Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Proverbi 25


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 QUESTE ancora son sentenze di Salomone, le quali gli uomini di Ezechia, re di Giuda, raccolsero1 Και αυται ειναι παροιμιαι του Σολομωντος, τας οποιας συνελεξαν οι ανθρωποι του Εζεκιου, βασιλεως του Ιουδα.
2 La gloria di Dio è di celar la cosa; Ma la gloria dei re è d’investigare la cosa.2 Δοξα του Θεου ειναι να καλυπτη το πραγμα? δοξα δε των βασιλεων να εξιχνιαζωσι το πραγμα.
3 L’altezza del cielo, e la profondità della terra, E il cuor dei re, non si possono investigare3 Ο ουρανος κατα το υψος και η γη κατα το βαθος και η καρδια των βασιλεων ειναι ανεξερευνητα.
4 Togli le schiume dell’argento, E ne riuscirà un vaso all’orafo.4 Αφαιρεσον την σκωριαν απο του αργυρου, και σκευος θελει εξελθει εις τον χρυσοχοον?
5 Rimuovi l’empio d’innanzi al re, E il trono di esso sarà stabilito con giustizia5 αφαιρεσον τους ασεβεις απ' εμπροσθεν του βασιλεως, και ο θρονος αυτου θελει στερεωθη εν δικαιοσυνη.
6 Non fare il vanaglorioso in presenza del re, E non istar nel luogo de’ grandi;6 Μη αλαζονευου εμπροσθεν του βασιλεως, και μη ιστασαι εν τω τοπω των μεγαλων?
7 Perciocchè val maglio che ti si dica: Sali qua; Che se tu fossi abbassato davanti al principe, Che gli occhi tuoi hanno veduto7 Διοτι καλητερον να σοι ειπωσιν, Αναβα εδω, παρα να καταβιβασθης επι παρουσια του αρχοντος, τον οποιον ειδον οι οφθαλμοι σου.
8 Non uscir subitamente alla contesa; Che talora alla fin d’essa tu non faccia qualche cosa, Quando il tuo prossimo ti avrà fatta vergogna.8 Μη εξελθης εις εριδα ταχεως? μηποτε εν τω τελει απορησης τι να καμης, οταν ο πλησιον σου σε καταισχυνη.
9 Dibatti la tua lite col tuo prossimo; Ma non palesare il segreto di un altro;9 Εκδικασον την δικην σου μετα του πλησιον σου? και μη ανακαλυπτε το μυστικον αλλου?
10 Che talora chi ti ode non ti vituperi, E che la tua infamia non possa essere riparata10 Μηποτε ο ακουων σε ονειδιση και η καταισχυνη σου δεν εξαλειφθη.
11 La parola detta in modi convenevoli È simile a pomi d’oro tra figure d’argento.11 Λογος λαληθεις πρεποντως ειναι μηλα χρυσα εις ποικιλματα αργυρα.
12 Il savio riprenditore ad un orecchio ubbidiente È un monile d’oro, ed un ornamento d’oro finissimo12 Ως ενωτιον χρυσουν και στολιδιον καθαρου χρυσιου, ειναι ο σοφος ο ελεγχων ωτιον υπηκοον.
13 Il messo fedele è, a quelli che lo mandano, Come il fresco della neve in giorno di ricolta; E ristora l’anima de’ suoi padroni13 Ως το ψυχος της χιονος εν καιρω του θερισμου, ουτως ειναι ο πιστος πρεσβυς εις τους αποστελλοντας αυτον? διοτι αναπαυει την ψυχην των κυριων αυτου.
14 L’uomo che si gloria falsamente di liberalità È simile alle nuvole, ed al vento senza pioggia14 Ο καυχωμενος εις δωρον ψευδες ομοιαζει συννεφα και ανεμον χωρις βροχης.
15 Il principe si piega con sofferenza, E la lingua dolce rompe le ossa15 Δι' υπομονης πειθεται ο ηγεμων? και η γλυκεια γλωσσα συντριβει οστα.
16 Se tu trovi del miele, mangiane quanto ti basta; Che talora, se tu te ne satolli, tu nol vomiti fuori16 Ευρηκας μελι; φαγε οσον σοι ειναι αρκετον, μηποτε υπερεμπλησθης απ' αυτου και εξεμεσης αυτο.
17 Metti di rado il piè in casa del tuo prossimo; Che talora egli non si sazii di te, e ti odii17 Σπανιως βαλε τον ποδα σου εις τον οικον του πλησιον σου, μηποτε σε βαρυνθη και σε μισηση.
18 Un uomo che dice falsa testimonianza contro al suo prossimo È come un martello, una spada, ed una saetta acuta18 Ο ανθρωπος, οστις μαρτυρει κατα του πλησιον αυτου μαρτυριαν ψευδη, ειναι ως ροπαλον και μαχαιρα και βελος οξυ.
19 La confidanza che si pone nel disleale è, in giorno di afflizione, Un dente rotto, ed un piè dislogato19 Πιστις προς απιστον εν ημερα συμφορας ειναι ως οδοντιον σεσηπος και πους εξηρθρωμενος.
20 Chi canta canzoni presso di un cuor dolente È come chi si toglie la vesta d’addosso in giorno di freddo, E come l’aceto sopra il nitro20 Ως ο εκδυομενος ιματιον εν ημερα ψυχους και το οξος επι νιτρον, ουτως ειναι ο ψαλλων ασματα εις λελυπημενην καρδιαν.
21 Se colui che ti odia ha fame, dagli da mangiar del pane; E se ha sete, dagli da bere dell’acqua;21 Εαν πεινα ο εχθρος σου, δος εις αυτον αρτον να φαγη? και εαν διψα, ποτισον αυτον υδωρ?
22 Perciocchè così tu gli metterai delle brace in su la testa; E il Signore te ne farà la retribuzione22 διοτι θελεις σωρευσει ανθρακας πυρος επι την κεφαλην αυτου, και ο Κυριος θελει σε ανταμειψει.
23 Il vento settentrionale dissipa la pioggia; E il viso sdegnoso la lingua che sparla di nascosto23 Ο βορρας ανεμος εκδιωκει την βροχην? το δε ωργισμενον προσωπον την υποψιθυριζουσαν γλωσσαν.
24 Meglio vale abitare sopra il canto di un tetto, Che con una moglie rissosa in casa comune24 Καλητερον να κατοικη τις εν γωνια δωματος, παρα εν οικω ευρυχωρω μετα γυναικος φιλεριδος.
25 Una buona novella di lontan paese È come acqua fresca alla persona stanca ed assetata25 Ως υδωρ ψυχρον εις ψυχην διψωσαν, ουτως ειναι αγγελιαι αγαθαι απο μακρυνης γης.
26 Il giusto che vacilla davanti all’empio, È una fonte calpestata, ed una vena d’acque guasta26 Ο δικαιος σφαλλων εμπροσθεν του ασεβους ειναι ως πηγη θολερα και βρυσις διαφθαρεισα.
27 Il mangiar troppo miele non è bene, E l’investigar colui che è la gloria degli uomini è cosa gloriosa27 Καθως δεν ειναι καλον να τρωγη τις πολυ μελι, ουτω δεν ειναι ενδοξον να ζητη την ιδιαν αυτου δοξαν.
28 L’uomo, il cui animo non ha ritegno alcuno, È una città sfasciata, senza mura28 Οστις δεν κρατει το πνευμα αυτου, ειναι ως πολις κατηδαφισμενη και ατειχιστος.