Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Secondo libro dei Re 20


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 In quel tempo Ezechia si ammalò fino a morte: e Isaia profeta, figliuolo di Amos, andò a vederlo, e gli disse: Queste cose dice il Signore Dio: Metti ordine alle cose di tua casa: perocché tu morrai, e non viverai.1 Κατ' εκεινας τας ημερας ηρρωστησεν ο Εζεκιας εις θανατον? και ηλθε προς αυτον Ησαιας ο προφητης, ο υιος του Αμως, και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει Κυριος? Διαταξον περι του οικου σου, επειδη αποθνησκεις και δεν θελεις ζησει.
2 Ed egli volse la faccia verso la muraglia, e fece preghiera al Signore, e disse:2 Τοτε εστρεψε το προσωπον αυτου προς τον τοιχον και προσηυχηθη εις τον Κυριον, λεγων,
3 Io ti prego, o Signore, ricordati di grazia, come io ho camminato dinanzi a te nella verità, e con cuor sincero, e ho fatto quello, che era accetto negli occhi tuoi. E versò Ezechia gran copia di lagrime.3 Δεομαι, Κυριε, ενθυμηθητι τωρα, πως περιεπατησα ενωπιον σου εν αληθεια και εν καρδια τελεια και επραξα το αρεστον ενωπιον σου. Και εκλαυσεν ο Εζεκιας κλαυθμον μεγαν.
4 E prima che Isaia avesse passata la metà dell'atrio, il Signore parlò a lui, e disse:4 Και πριν εξελθη ο Ησαιας εις την αυλην την μεσαιαν, εγεινε λογος Κυριου προς αυτον, λεγων,
5 Torna indietro, e di ad Ezechia capo del popol mio: Queste cose dice il Signore, il Dio di Davidde tuo padre: Ho udita la tua orazione, e ho vedute le tue lagrime; ed ecco, che io ti ho risanato: fra tre giorni andrai al tempio del Signore.5 Επιστρεψον και ειπε προς τον Εζεκιαν τον ηγεμονα του λαου μου, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Δαβιδ του πατρος σου? Ηκουσα την προσευχην σου, ειδον τα δακρυα σου? ιδου, εγω θελω σε ιατρευσει την τριτην ημεραν θελεις αναβη εις τον οικον του Κυριου?
6 E prolungherò la tua vita di quindici anni; e di più salverò dalle mani del re degli Assiri te, e questa città, e la proteggerò per amor mio, e per amore di Davidde mio servo.6 και θελω προσθεσει εις τας ημερας σου δεκαπεντε ετη? και θελω ελευθερωσει σε και την πολιν ταυτην εκ της χειρος του βασιλεως της Ασσυριας? και θελω υπερασπισθη την πολιν ταυτην, ενεκεν εμου και ενεκεν του δουλου μου Δαβιδ.
7 E Isaia disse: Portatemi una manciata di fichi. E portata che fu, e messa sopra l'ulcera del re, egli fu guarito.7 Και ειπεν ο Ησαιας, Λαβετε παλαθην συκων. Και ελαβον και επεθεσαν αυτην επι το ελκος, και ανελαβε την υγειαν αυτου.
8 Or Ezechia avea detto ad Isaia: Qual sarà il segno della sanità, che darammi il Signore, e dell'andare, che io farò al tempio del Signore di qui a tre giorni?8 Και ειπεν ο Εζεκιας προς τον Ησαιαν, Τι ειναι το σημειον οτι ο Κυριος θελει με ιατρευσει, και οτι θελω αναβη εις τον οικον του Κυριου την τριτην ημεραν;
9 E Isaia gli disse: Ecco il segno, che darà il Signore dell'adempimento di sua parola: Vuoi tu, che l'ombra salga per dieci linee, ovvero torni indietro per altrettanti gradi?9 Και ειπεν ο Ησαιας, Τουτο θελει εισθαι εις σε το σημειον παρα Κυριου, οτι θελει καμει ο Κυριος το πραγμα το οποιον ελαλησε? να προχωρηση η σκια δεκα βαθμους, η να στραφη δεκα βαθμους;
10 Ed Ezechia disse: E' cosa facile, che l'ombra salga dieci linee: né questo voglio io. che si faccia, ma che torni indietro dieci gradi.10 Και απεκριθη ο Εζεκιας, Ελαφρον πραγμα ειναι να καταβη η σκια δεκα βαθμους? ουχι, αλλ' ας στραφη οπισω δεκα βαθμους η σκια.
11 E Isaia profeta invocò il Signore, e fece di linea in linea tornare indietro l'ombra pe' dieci gradi, che ella avea già scorsi nell'oriuolo di Achaz.11 Και εβοησεν ο Ησαιας ο προφητης προς τον Κυριον, και εστρεψεν οπισω την σκιαν δεκα βαθμους, δια των βαθμων τους οποιους κατεβη δια των βαθμων του Αχαζ.
