Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Geremia 52


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Sedecia aveva ventun anno quando cominciò a regnare, e regnò in Gerusalemme undici anni; sua madre si chiamava di nome Amital, figlia di Geremia di Lobna.1 Ενος και εικοσι ετων ηλικιας ητο ο Σεδεκιας οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσεν ενδεκα ετη εν Ιερουσαλημ? το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Αμουταλ, θυγατηρ του Ιερεμιου απο Λιβνα.
2 Ma operò malamente agli occhi del Signore, alla stessa guisa che aveva operato Joachim.2 Και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου, κατα παντα οσα επραξεν ο Ιωαχειμ.
3 E in seguito allo sdegno del Signore contro quei di Gerusalemme e di Giuda, giunto a tal segno da doverli scacciare dal suo cospetto, avvenne che Sedecia si ribellò al re di Babilonia.3 Διοτι απο του θυμου του Κυριου του γενομενου κατα Ιερουσαλημ και Ιουδα, εωσου απερριψεν αυτους απο προσωπου αυτου, ο Σεδεκιας απεστατησε κατα του βασιλεως της Βαβυλωνος.
4 Accadde dunque nell'anno nono del suo regno, nel decimo mese, ai dieci del mese, che Nabucodonosor re di Babilonia, con tutto il suo esercito, giunse sopra Gerusalemme e l'assediarono, e costrussero di fronte tutt'intorno fortificazioni.4 Και εν τω ενατω ετει της βασιλειας αυτου, τον δεκατον μηνα, την δεκατην του μηνος, ηλθε Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος, αυτος και απαν το στρατευμα αυτου, επι την Ιερουσαλημ, και εστρατοπεδευσαν εναντιον αυτης και ωκοδομησαν περιτειχισμα κατ' αυτης κυκλω.
5 La città rimase così assediata fino all'anno undecimo di Sedecia.5 Και η πολις επολιορκειτο μεχρι του ενδεκατου ετους του βασιλεως Σεδεκιου.
6 Nel quarto mese, ai nove del mese, la città fu in preda alla fame e il popolo era ormai senza viveri.6 Εν τω τεταρτω μηνι, την ενατην του μηνος, η πεινα εκραταιωθη εν τη πολει και δεν υπηρχεν αρτος δια τον λαον του τοπου.
7 E il muro della città fu sfondato, e tutti gli uomini di guerra fuggirono, uscendo di notte dalla città per la via della porta che è tra i due muri e metteva al giardino del re, mentre i Caldei assedianti la tenevano accerchiata, e si diressero per la via che conduce al deserto.7 Και εξεπορθηθη η πολις και παντες οι ανδρες του πολεμου εφυγον και εξηλθον εκ της πολεως την νυκτα, δια της οδου της πυλης της μεταξυ των δυο τειχων, της πλησιον του βασιλικου κηπου? οι δε Χαλδαιοι ησαν πλησιον της πολεως κυκλω, και υπηγον κατα την οδον της πεδιαδος.
8 Ma le schiere dei Caldei inseguirono il re e sorpresero Sedecia nel deserto, in prossimità di Gerico, e tutto il suo seguito fuggì da lui.8 Το δε στρατευμα των Χαλδαιων κατεδιωξεν οπισω του βασιλεως και εφθασαν τον Σεδεκιαν εις τας πεδιαδας της Ιεριχω? και απαν το στρατευμα αυτου διεσκορπισθη απο πλησιον αυτου.
9 Catturato che ebbero il re, lo condussero al re di Babilonia, in Reblata, che è nella contrada di Emat, il quale pronunziò la sua sentenza.9 Και αυνελαβον τον βασιλεα και ανηγαγον αυτον προς τον βασιλεα της Βαβυλωνος εις Ριβλα εν τη γη Αιμαθ και επροφερε καταδικην επ' αυτον.
10 E il re di Babilonia fece trucidare i figli di Sedecia sotto i suoi occhi, inoltre tutti i principi di Giuda mise a morte in Reblata.10 Και εσφαξεν ο βασιλευς της Βαβυλωνος τους υιους του Σεδεκιου εμπροσθεν των οφθαλμων αυτου? εσφαξεν οτι και παντας τους αρχοντας Ιουδα εν Ριβλα.
11 A Sedecia poi fece cavar gli occhi e lo mise nei ceppi, poi il re di Babilonia lo condusse in Babilonia e lo tenne in prigione fino al giorno della sua morte.11 Και τους οφθαλμους του Σεδεκιου εξετυφλωσε, και εδεσεν αυτον με δυο χαλκινας αλυσεις? και εφερεν αυτον ο βασιλευς της Βαβυλωνος εις Βαβυλωνα και εβαλεν αυτον εις οικον φυλακης εως της ημερας του θανατου αυτου.
