ΙΩΒ - Giobbe - Job 9
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL |
---|---|
1 Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν? | 1 Da antwortete Ijob und sprach: |
2 Αληθως εξευρω οτι ουτως εχει? αλλα πως ο ανθρωπος θελει δικαιωθη ενωπιον του Θεου; | 2 Wahrhaftig weiß ich, dass es so ist: Wie wäre ein Mensch bei Gott im Recht! |
3 Εαν θεληση να διαδικασθη μετ' αυτου δεν δυναται να αποκριθη προς αυτον εν εκ χιλιων. | 3 Wenn er mit ihm rechten wollte, nicht auf eins von tausend könnt er ihm Rede stehen. |
4 Ειναι σοφος την καρδιαν και κραταιος την δυναμιν? τις εσκληρυνθη εναντιον αυτου και ευτυχησεν; | 4 Weisen Sinnes und stark an Macht - wer böte ihm Trotz und bliebe heil? |
5 Αυτος μετακινει τα ορη, και δεν γνωριζουσι τις εστρεψεν αυτα εν τη οργη αυτου. | 5 Er versetzt Berge; sie merken es nicht, dass er in seinem Zorn sie umstürzt. |
6 Αυτος σειει την γην απο του τοπου αυτης, και οι στυλοι αυτης σαλευονται. | 6 Er erschüttert die Erde an ihrem Ort, sodass ihre Säulen erzittern. |
7 Αυτος προσταζει τον ηλιον, και δεν ανατελλει? και κρυπτει υπο σφραγιδα τα αστρα. | 7 Er spricht zur Sonne, sodass sie nicht strahlt, er versiegelt die Sterne. |
8 Αυτος μονος εκτεινει τους ουρανους και πατει επι τα υψη της θαλασσης. | 8 Er spannt allein den Himmel aus und schreitet einher auf den Höhen des Meeres. |
9 Αυτος καμνει τον Αρκτουρον, τον Ωριωνα και την Πλειαδα και τα ταμεια του νοτου. | 9 Er schuf das Sternbild des Bären, den Orion, das Siebengestirn, die Kammern des Südens. |
10 Αυτος καμνει μεγαλεια ανεξιχνιαστα και θαυμασια αναριθμητα. | 10 Er schuf so Großes, es ist nicht zu erforschen, Wunderdinge, sie sind nicht zu zählen. |
11 Ιδου, διαβαινει πλησιον μου, και δεν βλεπω αυτον? διερχεται, και δεν εννοω αυτον. | 11 Zieht er an mir vorüber, ich seh ihn nicht, fährt er daher, ich merk ihn nicht. |
12 Ιδου, αφαιρει? τις θελει εμποδισει αυτον; τις θελει ειπει προς αυτον, Τι καμνεις; | 12 Rafft er hinweg, wer hält ihn zurück? Wer darf zu ihm sagen: Was tust du da? |
13 Εαν ο Θεος δεν συρη την οργην αυτου, οι επηρμενοι βοηθοι καταβαλλονται υποκατω αυτου. | 13 Gott hält seinen Zorn nicht zurück, unter ihm mussten selbst Rahabs Helfer sich beugen. |
14 Ποσον ολιγωτερον εγω ηθελον αποκριθη προς αυτον, εκλεγων τους προς αυτον λογους μου; | 14 Wie sollte denn ich ihm entgegnen, wie meine Worte gegen ihn wählen? |
15 προς τον οποιον, και αν ημην δικαιος, δεν ηθελον αποκριθη, αλλ' ηθελον ζητησει ελεος παρα του Κριτου μου. | 15 Und wär ich im Recht, ich könnte nichts entgegnen, um Gnade müsste ich bei meinem Richter flehen. |
16 Εαν κραξω, και μοι αποκριθη, δεν ηθελον πιστευσει οτι εισηκουσε της φωνης μου. | 16 Wollte ich rufen, würde er mir Antwort geben? Ich glaube nicht, dass er auf meine Stimme hört. |
17 Διοτι με κατασυντριβει με ανεμοστροβιλον και πληθυνει τας πληγας μου αναιτιως. | 17 Er, der im Sturm mich niedertritt, ohne Grund meine Wunden mehrt, |
18 Δεν με αφινει να αναπνευσω, αλλα με χορταζει απο πικριας. | 18 er lässt mich nicht zu Atem kommen, er sättigt mich mit Bitternis. |