12 In quel tempo Berodach Baladan, figliuolo di Baladan, re di Babilonia, mandò lettere, e doni ad Ezechia, avendo saputo com' egli era stato ammalato.12 Κατ' εκεινον τον καιρον Βερωδαχ-βαλαδαν, ο υιος του Βαλαδαν, βασιλευς της Βαβυλωνος, εστειλεν επιστολας και δωρον προς τον Εζεκιαν? διοτι ηκουσεν οτι ηρρωστησεν ο Εζεκιας.
13 Ed Ezechia ebbe gran piacere di lor venuta, e fece loro vedere la casa de' profumi, e l'oro, e l'argento, e i vari aromi, e unguenti, e le stanze de' suoi vasi, e tutto quel, che poteva avere ne' suoi tesori. Non vi fu cosa nella sua casa, e di sua proprietà, che Ezechia non facesse loro vedere.13 Και ηκροασθη αυτους ο Εζεκιας και εδειξεν εις αυτους παντα τον οικον των πολυτιμων αυτου πραγματων, τον αργυρον και τον χρυσον και τα αρωματα και τα πολυτιμα μυρα και ολην την οπλοθηκην αυτου και παν ο, τι ευρισκετο εν τοις θησαυροις αυτου? δεν ητο ουδεν εν τω οικω αυτου ουδε υπο πασαν την εξουσιαν αυτου, το οποιον ο Εζεκιας δεν εδειξεν εις αυτους.
14 Ma Isaia profeta andò a trovare il re Ezechia, e gli disse: Che hanno detto costoro? e donde son ei venuti a te? Ed Ezechia gli disse: Son venuti a me da lontan paese, da Babilonia.14 Τοτε ηλθεν Ησαιας ο προφητης προς τον βασιλεα Εζεκιαν και ειπε προς αυτον, Τι λεγουσιν ουτοι οι ανθρωποι; και ποθεν ηλθον προς σε; Και ειπεν ο Εζεκιας, Απο γης μακρας ερχονται, απο Βαβυλωνος.
15 Ma quegli rispose: Che hann'eglino veduto in tua casa? Ezechia disse: Hanno veduto tutto quello, che si trova in casa mia: io ho fatto ad essi vedere tutto quello, che ho ne' miei tesori.15 Ο δε ειπε, Τι ειδον εν τω οικω σου; Και απεκριθη ο Εζεκιας, Ειδον παν ο, τι ειναι εν τω οικω μου? δεν ειναι ουδεν εν τοις θησαυροις μου, το οποιον δεν εδειξα εις αυτους.
16 E disse allor Isaia ad Ezechia: Ascolta la parola del Signore:16 Τοτε ειπεν ο Ησαιας προς τον Εζεκιαν, Ακουσον τον λογον του Κυριου?
17 Sappi, che tempo verrà, quando tutte le cose, che sono in tua casa, e tutto quello, che hanno accumulato i padri tuoi sino a questo dì, sarà portato a Babilonia: nulla ci resterà, dice il Signore.17 Ιδου, ερχονται ημεραι, καθ' ας παν ο, τι ειναι εν τω οικω σου και ο, τι οι πατερες σου εναπεταμιευσαν μεχρι της ημερας ταυτης, θελει μετακομισθη εις την Βαβυλωνα? δεν θελει μεινει ουδεν, λεγει Κυριος?
18 Anzi de' tuoi figliuoli, che nasceranno, e saran generati da te, ne saranno condotti via, e saranno eunuchi nel palazzo del re di Babilonia.18 και εκ των υιων σου οιτινες θελουσιν εξελθει απο σου, τους οποιους θελεις γεννησει, θελουσι λαβει και θελουσι γεινει ευνουχοι εν τω παλατιω του βασιλεως της Βαβυλωνος.
19 Disse Ezechia ad Isaia: La parola del Signore, pronunziata da te, è giusta; regni la pace, e la verità, vivente me.19 Τοτε ειπεν ο Εζεκιας προς τον Ησαιαν, Καλος ο λογος του Κυριου, τον οποιον ελαλησας. Ειπεν ετι, Δεν θελει εισθαι ειρηνη και ασφαλεια εν ταις ημεραις μου;
20 Il resto poi delle azioni di Ezechia, e la sua gran fortezza, e come egli fecela piscina, e l'acquidotto, e condusse le acque nella città, non è egli scritto nel diario de' fatti dei re di Giuda?20 Αι δε λοιπαι πραξεις του Εζεκιου και παντα τα κατορθωματα αυτου, και τινι τροπω εκαμε το υδροστασιον και το υδραγωγειον και εφερε το υδωρ εις την πολιν, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;
21 Ed Ezechia si addormento co' padri suoi, e Manasse suo figliuolo gli succedette nel regno.21 Και εκοιμηθη ο Εζεκιας μετα των πατερων αυτου? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Μανασσης ο υιος αυτου.