12 Nel quinto mese, ai dieci del mese di quell'anno che era il diciannovesimo di Nabucodonosor, re di Babilonia, Nabuzardan, capo delle milizie, che stava al cospetto del re di Babilonia, venne in Gerusalemme12 Εν δε τω πεμπτω μηνι, τη δεκατη του μηνος, του δεκατου εννατου ετους του Ναβουχοδονοσορ βασιλεως της Βαβυλωνος ηλθεν επι Ιερουσαλημ Νεβουζαραδαν ο αρχισωματοφυλαξ, ο παρισταμενος ενωπιον του βασιλεως της Βαβυλωνος,
13 e diede alle fiamme la casa del Signore, la casa del re, tutti gli edifizi di Gerusalemme e a tutte le case grandi appiccò il fuoco.13 και κατεκαυσε τον οικον του Κυριου και τον οικον του βασιλεως, και παντας τους οικους της Ιερουσαλημ και παντα μεγαν οικον κατεκαυσεν εν πυρι.
14 E tutta la cerchia delle mura di Gerusalemme fu atterrata dall'esercito dei Caldei che era agli ordini del capo delle milizie.14 Και απαν το στρατευμα των Χαλδαιων, το μετα του αρχισωματοφυλακος, κατεκρημνισαν παντα τα τειχη της Ιερουσαλημ κυκλω.
15 E la gente povera, e il resto della popolazione rimasta in città, i disertori che si erano rifugiati al re di Babilonia, e quant'altri c'erano del popolo furono da Nabuzardan, capo delle milizie, trasportati in esilio.15 Και εκ των πτωχων του λαου και το υπολοιπον του λαου το εναπολειφθεν εν τη πολει και τους φυγοντας, οιτινες προσεφυγον προς τον βασιλεα της Βαβυλωνος, και το εναπολειφθεν του πληθους, μετωκισε Νεβουζαραδαν ο αρχισωματοφυλαξ.
16 Dei poveri della terra però, Nabuzardan, capo delle milizie, rilasciò i vignaiuoli e gli agricoltori.16 Εκ των πτωχων ομως της γης αφηκε Νεβουζαραδαν ο αρχισωματοφυλαξ δια αμπελουργους και δια γεωργους.
17 Le colonne di bronzo, che erano nella casa del Signore, e le basi e il mare di bronzo che era nella casa del Signore, furono dai Caldei ridotti in pezzi, e tutto quel metallo fu da essi trasportato in Babilonia.17 Και τους στυλους τους χαλκινους τους εν τω οικω του Κυριου και τας βασεις και την χαλκινην θαλασσαν την εν τω οικω του Κυριου κατεκοψαν οι Χαλδαιοι, και μετεκομισαν ολον τον χαλκον αυτων εις την Βαβυλωνα.
18 Portarono via anche le caldaie, le padelle, gli strumenti musicali, le coppe, i mortai e tutti gli altri utensili di bronzo che servivano pel ministero;18 Ελαβον δε και τους λεβητας και τα πτυαρια και τα λυχνοψαλιδα και τας λεκανας και τα θυμιατηρια και παντα τα σκευη τα χαλκινα, δια των οποιων εκαμνον την υπηρεσιαν.
19 così le idrie, gl'incensieri, gli orciuoli, i bacini, i candelieri, i mortai e le tazze, contato ciò che era d'oro e ciò che era d'argento, tutto portò con sè il capo delle milizie.19 Ελαβε προσετι ο αρχισωματοφυλαξ και τους κρατηρας και τα πυροδοχεια, και τας λεκανας και τους λεβητας και τας λυχνιας και τα θυμιατηρια και τας φιαλας, οσα ησαν χρυσα και οσα αργυρα?
20 Le colonne eran due; la conca, detta mare, una; dodici i vitelli di bronzo che erano sotto per sostegni, fatti fare dal re Salomone per la casa del Signore; di questi oggetti il peso del metallo non fu calcolato.20 τους δυο στυλους, την μιαν θαλασσαν και τους δωδεκα χαλκινους μοσχους τους αντι βασεων, τα οποια εκαμεν ο βασιλευς Σολομων δια τον οικον του Κυριου? ο χαλκος παντων τουτων των σκευων ητο αζυγιστος.
21 Ciascuna colonna aveva diciotto cubiti d'altezza e una fascia girante intorno di dodici cubiti, il loro spessore era di quattro dita e dentro era vuota.21 Περι δε των στυλων, το υψος του ενος στυλου ητο δεκαοκτω πηχων, και ζωνη πηχων δωδεκα περιεκυκλονεν αυτον, και το παχος αυτου δακτυλων τεσσαρων? ητο κενος.
22 In cima a ciascuna stava il capitello di bronzo; il solo capitello aveva cinque cubiti di altezza con un fregio reticolato e a melagrane in giro sopra la corona, tutto di bronzo; e così era l'altra colonna e le melagrane.22 Και το κιονοκρανον το επ' αυτου χαλκινον? το δε υψος του ενος κιονοκρανου πεντε πηχων και το δικτυωτον και τα ροδια επι του κιονοκρανου κυκλω, τα παντα χαλκινα? τα αυτα ειχε και ο δευτερος στυλος μετα των ροδιων.
23 Le melagrane sporgenti erano novantasei e tutte le melagrane in giro del reticolato erano cento.23 Και ησαν ενενηκοντα εξ ροδια κρεμαμενα? παντα τα ροδια τα επι του δικτυωτου ησαν εκατον κυκλω.
