων και λεγουσιν, Αυτος λεγει.
32 Ecce ego ad prophetas somniantes mendacium, ait Dominus,
qui narraverunt ea, et seduxerunt populum meum
in mendacio suo et in miraculis suis,
cum ego non misissem eos, nec mandassem eis :
qui nihil profuerunt populo huic, dicit Dominus.
32 Ιδου, εγω ειμαι εναντιον των προφητευοντων ενυπνια ψευδη, λεγει Κυριος, οιτινες διηγουνται αυτα και πλανωσι τον λαον μου με τα ψευδη αυτων και με την αφροσυνην αυτων? ενω εγω δεν απεστειλα αυτους ουδε προσεταξα αυτους? δια τουτο ουδολως θελουσιν ωφελησει τον λαον τουτον, λεγει Κυριος.
33 Si igitur interrogaverit te populus iste,
vel propheta, aut sacerdos, dicens :
Quod est onus Domini ?
dices ad eos : Vos estis onus :
projiciam quippe vos, dicit Dominus.
33 Και εαν ο λαος ουτος η ο προφητης η ο ιερευς σε ερωτησωσι, λεγοντες, Τι ειναι το φορτιον του Κυριου; τοτε θελεις ειπει προς αυτους, Τι το φορτιον; θελω βεβαιως σας εγκαταλειψει, λεγει Κυριος.
34 Et propheta, et sacerdos, et populus
qui dicit : Onus Domini :
visitabo super virum illum et super domum ejus.
34 Τον δε προφητην και τον ιερεα και τον λαον, οστις ειπη, Το φορτιον του Κυριου, εγω βεβαιως θελω παιδευσει τον ανθρωπον εκεινον και τον οικον αυτου.
35 Hæc dicetis unusquisque ad proximum,
et ad fratrem suum :
Quid respondit Dominus ?
et quid locutus est Dominus ?
35 Ουτω θελετε ειπει, εκαστος προς τον πλησιον αυτου και εκαστος προς τον αδελφον αυτου? Τι απεκριθη ο Κυριος; και, Τι ελαλησεν ο Κυριος;
36 Et onus Domini ultra non memorabitur :
quia onus erit unicuique sermo suus,
et pervertistis verba Dei viventis,
Domini exercituum, Dei nostri.
36 Και φορτιον Κυριου δεν θελετε αναφερει πλεον? επειδη το φορτιον θελει εισθαι εις εκαστον ο λογος αυτου? διοτι διεστρεψατε τους λογους του Θεου του ζωντος, του Κυριου των δυναμεων, του Θεου ημων.
37 Hæc dices ad prophetam :
Quid respondit tibi Dominus ?
et quid locutus est Dominus ?
37 Ουτω θελεις ειπει προς τον προφητην? Τι σοι απεκριθη ο Κυριος; και, Τι ελαλησεν ο Κυριος;
38 Si autem onus Domini dixeritis,
propter hoc hæc dicit Dominus :
Quia dixistis sermonem istum : Onus Domini,
et misi ad vos dicens : Nolite dicere : Onus Domini :
38 Αλλ' επειδη λεγετε, Το φορτιον του Κυριου, δια τουτο ουτω λεγει Κυριος? Επειδη λεγετε τον λογον τουτον, Το φορτιον του Κυριου, εγω δε απεστειλα προς εσας, λεγων, δεν θελετε λεγει, Το φορτιον του Κυριου?
39 propterea ecce ego tollam vos portans,
et derelinquam vos,
et civitatem quam dedi vobis et patribus vestris,
a facie mea :
39 δια τουτο, Ιδου, εγω θελω σας λησμονησει παντελως και θελω απορριψει υμας και την πολιν την οποιαν εδωκα εις υμας και εις τους πατερας υμων, απο προσωπου μου?
40 et dabo vos in opprobrium sempiternum,
et in ignominiam æternam,
quæ numquam oblivione delebitur.
40 και θελω φερει εφ' υμας ονειδος αιωνιον, και καταισχυνην αιωνιον, ητις δεν θελει λησμονηθη.