1 Ιδου, ταυτα παντα ειδεν ο οφθαλμος μου? το ωτιον μου ηκουσε και ενοησε ταυτα. | 1 Ed ecco, ogni cosa vidde l'occhio mio, e udio l'orecchio mio, e intesi ogni cosa. |
2 Καθως γνωριζετε σεις, γνωριζω και εγω? δεν ειμαι κατωτερος υμων. | 2 Secondo la vostra scienza e io conobbi, e non sono da meno di voi. |
3 Αλλ' ομως θελω λαλησει προς τον Παντοδυναμον, και επιθυμω να διαλεχθω μετα του Θεου. | 3 Ma pure all' Onnipotente favelleroe, e disputare con Dio desidero; |
4 Σεις δε εισθε εφευρεται ψευδους? εισθε παντες ιατροι ανωφελεις. | 4 in prima mostrando che voi siete fabbricatori della bugia, e amatori delle perverse sentenze. |
5 Ειθε να εσιωπατε πανταπασι και τουτο ηθελεν εισθαι εις εσας σοφια. | 5 E Iddio il volesse, che voi foste taciuti, acciò che voi foste tenuti savii. |
6 Ακουσατε τωρα τους λογους μου, και προσεξατε εις τας δικαιολογιας των χειλεων μου. | 6 Adunque udite le mie correzioni, e al giudicio delli miei labbri intendete. |
7 Θελετε λαλει αδικα υπερ του Θεου; και θελετε προφερει δολια υπερ αυτου; | 7 Or ha bisogno Iddio della vostra bugia, acciò che per lui favelliate inganno? |
8 Θελετε καμει προσωποληψιαν υπερ αυτου; θελετε δικολογησει υπερ του Θεου; | 8 Or desiderate voi la faccia sua, e per Dio vi sforzate giudicare? |
9 Ειναι καλον να σας εξιχνιαση; η καθως ανθρωπος περιγελα ανθρωπον, θελετε περιγελα αυτον; | 9 Ovvero piacerà a lui, il quale celare niuna cosa puote? Ovvero sarae ingannato, sì come l'uomo, colle vostre fraudi? |
10 Εξαπαντος θελει σας εξελεγξει, εαν κρυφιως προσωποληπτητε. | 10 Elli reprenderà voi, perciò che nascosamente la faccia sua ricevete. |
11 Το μεγαλειον αυτου δεν θελει σας τρομαξει, και ο φοβος αυτου πεσει εφ' υμας; | 11 Incontanente che si muoverà, turberà voi, e la paura sua rovinerae sopra voi. |
12 τα απομνημονευματα σας ισοδυναμουσι με κονιορτον, τα προπυργια σας με προπυργια χωματος. | 12 La vostra memoria s'assomiglierae alla cenere, e ritorneranno in luto li capi vostri. |
13 Σιωπησατε, αφησατε με, δια να λαλησω εγω, και ας ελθη επ' εμε ο, τι δηποτε. | 13 Tacete uno poco, acciò ch' io favelli qualunque cosa la mente rapporterà a me. |
14 δια τι πιανω τας σαρκας μου με τους οδοντας μου και βαλλω την ζωην μου εις την χειρα μου; | 14 Perchè lacero io le carni mie colli denti miei, e l'anima mia porto nelle mani mie? |
15 Και αν με θανατονη, εγω θελω ελπιζει εις αυτον? πλην θελω υπερασπισθη τας οδους μου ενωπιον αυτου. | 15 Ancora s' elli ucciderà me, in lui spererò; ma pure le vie mie nel cospetto suo riprenderò. |
16 Αυτος μαλιστα θελει εισθαι η σωτηρια μου? διοτι δεν θελει ελθει ενωπιον αυτου υποκριτης. | 16 Ed elli sarae lo mio Salvatore; e in veritade ogni ipocrita non verrà dinanzi a lui. |
17 Ακροασθητε προσεκτικως τον λογον μου, και την παραστασιν μου με τα ωτα σας. | 17 Udite la parola mia, e li miei parlari oscuri ricevete colle orecchie vostre. |
18 Ιδου τωρα, διεταξα την κρισιν μου? εξευρω οτι εγω θελω δικαιωθη. | 18 S' io sarò giudicato, so che giusto sarò trovato. |
19 Τις ειναι εκεινος οστις θελει αντιδιαλεχθη μετ' εμου, δια να σιωπησω τωρα και να εκπνευσω; | 19 Chi è colui il quale sia giudicato meco? venga; perchè tacendo mi consumo (nella mente)? |
20 Μονον δυο μη καμης εις εμε? τοτε δεν θελω κρυφθη απο του προσωπου σου? | 20 Due cose non mi fare, e allora della faccia tua non mi nasconderò. |
21 την χειρα σου απομακρυνον απ' εμου? και ο φοβος σου ας μη με τρομαξη. | 21 La tua mano fa di lungi da me, e la paura tua non mi spaventi. |
22 Επειτα καλεσον, και εγω θελω αποκριθη? η ας λαλησω, και αποκριθητι μοι. | 22 E chiama me, e io risponderò a te; ovvero certo io favelleroe, e tu risponderai a me. |
23 Ποσαι ειναι αι ανομιαι μου και αι αμαρτιαι μου; φανερωσον μοι το εγκλημα μου και την αμαρτιαν μου. | 23 Quante iniquitadi ho io e quanti peccati, le fellonie mie e peccati mostra a me. |
24 Δια τι κρυπτεις το προσωπον σου και με θεωρεις ως εχθρον σου; | 24 Perchè nascondi tu la faccia tua, e pensi tu me esser tuo nemico? |
25 Θελεις κατατριψει φυλλον φερομενον υπο του ανεμου; και θελεις κατατρεξει αχυρον ξηρον; | 25 Contro la foglia, che si tolle dal vento, mostri la tua potenza; e la paglia secca persèguiti. |
26 Διοτι γραφεις πικριας εναντιον μου, και αποδιδεις εις εμε τας ανομιας της νεοτητος μου? | 26 Certo tu scrivi contro a me la amaritudine, e vogli consumare me per li peccati della mia fanciullezza. |
27 και βαλλεις τους ποδας μου εις δεσμα, και παραφυλαττεις πασας τας οδους μου? σημειονεις τα ιχνη των ποδων εμου? | 27 Tu ponesti nel nervo lo mio piede, e osservasti tutte le mie vie, e le vestigie de' miei piedi considerasti. |
28 οστις φθειρεται ως πραγμα σεσηπος, ως ενδυμα σκωληκοβρωτον. | 28 Il quale sono da essere consumato come puzza, e sì come vestimento mangiato dalla tignuola. |