Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Jeremiæ 14


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Quod factum est verbum Domini ad Jeremiam, de sermonibus siccitatis.1 Ο λογος του Κυριου ο γενομενος προς Ιερεμιαν περι της ανομβριας.
2 Luxit Judæa, et portæ ejus corruerunt,
et obscuratæ sunt in terra,
et clamor Jerusalem ascendit.
2 Ο Ιουδας πενθει και αι πυλαι αυτου ειναι περιλυποι? κοιτονται κατα γης μελανειμονουσαι? και ανεβη η κραυγη της Ιερουσαλημ.
3 Majores miserunt minores suos ad aquam :
venerunt ad hauriendum.
Non invenerunt aquam :
reportaverunt vasa sua vacua.
Confusi sunt, et afflicti,
et operuerunt capita sua.
3 Και οι μεγιστανες αυτης απεστειλαν τους νεους αυτων δια υδωρ? ηλθον εις τα φρεατα, δεν ευρηκαν υδωρ? επεστρεψαν με τα αγγεια αυτων κενα? ησχυνθησαν και ενετραπησαν και εσκεπασαν τας κεφαλας αυτων.
4 Propter terræ vastitatem,
quia non venit pluvia in terram,
confusi sunt agricolæ :
operuerunt capita sua.
4 Επειδη η γη εσχισθη, διοτι δεν ητο βροχη επι της γης, οι γεωργοι ησχυνθησαν, εσκεπασαν τας κεφαλας αυτων.
5 Nam et cerva in agro peperit, et reliquit,
quia non erat herba.
5 Και η ελαφος ετι, γεννησασα εν τη πεδιαδι, εγκατελιπε το τεκνον αυτης, επειδη χορτος δεν ητο.
6 Et onagri steterunt in rupibus ;
traxerunt ventum quasi dracones :
defecerunt oculi eorum,
quia non erat herba.
6 Και οι αγριοι ονοι εσταθησαν επι τους υψηλους τοπους, ερροφουν τον αερα ως θωες? οι οφθαλμοι αυτων εμαρανθησαν, επειδη χορτος δεν ητο.
7 Si iniquitates nostræ responderint nobis, Domine,
fac propter nomen tuum :
quoniam multæ sunt aversiones nostræ :
tibi peccavimus.
7 Κυριε, αν και αι ανομιαι ημων καταμαρτυρωσιν εναντιον ημων, καμε ομως δια το ονομα σου? διοτι αι αποστασιαι ημων επληθυνθησαν? εις σε ημαρτησαμεν.
8 Exspectatio Israël,
salvator ejus in tempore tribulationis,
quare quasi colonus futurus es in terra,
et quasi viator declinans ad manendum ?
8 Ελπις του Ισραηλ, σωτηρ αυτου εν καιρω θλιψεως, δια τι ηθελες εισθαι ως παροικος εν τη γη και ως οδοιπορος εκκλινων εις καταλυμα;
9 quare futurus es velut vir vagus,
ut fortis qui non potest salvare ?
Tu autem in nobis es, Domine,
et nomen tuum invocatum est super nos :
ne derelinquas nos.
9 Δια τι ηθελες εισθαι ως ανθρωπος εκστατικος, ως ισχυρος μη δυναμενος να σωση; Αλλα συ, Κυριε, εν μεσω ημων εισαι, και το ονομα σου εκληθη εφ' ημας? μη εγκαταλιπης ημας.
10 Hæc dicit Dominus populo huic,
qui dilexit movere pedes suos,
et non quievit,
et Domino non placuit :
Nunc recordabitur iniquitatum eorum,
et visitabit peccata eorum.
10 Ουτω λεγει Κυριος προς τον λαον τουτον? Επειδη ηγαπησαν να πλανωνται και δεν εκρατησαν τους ποδας αυτων, δια τουτο ο Κυριος δεν ηυδοκησεν εις αυτους? τωρα θελει ενθυμηθη την ανομιαν αυτων και επισκεφθη τας αμαρτιας αυτων.
11 Et dixit Dominus ad me :
Noli orare pro populo isto in bonum.
11 Και ειπε Κυριος προς εμε, Μη προσευχου υπερ του λαου τουτου δια καλον.
12 Cum jejunaverint,
non exaudiam preces eorum,
et si obtulerint holocautomata et victimas,
non suscipiam ea :
quoniam gladio, et fame, et peste consumam eos.
12 Και εαν νηστευσωσι, δεν θελω εισακουσει της κραυγης αυτων? και εαν προσφερωσιν ολοκαυτωματα και προσφοραν, δεν θελω ευδοκησει εις αυτα? αλλα θελω καταναλωσει αυτους εν μαχαιρα και εν πεινη και εν λοιμω.
13 Et dixi : A, a, a, Domine Deus :
prophetæ dicunt eis :
Non videbitis gladium,
et fames non erit in vobis :
sed pacem veram dabit vobis in loco isto.
13 Και ειπα, Ω, Κυριε Θεε, ιδου, οι προφηται λεγουσι προς αυτους, δεν θελετε ιδει μαχαιραν ουδε θελει εισθαι πεινα εις εσας, αλλα θελω σας δωσει ειρηνην ασφαλη εν τω τοπω τουτω.