24 Il capo delle milizie deportò Saraia, il primo dei sacerdoti, e Sofonia, sacerdote secondo e i tre custodi del vestibolo.24 Και ελαβεν ο αρχισωματοφυλαξ Σεραιαν τον πρωτον ιερεα και Σοφονιαν τον δευτερον ιερεα και τους τρεις θυρωρους?
25 E dalla città condusse via un eunuco che era preposto agli uomini di guerra, sette uomini che stavano nel cospetto del re che furono trovati in città, un segretario principale della milizia che istruiva le reclute e sessanta uomini del popolo della terra che furono trovati in mezzo alla città.25 και εκ της πολεως ελαβεν ενα ευνουχον, οστις ητο επιστατης επι των ανδρων των πολεμιστων, και επτα ανδρας εκ των παρισταμενων εμπροσθεν του βασιλεως, τους ευρεθεντας εν τη πολει, και τον γραμματεα τον αρχοντα των στρατευματων, οστις εκαμνε την στρατολογιαν του λαου της γης, και εξηκοντα ανδρας εκ του λαου της γης, τους ευρεθεντας εν μεσω της πολεως.
26 Li prese dunque Nabuzardan, capo delle milizie, e li condusse al re di Babilonia in Reblata.26 Και λαβων αυτους Νεβουζαραδαν ο αρχισωματοφυλαξ εφερεν αυτους προς τον βασιλεα της Βαβυλωνος εις Ριβλα.
27 E il re di Babilonia li fece colpire a morte, in Reblata nella contrada di Emat; e così Giuda fu condotto in esilio fuor dalla sua terra.27 Και επαταξεν αυτους ο βασιλευς της Βαβυλωνος και εθανατωσεν αυτους εν Ριβλα, εν τη γη Αιμαθ. Ουτω μετωκισθη ο Ιουδας απο της γης αυτου.
28 Questa è la gente che Nabucodonosor deportò; nell'anno settimo, tremila e ventitrè giudei;28 Ουτος ειναι ο λαος, τον οποιον μετωκισεν ο Ναβουχοδονοσορ, εν τω εβδομω ετει, τρεις χιλιαδας και εικοσιτρεις Ιουδαιους?
29 nell'anno diciottesimo di Nabucodonosor, da Gerusalemme, ottocento e trentadue persone;29 εν τω δεκατω ογδοω ετει του Ναβουχοδονοσορ μετωκισεν αυτος απο Ιερουσαλημ οκτακοσιας τριακοντα δυο ψυχας?
30 nell'anno ventesimoterzo di Nabucodonosor, settecento e quarantacinque persone dei giudei che furono deportate da Nabuzardan, capo delle milizie: in tutto, quattromilaseicento persone.30 εν τω εικοστω τριτω ετει του Ναβουχοδονοσορ μετωκισε Νεβουζαραδαν ο αρχισωματοφυλαξ εκ των Ιουδαιων επτακοσιας τεσσαρακοντα πεντε ψυχας? πασαι αι ψυχαι τεσσαρες χιλιαδες και εξακοσιαι.
31 Nell'anno trentesimosettimo della trasmigrazione di Joachin, re di Giuda, nel duodecimo mese, ai venticinque del mese, Evilmerodac, re di Babilonia, essendo questo il primo anno del suo regno, rialzò il capo a Joachin, re di Giuda, e lo trasse di prigione.31 Εν δε τω τριακοστω εβδομω ετει της μετοικεσιας του Ιωακειμ βασιλεως του Ιουδα, τον δωδεκατον μηνα, την εικοστην πεμπτην του μηνος, Ευειλ-μερωδαχ ο βασιλευς της Βαβυλωνος, κατα το ετος καθ' ο εβασιλευσεν, ανυψωσε την κεφαλην του Ιωακειμ βασιλεως του Ιουδα και εξηγαγεν αυτον εκ του οικου της φυλακης,
32 Ed ebbe per lui parole benevoli e collocò il suo trono innanzi a quello degli altri re che erano dopo di lui in Babilonia.32 και ελαλησεν ευμενως μετ' αυτου και εθεσε τον θρονον αυτου επανωθεν του θρονου των βασιλεων των μετ' αυτου εν Βαβυλωνι.
33 E gli fece cambiare gli indumenti della prigione e sedette a mensa davanti al re sempre per tutto il resto della sua vita.33 Και ηλλαξε τα ιματια της φυλακης αυτου? και ετρωγεν αρτον παντοτε μετ' αυτου πασας τας ημερας της ζωης αυτου.
34 E il suo vitto gli fu somministrato in perpetuo dal re di Babilonia, come veniva assegnato giornalmente, fino al dì della morte per tutto il resto della sua vita.34 Και το σιτηρεσιον αυτου ητο παντοτεινον σιτηρεσιον διδομενον εις αυτον παρα του βασιλεως της Βαβυλωνος, ημερησιος χορηγια μεχρι της ημερας του θανατου αυτου, πασας τας ημερας της ζωης αυτου.