Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

Esodo 33


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 E il Signore parlò a Mosè, e disse: Va’, parti da questo luogo tu, e il popol tuo cavato da te dalla terra d'Egitto, verso la terra, che io promisi con giuramento ad Abramo, ad Isacco, e a Giacobbe, quando dissi: Daralla alla tua stirpe:1 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Υπαγε, αναβηθι εντευθεν συ και ο λαος τον οποιον εξηγαγες εκ γης Αιγυπτου, εις την γην την οποιαν ωμοσα προς τον Αβρααμ, προς τον Ισαακ και προς τον Ιακωβ, λεγων, Εις το σπερμα σου θελω δωσει αυτην?
2 E manderò tuo precursore l'Angelo per cacciarne il Chananeo, e l'Amorrheo, e l'Hetheo, e il Pherezeo, e l'Heveo, e' l Jebuseo;2 και θελω αποστειλει αγγελον εμπροσθεν σου και θελω εκδιωξει τον Χαναναιον, τον Αμορραιον και τον Χετταιον και τον Φερεζαιον τον Ευαιον και τον Ιεβουσαιον?
3 Onde tu entri nella terra, che scorre latte e miele. Imperocché io non verrò teco, dappoiché tu sei un popolo di dura cervice: perché io non abbia a sterminarti nel viaggio.3 εις γην ρεουσαν γαλα και μελι διοτι εγω δεν θελω αναβη εν τω μεσω σου, επειδη εισαι λαος σκληροτραχηλος, δια να μη σε εξολοθρευσω καθ' οδον.
4 Ma avendo udito il popolo queste dolorose parole pianse: e nissuno si vestì de' soliti suoi ornamenti.4 Και οτε ηκουσεν ο λαος τον κακον τουτον λογον, κατεπενθησαν και ουδεις εβαλε τον στολισμον αυτου εφ' εαυτον.
5 E il Signore disse a Mosè: Di’ a' figliuoli d'Israele: Popolo di dura cervice sei tu: se io mi porrò una volta in mezzo a te, io ti sterminerò. Su via, deponi i tuoi ornamenti affinché io sappia, come ho da trattarti.5 Διοτι ο Κυριος ειπε προς τον Μωυσην, Ειπε προς τους υιους Ισραηλ, Σεις εισθε λαος σκληροτραχηλος? μιαν στιγμην εαν αναβω εις το μεσον σου, θελω σε εξολοθρευσει? οθεν τωρα εκδυθητι τους στολισμους σου απο σου, δια να γνωρισω τι θελω καμει εις σε.
6 Deposero adunque i figliuoli d'Israele i loro ornamenti appiè del monte Horeb.6 Και εξεδυθησαν οι υιοι του Ισραηλ τους στολισμους αυτων πλησιον του ορους Χωρηβ.
7 E Mosè deposto il tabernacolo, lo tese in lontananza fuor degli alloggiamenti, e chiamollo il tabernacolo dell'alleanza. E tutti quelli del popolo, che avean qualche disputa, andavano al tabernacolo dell'alleanza fuori degli alloggiamenti.7 Και λαβων ο Μωυσης την σκηνην, εστησεν αυτην εξω του στρατοπεδου, μακραν του στρατοπεδου, και ωνομασεν αυτην Σκηνην του μαρτυριου? και πας ο ζητων τον Κυριον εξηρχετο προς την σκηνην του μαρτυριου την εξω του στρατοπεδου.
8 E allorché Mosè usciva per andare al tabernacolo, si alzava tutta la moltitudine, e ognuno se ne stava ritto sulla porta della sua tenda, e tenevan dietro cogli occhi a Mosè, fino a che non era entrato nel tabernacolo.8 Και οτε εξηρχετο ο Μωυσης προς την σκηνην, πας ο λαος εσηκονετο και ιστατο εκαστος παρα την θυραν της σκηνης αυτου και εβλεπον κατοπιν του Μωυσεως, εωσου εισηρχετο εις την σκηνην.
9 E quando questi era entrato nel tabernacolo dell'alleanza, la colonna della nuvola calava, e stava alla porta, e Dio parlava con Mosè,9 Και καθως εισηρχετο ο Μωυσης εις την σκηνην, κατεβαινεν ο στυλος της νεφελης και ιστατο επι των θυρων της σκηνης? και ελαλει ο Κυριος μετα του Μωυσεως.
10 Veggendo tutti, come la colonna della nuvola era ferma alla porta del tabernacolo. Eglino poi si stavan sulle porte delle loro tende, e adoravano il Signore.10 Και εβλεπε πας ο λαος τον στυλον της νεφελης ισταμενον επι των θυρων της σκηνης? και πας ο λαος ανισταμενος προσεκυνει, εκαστος απο της θυρας της σκηνης αυτου.
