ΙΩΒ - Giobbe - Job 36
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL |
---|---|
1 Και ο Ελιου εξηκολουθησε και ειπεν? | 1 Dann fuhr Elihu fort und sprach: |
2 Υπομεινον με ολιγον, και θελω σε διδαξει? διοτι εχω ετι λογους υπερ του Θεου. | 2 Wart ein wenig, ich will es dir künden, ich hab für Gott noch mehr zu sagen. |
3 Θελω λαβει τα επιχειρηματα μου μακροθεν, και θελω αποδωσει δικαιοσυνην εις τον Ποιητην μου? | 3 Ich rufe mein Wissen weit hinaus, meinem Schöpfer verschaff ich Recht. |
4 διοτι οι λογοι μου επ' αληθειας δεν θελουσιν εισθαι ψευδεις? πλησιον σου ειναι ο τελειος κατα την γνωσιν. | 4 Denn wahrhaftig, meine Worte sind kein Trug, ein Mann vollkommenen Wissens steht vor dir. |
5 Ιδου, ο Θεος ειναι ισχυρος, ομως δεν καταφρονει ουδενα? ισχυρος εις δυναμιν σοφιας. | 5 Denn Gott ist gewaltig, doch verwirft er nicht, gewaltig an Kraft und an Weisheit. |
6 Δεν θελει ζωοποιησει τον ασεβη? εις δε τους πτωχους διδει το δικαιον. | 6 Den Frevler lässt er nicht am Leben, doch den Gebeugten schafft er Recht. |
7 Δεν αποσυρει τους οφθαλμους αυτου απο των δικαιων, αλλα και μετα βασιλεων βαλλει αυτους επι θρονου? μαλιστα καθιζει αυτους διαπαντος, και ειναι υψωμενοι. | 7 Er wendet seine Augen nicht von dem Gerechten; Könige auf dem Thron: für immer setzt er sie ein, sie werden groß. |
8 Και εαν ηθελον εισθαι δεδεμενοι με δεσμα και πιασθη με σχοινια θλιψεως, | 8 Doch sind in Fesseln sie geschlagen, gefangen in des Elends Stricken, |
9 τοτε φανερονει εις αυτους τα εργα αυτων και τας παραβασεις αυτων, οτι υπερηυξησαν, | 9 so hält er ihnen ihr Tun vor und ihr Vergehen, weil sie stolz geworden. |
10 και ανοιγει το ωτιον αυτων εις διδασκαλιαν, και απο της ανομιας προσταζει να επιστρεψωσιν. | 10 Er öffnet ihr Ohr zur Warnung, fordert sie auf, vom Bösen zu lassen. |
11 Εαν υπακουσωσι και δουλευσωσι, θελουσι τελειωσει τας ημερας αυτων εν αγαθοις και τα ετη αυτων εν ευφροσυναις. | 11 Wenn sie gehorchen und ihm dienen, vollenden sie im Glück ihre Tage, in Wonnen ihre Jahre. |
12 Αλλ' εαν δεν υπακουσωσι, θελουσι διαπερασθη υπο ρομφαιας και θελουσι τελευτησει εν αγνωσια. | 12 Hören sie nicht, so fahren sie zum Todesschacht hinab, verscheiden im Unverstand. |
13 Οι δε υποκριται την καρδιαν επισωρευουσιν οργην? δεν θελουσι βοησει οταν δεση αυτους? | 13 Ruchlos Gesinnte hegen Groll, schreien nicht um Hilfe, wenn er sie fesselt. |
14 αυτοι αποθνησκουσιν εν τη νεοτητι, και η ζωη αυτων τελειονει μεταξυ των ασελγων. | 14 Jung schon muss ihre Seele sterben, wie das Leben der Lustknaben ist ihr Leben. |
15 Λυτρονει τον τεθλιμμενον εν τη θλιψει αυτου και ανοιγει τα ωτα αυτων εν συμφορα? | 15 Den Geplagten rettet Gott durch seine Plage und öffnet durch Bedrängnis sein Ohr. |
16 και ουτως ηθελε σε εκβαλει απο της στενοχωριας εις ευρυχωριαν, οπου δεν υπαρχει στενοχωρια? και το παρατιθεμενον επι της τραπεζης σου θελει εισθαι πληρες παχους. | 16 Auch dich entreißt er dem Rachen der Bedrängnis, in Weite stehst du, nicht in Enge, voll ist deine Tafel von fetten Speisen. |
