Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Jeremiæ 17


font
VULGATALXX
1 Peccatum Juda scriptum est stylo ferreo
in ungue adamantino,
exaratum super latitudinem cordis eorum,
et in cornibus ararum eorum.
1 -
2 Cum recordati fuerint filii eorum ararum suarum,
et lucorum suorum,
lignorumque frondentium,
in montibus excelsis,
2 -
3 sacrificantes in agro :
fortitudinem tuam, et omnes thesauros tuos in direptionem dabo ;
excelsa tua propter peccata in universis finibus tuis.
3 -
4 Et relinqueris sola ab hæreditate tua, quam dedi tibi,
et servire te faciam inimicis tuis in terra quam ignoras :
quoniam ignem succendisti in furore meo :
usque in æternum ardebit.
4 -
5 Hæc dicit Dominus :
Maledictus homo qui confidit in homine,
et ponit carnem brachium suum,
et a Domino recedit cor ejus.
5 επικαταρατος ο ανθρωπος ος την ελπιδα εχει επ' ανθρωπον και στηρισει σαρκα βραχιονος αυτου επ' αυτον και απο κυριου αποστη η καρδια αυτου
6 Erit enim quasi myricæ in deserto,
et non videbit cum venerit bonum :
sed habitabit in siccitate in deserto,
in terra salsuginis et inhabitabili.
6 και εσται ως η αγριομυρικη η εν τη ερημω ουκ οψεται οταν ελθη τα αγαθα και κατασκηνωσει εν αλιμοις και εν ερημω εν γη αλμυρα ητις ου κατοικειται
7 Benedictus vir qui confidit in Domino,
et erit Dominus fiducia ejus.
7 και ευλογημενος ο ανθρωπος ος πεποιθεν επι τω κυριω και εσται κυριος ελπις αυτου
8 Et erit quasi lignum quod transplantatur super aquas,
quod ad humorem mittit radices suas,
et non timebit cum venerit æstus :
et erit folium ejus viride,
et in tempore siccitatis non erit sollicitum,
nec aliquando desinet facere fructum.
8 και εσται ως ξυλον ευθηνουν παρ' υδατα και επι ικμαδα βαλει ριζας αυτου και ου φοβηθησεται οταν ελθη καυμα και εσται επ' αυτω στελεχη αλσωδη εν ενιαυτω αβροχιας ου φοβηθησεται και ου διαλειψει ποιων καρπον
9 Pravum est cor omnium, et inscrutabile :
quis cognoscet illud ?
9 βαθεια η καρδια παρα παντα και ανθρωπος εστιν και τις γνωσεται αυτον
10 Ego Dominus scrutans cor,
et probans renes :
qui do unicuique juxta viam suam,
et juxta fructum adinventionum suarum.
10 εγω κυριος εταζων καρδιας και δοκιμαζων νεφρους του δουναι εκαστω κατα τας οδους αυτου και κατα τους καρπους των επιτηδευματων αυτου
11 Perdix fovit quæ non peperit :
fecit divitias, et non in judicio :
in dimidio dierum suorum derelinquet eas,
et in novissimo suo erit insipiens.
11 εφωνησεν περδιξ συνηγαγεν α ουκ ετεκεν ποιων πλουτον αυτου ου μετα κρισεως εν ημισει ημερων αυτου εγκαταλειψουσιν αυτον και επ' εσχατων αυτου εσται αφρων
12 Solium gloriæ altitudinis a principio,
locus sanctificationis nostræ.
12 θρονος δοξης υψωμενος αγιασμα ημων
13 Exspectatio Israël, Domine,
omnes qui te derelinquunt confundentur :
recedentes a te, in terra scribentur,
quoniam dereliquerunt venam aquarum viventium Dominum.
13 υπομονη ισραηλ κυριε παντες οι καταλιποντες σε καταισχυνθητωσαν αφεστηκοτες επι της γης γραφητωσαν οτι εγκατελιπον πηγην ζωης τον κυριον
14 Sana me, Domine, et sanabor :
salvum me fac, et salvus ero :
quoniam laus mea tu es.
14 ιασαι με κυριε και ιαθησομαι σωσον με και σωθησομαι οτι καυχημα μου συ ει
15 Ecce ipsi dicunt ad me :
Ubi est verbum Domini ? veniat :
15 ιδου αυτοι λεγουσι προς με που εστιν ο λογος κυριου ελθατω
16 et ego non sum turbatus, te pastorem sequens :
et diem hominis non desideravi, tu scis :
quod egressum est de labiis meis, rectum in conspectu tuo fuit.
16 εγω δε ουκ εκοπιασα κατακολουθων οπισω σου και ημεραν ανθρωπου ουκ επεθυμησα συ επιστη τα εκπορευομενα δια των χειλεων μου προ προσωπου σου εστιν
17 Non sis tu mihi formidini :
spes mea tu in die afflictionis.