14 Et dicit Dominus ad me : Falso prophetæ vaticinantur in nomine meo :
non misi eos, et non præcepi eis,
neque locutus sum ad eos.
Visionem mendacem, et divinationem,
et fraudulentiam, et seductionem cordis sui,
prophetant vobis.
14 Και ειπε Κυριος προς εμε, Ψευδη προφητευουσιν οι προφηται εν τω ονοματι μου? εγω δεν απεστειλα αυτους ουδε προσεταξα εις αυτους ουδε ελαλησα προς αυτους? αυτοι προφητευουσιν εις εσας ορασιν ψευδη και μαντειαν και ματαιοτητα και την δολιοτητα της καρδιας αυτων.
15 Idcirco hæc dicit Dominus
de prophetis qui prophetant in nomine meo,
quos ego non misi, dicentes :
Gladius et fames non erit in terra hac :
In gladio et fame consumentur prophetæ illi.
15 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος περι των προφητων των προφητευοντων εν τω ονοματι μου, ενω εγω δεν απεστειλα, αυτους αλλ' αυτοι λεγουσι, Μαχαιρα και πεινα δεν θελει εισθαι εν τω τοπω τουτω? εν μαχαιρα και εν πεινη θελουσι συντελεσθη οι προφηται εκεινοι.
16 Et populi quibus prophetant
erunt projecti in viis Jerusalem
præ fame et gladio,
et non erit qui sepeliat eos :
ipsi et uxores eorum,
filii et filiæ eorum :
et effundam super eos malum suum.
16 Ο δε λαος, εις τους οποιους αυτοι προφητευουσι, θελουσιν εισθαι ερριμμενοι εν ταις οδοις της Ιερουσαλημ υπο πεινης και μαχαιρας? και δεν θελει εισθαι ο θαπτων αυτους, τας γυναικας αυτων και τους υιους αυτων και τας θυγατερας αυτων? και θελω εκχεει επ' αυτους την κακιαν αυτων.
17 Et dices ad eos verbum istud :
Deducant oculi mei lacrimam per noctem et diem,
et non taceant,
quoniam contritione magna
contrita est virgo filia populi mei,
plaga pessima vehementer.
17 Δια τουτο θελεις ειπει προς αυτους τον λογον τουτον? Ας χυσωσιν οι οφθαλμοι μου δακρυα, νυκτα και ημεραν, και ας μη παυσωσι? διοτι η παρθενος, η θυγατηρ του λαου μου, συνετριφθη συντριμμα μεγα, πληγην οδυνηραν σφοδρα.
18 Si egressus fuero ad agros,
ecce occisi gladio :
et si introiero in civitatem,
ecce attenuati fame.
Propheta quoque et sacerdos abierunt in terram quam ignorabant.
18 Εαν εξελθω εις την πεδιαδα, τοτε ιδου, οι πεφονευμενοι εν μαχαιρα? και εαν εισελθω εις την πολιν, τοτε ιδου, οι νενεκρωμενοι υπο της πεινης, ο δε προφητης ετι και ο ιερευς εμπορευονται επι της γης και δεν αισθανονται.
19 Numquid projiciens abjecisti Judam ?
aut Sion abominata est anima tua ?
quare ergo percussisti nos ita ut nulla sit sanitas ?
Exspectavimus pacem,
et non est bonum :
et tempus curationis,
et ecce turbatio.
19 Απερριψας πανταπασι τον Ιουδαν; απεστραφη την Σιων η ψυχη σου; Δια τι επαταξας ημας, και δεν υπαρχει θεραπεια εις ημας; επροσμενομεν ειρηνην, αλλ' ουδεν αγαθον? και τον καιρον της θεραπειας, και ιδου, ταραχη.
20 Cognovimus, Domine, impietates nostras,
iniquitates patrum nostrorum,
quia peccavimus tibi.
20 Γνωριζομεν, Κυριε, την ασεβειαν ημων, την ανομιαν των πατερων ημων, οτι ημαρτησαμεν εις σε.
21 Ne des nos in opprobrium, propter nomen tuum,
neque facias nobis contumeliam solii gloriæ tuæ :
recordare, ne irritum facias fœdus tuum nobiscum.
21 Μη αποστραφης ημας, δια το ονομα σου? μη ατιμασης τον θρονον της δοξης σου? ενθυμηθητι, μη διασκεδασης την διαθηκην σου την προς ημας.
22 Numquid sunt in sculptilibus gentium qui pluant ?
aut cæli possunt dare imbres ?
nonne tu es Dominus Deus noster, quem exspectavimus ?
tu enim fecisti omnia hæc.
22 Υπαρχει μεταξυ των ματαιοτητων των εθνων διδους βροχην; η οι ουρανοι διδουσιν υετους; δεν εισαι συ αυτος ο δοτηρ, Κυριε Θεε ημων; δια τουτο θελομεν σε προσμενει? διοτι συ εκαμες παντα ταυτα.