Livre des Psaumes 60
1234567891011121314151617181920212224252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBLES DES PEUPLES | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Au maître de chant. Sur l’air “le lys du témoignage…”. Poème de David pour l’enseignement. | 1 Εις τον πρωτον μουσικον, επι Σουσαν-εδουθ, Μικταμ του Δαβιδ προς διδασκαλιαν, οποτε επολεμησε την Συριαν της Μεσοποταμιας και την Συριαν Σωβα, ο δε Ιωαβ επεστρεψε και επαταξε του Εδωμ εν τη κοιλαδι του αλατος δωδεκα χιλιαδας.>> Θεε, απερριψας ημας? διεσκορπισας ημας? ωργισθης? επιστρεψον εις ημας. |
2 Lorsque David fit la guerre aux Syriens de Mésopotamie et à ceux de Soba, et que Joab revint de la vallée du Sel, victorieux de 12 000 Édomites. | 2 Εσεισας την γην? διεσχισας αυτην? ιασαι τα συντριμματα αυτης, διοτι σαλευεται. |
3 Ô Dieu, tu nous as rejetés, mis en pièces, tu étais irrité, reviens donc à nous. | 3 Εδειξας εις τον λαον σου πραγματα σκληρα? εποτισας ημας οινον παραφροσυνης. |
4 Tu as ébranlé le pays, il s’est lézardé; répare ses brèches, car il s’écroule. | 4 Εδωκας εις τους φοβουμενους σε σημαιαν, δια να υψονηται υπερ της αληθειας. Διαψαλμα. |
5 Tu en as fait voir de dures à ton peuple, nous faisant boire un vin qui donne le vertige. | 5 Δια να ελευθερονωνται οι αγαπητοι σου, σωσον δια της δεξιας σου και επακουσον μου. |
6 Tu portais l’étendard de ceux qui te craignent, mais tu l’as mis derrière: ils ont fui devant l’arc. | 6 Ο Θεος ελαλησεν εν τω αγιαστηριω αυτου? θελω χαιρει? θελω μοιρασει την Συχεμ και την κοιλαδα Σοκχωθ θελω διαμετρησει. |
7 Délivre maintenant ceux que tu aimes, que ta main nous sauve, aie pitié de nous! | 7 Εμου ειναι ο Γαλααδ και εμου ο Μανασσης? ο μεν Εφραιμ ειναι η δυναμις της κεφαλης μου? ο δε Ιουδας ο νομοθετης μου? |
8 Dieu a parlé dans son sanctuaire: “Je suis plein d’allant, je vais partager Sichem et lotir la vallée des Tentes. | 8 Ο Μωαβ ειναι η λεκανη του νιψιματος μου? επι τον Εδωμ θελω ριψει το υποδημα μου? αλαλαξον επ' εμοι, Παλαιστινη. |
9 Je prends pour moi Galaad et Manassé, Éphraïm aussi, il sera mon casque, et Juda, mon bâton de commandement. | 9 Τις θελει με φερει εις την περιτετειχισμενην πολιν; τις θελει με οδηγησει εως Εδωμ; |
10 Alors Moab sera ma cuvette, pour m’y laver, je jetterai ma sandale sur Édom, je lancerai le cri de guerre contre les Philistins.” | 10 Ουχι συ, Θεε, ο απορριψας ημας; και δεν θελεις εξελθει, Θεε, μετα των στρατευματων ημων; |
11 Qui donc nous mènera à la ville forte, qui nous conduira jusqu’en terre d’Édom? | 11 Βοηθησον ημας απο της θλιψεως? διοτι ματαια ειναι η παρα των ανθρωπων σωτηρια. |
12 Qui sinon toi, ô Dieu? Mais tu nous as rejetés, tu ne sors plus avec nos troupes. | 12 Δια του Θεου θελομεν καμει ανδραγαθιας, και αυτος θελει καταπατησει τους εχθρους ημων. |
13 Aide-nous contre l’oppresseur, car rien n’est décevant comme un secours humain. | |
14 Avec Dieu nous ferons des merveilles, il écrasera nos adversaires. |