17 Αλλα συ εξεπληρωσας δικην ασεβους? δικη και κρισις θελουσι σε καταλαβει. | 17 Doch wenn du wie ein Frevler richtest, wird Recht und Gericht dich treffen. |
18 Επειδη υπαρχει θυμος, προσεχε μη σε εξαφανιση δια της προσβολης αυτου? τοτε ουδε μεγα λυτρον ηθελε σε λυτρωσει. | 18 Zornglut verleite dich nicht beim Schicksalsschlag und reiches Lösegeld verführe dich nicht. |
19 Θελει αποβλεψει εις τα πλουτη σου, ουτε εις χρυσιον ουτε εις πασαν την ισχυν της δυναμεως; | 19 Wird dein Schreien aus der Not dich führen und alle Anstrengungen voll Kraft? |
20 Μη επιποθει την νυκτα, καθ' ην οι λαοι εκκοπτονται εν τω τοπω αυτων. | 20 Sehne nicht die Nacht herbei, die Völker von ihrer Stätte vertreibt. |
21 Προσεχε, μη στραφης προς την ανομιαν? διοτι συ προεκρινας τουτο μαλλον παρα την θλιψιν. | 21 Hüte dich und wende dich nicht zum Bösen! Denn darum wirst du durch Leid geprüft. |
22 Ιδου, ο Θεος ειναι υψωμενος δια της δυναμεως αυτου? τις διδασκει ως αυτος; | 22 Sieh, groß ist Gott in seiner Macht. Wer ist ein Lehrer wie er? |
23 Τις διωρισεν εις αυτον την οδον αυτου; η τις δυναται να ειπη, Επραξας ανομιαν; | 23 Wer will ihm weisen seinen Weg? Wer kann ihm sagen: Du tust Unrecht? |
24 Ενθυμου να μεγαλυνης το εργον αυτου, το οποιον θεωρουσιν οι ανθρωποι. | 24 Denk daran, hoch sein Werk zu preisen, von dem die Menschen Lieder singen. |
25 Πας ανθρωπος βλεπει αυτο? ο ανθρωπος θεωρει αυτο μακροθεν. | 25 Alle Welt schaut es voll Staunen, von ferne nur erblickt es der Mensch. |
26 Ιδου, ο Θεος ειναι μεγας και ακατανοητος εις ημας, και ο αριθμος των ετων αυτου ανεξερευνητος. | 26 Sieh, Gott ist groß, nicht zu begreifen, unerforschlich ist die Zahl seiner Jahre. |
27 Οταν ανασυρη τας ρανιδας του υδατος, αυται καταχεουσιν εκ των ατμων αυτου βροχην, | 27 Denn er zieht die Wassertropfen herauf, als Regen ergießen sie sich aus der Flut. |
28 την οποιαν τα νεφη ραινουσιν? αφθονως σταλαζουσιν επι τον ανθρωπον. | 28 Durch ihn rieseln die Wolken, träufeln nieder auf die vielen Menschen. |
29 Δυναται τις ετι να εννοηση τας εφαπλωσεις των νεφελων, τον κροτον της σκηνης αυτου; | 29 Wer gar versteht der Wolke Schweben, den Donnerhall aus seinem Zelt? |
30 Ιδου, εφαπλονει το φως αυτου επ' αυτην και σκεπαζει τους πυθμενας της θαλασσης? | 30 Sieh, darüber breitet er sein Licht und deckt des Meeres Wurzeln zu. |
31 επειδη δι' αυτων δικαζει τους λαους και διδει τροφην αφθονως. | 31 Denn damit richtet er die Völker, gibt Speise in reicher Fülle. |
32 Εν ταις παλαμαις αυτου κρυπτει την αστραπην? και προσταζει αυτην εις ο, τι εχει να απαντηση. | 32 Mit leuchtenden Blitzen füllt er beide Hände, bietet sie auf gegen den, der angreift. |
33 Παραγγελλει εις αυτην υπερ του φιλου αυτου, κατα δε του ασεβους ετοιμαζει οργην. | 33 Ihn kündigt an sein Donnerhall, wenn er im Zorn gegen den Frevel eifert. |