17 μη γενηθης μοι εις αλλοτριωσιν φειδομενος μου εν ημερα πονηρα
18 Confundantur qui me persequuntur,
et non confundar ego :
paveant illi,
et non paveam ego :
induc super eos diem afflictionis,
et duplici contritione contere eos.
18 καταισχυνθητωσαν οι διωκοντες με και μη καταισχυνθειην εγω πτοηθειησαν αυτοι και μη πτοηθειην εγω επαγαγε επ' αυτους ημεραν πονηραν δισσον συντριμμα συντριψον αυτους
19 Hæc dicit Dominus ad me : Vade, et sta in porta filiorum populi, per quam ingrediuntur reges Juda, et egrediuntur, et in cunctis portis Jerusalem :19 ταδε λεγει κυριος βαδισον και στηθι εν πυλαις υιων λαου σου εν αις εισπορευονται εν αυταις βασιλεις ιουδα και εν αις εκπορευονται εν αυταις και εν πασαις ταις πυλαις ιερουσαλημ
20 et dices ad eos : Audite verbum Domini,
reges Juda, et omnis Juda,
cunctique habitatores Jerusalem,
qui ingredimini per portas istas.
20 και ερεις προς αυτους ακουσατε λογον κυριου βασιλεις ιουδα και πασα ιουδαια και πασα ιερουσαλημ οι εισπορευομενοι εν ταις πυλαις ταυταις
21 Hæc dicit Dominus :
Custodite animas vestras,
et nolite portare pondera in die sabbati,
nec inferatis per portas Jerusalem :
21 ταδε λεγει κυριος φυλασσεσθε τας ψυχας υμων και μη αιρετε βασταγματα εν τη ημερα των σαββατων και μη εκπορευεσθε ταις πυλαις ιερουσαλημ
22 et nolite ejicere onera de domibus vestris in die sabbati,
et omne opus non facietis :
sanctificate diem sabbati,
sicut præcepi patribus vestris.
22 και μη εκφερετε βασταγματα εξ οικιων υμων εν τη ημερα των σαββατων και παν εργον ου ποιησετε αγιασατε την ημεραν των σαββατων καθως ενετειλαμην τοις πατρασιν υμων και ουκ ηκουσαν και ουκ εκλιναν το ους αυτων
23 Et non audierunt, nec inclinaverunt aurem suam :
sed induraverunt cervicem suam, ne audirent me,
et ne acciperent disciplinam.
23 και εσκληρυναν τον τραχηλον αυτων υπερ τους πατερας αυτων του μη ακουσαι μου και του μη δεξασθαι παιδειαν
24 Et erit : si audieritis me, dicit Dominus,
ut non inferatis onera per portas civitatis hujus in die sabbati :
et si sanctificaveritis diem sabbati,
ne faciatis in eo omne opus :
24 και εσται εαν ακοη ακουσητε μου λεγει κυριος του μη εισφερειν βασταγματα δια των πυλων της πολεως ταυτης εν τη ημερα των σαββατων και αγιαζειν την ημεραν των σαββατων του μη ποιειν παν εργον
25 ingredientur per portas civitatis hujus reges et principes,
sedentes super solium David,
et ascendentes in curribus et equis,
ipsi et principes eorum,
viri Juda, et habitatores Jerusalem :
et habitabitur civitas hæc in sempiternum.
25 και εισελευσονται δια των πυλων της πολεως ταυτης βασιλεις και αρχοντες καθημενοι επι θρονου δαυιδ και επιβεβηκοτες εφ' αρμασιν και ιπποις αυτων αυτοι και οι αρχοντες αυτων ανδρες ιουδα και οι κατοικουντες ιερουσαλημ και κατοικισθησεται η πολις αυτη εις τον αιωνα
26 Et venient de civitatibus Juda,
et de circuitu Jerusalem,
et de terra Benjamin,
et de campestribus, et de montuosis, et ab austro,
portantes holocaustum, et victimam,
et sacrificium, et thus,
et inferent oblationem in domum Domini.
26 και ηξουσιν εκ των πολεων ιουδα και κυκλοθεν ιερουσαλημ και εκ γης βενιαμιν και εκ της πεδινης και εκ του ορους και εκ της προς νοτον φεροντες ολοκαυτωματα και θυσιαν και θυμιαματα και μαναα και λιβανον φεροντες αινεσιν εις οικον κυριου
27 Si autem non audieritis me
ut sanctificetis diem sabbati,
et ne portetis onus,
et ne inferatis per portas Jerusalem in die sabbati,
succendam ignem in portis ejus,
et devorabit domos Jerusalem,
et non extinguetur.
27 και εσται εαν μη εισακουσητε μου του αγιαζειν την ημεραν των σαββατων του μη αιρειν βασταγματα και μη εισπορευεσθαι ταις πυλαις ιερουσαλημ εν τη ημερα των σαββατων και αναψω πυρ εν ταις πυλαις αυτης και καταφαγεται αμφοδα ιερουσαλημ και ου σβεσθησεται