19 Εαν προκηται περι δυναμεως, ιδου, ειναι δυνατος? και εαν περι κρισεως, τις θελει μαρτυρησει υπερ εμου; | 19 Geht es um Kraft, er ist der Starke, geht es um Recht, wer lädt mich vor? |
20 Εαν ηθελον να δικαιωσω εμαυτον, το στομα μου ηθελε με καταδικασει? εαν ηθελον ειπει, ειμαι αμεμπτος, ηθελε με αποδειξει διεφθαρμενον. | 20 Wär ich im Recht, mein eigener Mund spräche mich schuldig, wäre ich gerade, er machte mich krumm. |
21 Και αν ημην αμεμπτος, δεν ηθελον φροντισει περι εμαυτου? ηθελον καταφρονησει την ζωην μου. | 21 Schuldlos bin ich, doch achte ich nicht auf mich, mein Leben werfe ich hin. |
22 Εν τουτο ειναι, δια τουτο ειπα, αυτος αφανιζει τον αμεμπτον και τον ασεβη. | 22 Einerlei; so sag ich es denn: Schuldlos wie schuldig bringt er um. |
23 Και αν η μαστιξ αυτου θανατονη ευθυς, γελα ομως εις την δοκιμασιαν των αθωων. | 23 Wenn die Geißel plötzlich tötet, spottet er über der Schuldlosen Angst. |
24 Η γη παρεδοθη εις τας χειρας του ασεβους? αυτος σκεπαζει τα προσωπα των κριτων αυτης? αν ουχι αυτος, που και τις ειναι; | 24 Die Erde ist in Frevlerhand gegeben, das Gesicht ihrer Richter deckt er zu. Ist er es nicht, wer ist es dann? |
25 Αι δε ημεραι μου ειναι ταχυδρομου ταχυτεραι? φευγουσι και δεν βλεπουσι καλον. | 25 Schneller als ein Läufer eilen meine Tage, sie fliehen dahin und schauen kein Glück. |
26 Παρηλθον ως πλοια σπευδοντα? ως αετος πετωμενος επι το θηραμα. | 26 Sie gleiten vorbei wie Kähne aus Schilf, dem Adler gleich, der auf Beute stößt. |
27 Εαν ειπω, Θελω λησμονησει το παραπονον μου, θελω παραιτησει το πενθος μου και παρηγορηθη? | 27 Sage ich: Ich will meine Klage vergessen, meine Miene ändern und heiter blicken!, |
28 τρομαζω δια πασας τας θλιψεις μου, γνωριζων οτι δεν θελεις με αθωωσει. | 28 so graut mir vor all meinen Schmerzen; ich weiß, du sprichst mich nicht frei. |
29 Ειμαι ασεβης? δια τι λοιπον να κοπιαζω εις ματην; | 29 Ich muss nun einmal schuldig sein, wozu müh ich mich umsonst? |
30 Εαν λουσθω εν υδατι χιονος και επιμελως αποκαθαρισω τας χειρας μου? | 30 Wollte ich auch mit Schnee mich waschen, meine Hände mit Lauge reinigen, |
31 συ ομως θελεις με βυθισει εις τον βορβορον, ωστε και αυτα μου τα ιματια θελουσι με βδελυττεσθαι. | 31 du würdest mich doch in die Grube tauchen, sodass meinen Kleidern vor mir ekelt. |
32 Διοτι δεν ειναι ανθρωπος ως εγω, δια να αποκριθω προς αυτον, και να ελθωμεν εις κρισιν ομου. | 32 Denn du bist kein Mensch wie ich, dem ich entgegnen könnte: Lasst uns zusammen zum Gericht gehen! |
33 Δεν υπαρχει μεσιτης μεταξυ ημων, δια να βαλη την χειρα αυτου επ' αμφοτερους ημας. | 33 Gäbe es doch einen Schiedsmann zwischen uns! Er soll seine Hand auf uns beide legen. |
34 Ας απομακρυνη απ' εμου την ραβδον αυτου, και ο φοβος αυτου ας μη με εκπληττη? | 34 Er nehme von mir seine Rute, sein Schrecken soll mich weiter nicht ängstigen; |
35 τοτε θελω λαλησει και δεν θελω φοβηθη αυτον? διοτι ουτω δεν ειμαι εν εμαυτω. | 35 dann will ich reden, ohne ihn zu fürchten. Doch so ist es nicht um mich bestellt. |