11 E il Signore parlava con Mosè faccia a faccia, come suole un uomo parlare col proprio amico. E quando egli se ne tornava agli alloggiamenti, il suo giovine ministro Giosuè figliuolo di Nun non si dipartiva dal tabernacolo.11 Και ελαλει ο Κυριος προς τον Μωυσην προσωπον προς προσωπον, καθως λαλει ανθρωπος προς τον φιλον αυτου. Και επεστρεφεν εις το στρατοπεδον? ο δε θεραπων αυτου νεος, Ιησους ο υιος του Ναυη, δεν ανεχωρει απο της σκηνης.
12 E Mosè disse al Signore: Tu mi comandi di esser guida di questo popolo, e non mi fai sapere, chi sia colui, che tu manderai con me, e ciò anche dopo che hai detto: Ti conosco per nome, e tu hai trovato grazia dinanzi a me.12 Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Κυριον, Ιδε, συ μοι λεγεις, Αναγαγε τον λαον τουτον? και συ δεν με εφανερωσας ποιον θελεις αποστειλει μετ' εμου? και συ ειπας, σε γνωριζω κατ' ονομα, και μαλιστα ευρηκας χαριν εμπροσθεν μου?
13 Se adunque io ho trovato grazia nel tuo cospetto, fammi veder la tua faccia, affinché io ti conosca, e trovi grazia dinanzi a' tuoi occhi: getta il tuo sguardo sopra questo popolo, e sopra questa nazione.13 τωρα λοιπον, εαν ευρηκα χαριν εμπροσθεν σου, δειξον μοι, δεομαι, την οδον σου, δια να σε γνωρισω, δια να ευρω χαριν ενωπιον σου? και ιδε οτι τουτο το εθνος ειναι ο λαος σου.
14 E il Signore disse: La mia presenza ti precederà, e io darotti requie.14 και ειπεν, Η παρουσια μου θελει ελθει μετα σου και θελω σοι δωσει αναπαυσιν.
15 E Mosè disse: Se tu stesso non vai innanzi a noi, non ci far partire da questo luogo.15 Ο δε ειπε προς αυτον, Εαν η παρουσια σου δεν ελθη μετ' εμου, μη αναγαγης ημας εντευθεν?
16 Imperocché come mai potrem conoscere io, e il popolo di aver trovato grazia nel tuo cospetto, se non vieni con noi, affinché siamo rispettati da tutti i popoli, che abitano la terra?16 διοτι πως θελει γνωρισθη τωρα, οτι ευρηκα χαριν ενωπιον σου εγω και ο λαος σου; ουχι δια της ελευσεως σου μεθ' ημων; ουτω θελομεν διακριθη, εγω και ο λαος σου, απο παντος λαου, του επι προσωπου της γης.
17 E il Signore disse a Mosè: Quello pure, che tu hai detto, io lo farò: perché tu hai trovato grazia dinanzi a me, e ti conosco per nome,17 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Και τουτο το πραγμα το οποιον ειπας, θελω καμει διοτι ευρηκας χαριν ενωπιον μου και σε γνωριζω κατ' ονομα.
18 E quegli disse: Fammi veder la tua gloria.18 Και ειπε, Δειξον μοι, δεομαι, την δοξαν σου.
19 Rispose: Io ti mostrerò tutto il bene, e pronunzierò il nome di Signore dinanzi a te: come io avrò misericordia di chi vorrò, e sarò clemente verso di chi mi piace.19 Ο δε ειπεν, Εγω θελω καμει να περαση εμπροσθεν σου ολη η αγαθοτης μου και θελω κηρυξει το ονομα του Κυριου εμπροσθεν σου και θελω ελεησει οντινα ελεω και θελω οικτειρησει οντινα οικτειρω.
20 E soggiunse: Non potrai vedere la mia faccia; perocché non viverà uomo dopo avermi veduto.20 Και ειπε, δεν δυνασαι να ιδης το προσωπον μου? διοτι ανθρωπος δεν θελει με ιδει και ζησει.
21 E di poi: Ecco, disse, che io ho un luogo, dove mi sto, e tu starai su quel masso.21 Και ειπεν ο Κυριος, Ιδου, τοπος πλησιον μου, και θελεις σταθη επι της πετρας?
22 E quando passerà (per colà) la mia gloria, io ti porrò nella bocca di quel masso, e ti adombrerò colla mia destra, fin a tanto ch'io sia passato.22 και οταν η δοξα μου διαβαινη, θελω σε βαλει εις το σχισμα της πετρας και θελω σε σκεπασει με την χειρα μου, εωσου παρελθω?
23 E ritirerò la mia mano, e vedrai il mio tergo: ma la faccia mia non potrai vederla.23 και θελω σηκωσει την χειρα μου και θελεις ιδει τα οπισω μου? το δε προσωπον μου δεν θελεις ιδει.