Psalmi 94
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Gen
Ex
Lv
Nm
Deut
Ios
Iudc
Ruth
1 Re
2 Re
3 Re
4 Re
1 Par
2 Par
Esd
Neh
Tob
Iudt
Esth
1 Mach
2 Mach
Iob
Ps
Prov
Eccle
Cant
Sap
Eccli
Isa
Ier
Lam
Bar
Ez
Dan
Os
Ioel
Am
Abd
Ion
Mi
Nah
Hab
Soph
Agg
Zach
Mal
Mt
Mc
Lc
Io
Act
Rom
1Cor
2Cor
Gal
Eph
Phil
Col
1 Thess
2 Thess
1 Tim
2 Tim
Tit
Philem
Hebr
Iac
1 Pt
2 Pt
1 Io
2 Io
3 Io
Iud
Apoc
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
NOVA VULGATA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Deus ultionum, Domine, Deus ultionum, effulge. | 1 Θεε των εκδικησεων, Κυριε, Θεε των εκδικησεων, εμφανηθι. |
2 Exaltare, qui iudicas terram, redde retributionem superbis. | 2 Υψωθητι, Κριτα της γης? αποδος ανταποδοσιν εις τους υπερηφανους. |
3 Usquequo peccatores, Domine, usquequo peccatores exsultabunt? | 3 Εως ποτε οι ασεβεις, Κυριε, εως ποτε οι ασεβεις θελουσι θριαμβευει; |
4 Effabuntur et loquentur proterva, gloriabuntur omnes, qui operantur iniquitatem. - | 4 Εως ποτε θελουσι προφερει και λαλει σκληρα; θελουσι καυχασθαι παντες οι εργαται της ανομιας; |
5 Populum tuum, Domine, humiliant et hereditatem tuam vexant. | 5 Τον λαον σου, Κυριε, καταθλιβουσι και την κληρονομιαν σου κακοποιουσι. |
6 Viduam et advenam interficiunt et pupillos occidunt. | 6 Την χηραν και τον ξενον φονευουσι και θανατονουσι τους ορφανους. |
7 Et dixerunt: “ Non videbit Dominus, nec intelleget Deus Iacob ”. | 7 Και λεγουσι, δεν θελει ιδει ο Κυριος ουδε θελει νοησει ο Θεος του Ιακωβ. |
8 Intellegite, insipientes in populo; et stulti, quando sapietis? | 8 Εννοησατε, οι αφρονες μεταξυ του λαου? και οι μωροι, ποτε θελετε φρονιμευσει; |
9 Qui plantavit aurem, non audiet, aut qui finxit oculum, non respiciet? | 9 Ο φυτευσας το ωτιον, δεν θελει ακουσει; ο πλασας τον οφθαλμον, δεν θελει ιδει; |
10 Qui corripit gentes, non arguet, qui docet hominem scientiam? | 10 Ο σωφρονιζων τα εθνη, δεν θελει ελεγξει; ο διδασκων τον ανθρωπον γνωσιν; |
11 Dominus scit cogitationes hominum, quoniam vanae sunt. | 11 Ο Κυριος γνωριζει τους διαλογισμους των ανθρωπων, οτι ειναι ματαιοι. |
12 Beatus homo, quem tu erudieris, Domine, et de lege tua docueris eum, | 12 Μακαριος ο ανθρωπος, τον οποιον σωφρονιζεις, Κυριε, και δια του νομου σου διδασκεις αυτον? |
13 ut mitiges ei a diebus malis, donec fodiatur peccatori fovea. | 13 δια να αναπαυης αυτον απο των ημερων της συμφορας, εωσου σκαφθη λακκος εις τον ασεβη. |
14 Quia non repellet Dominus plebem suam et hereditatem suam non derelinquet. | 14 Διοτι δεν θελει απορριψει ο Κυριος τον λαον αυτου, και την κληρονομιαν αυτου δεν θελει εγκαταλειψει. |
15 Quia ad iustitiam revertetur iudicium, et sequentur illam omnes, qui recto sunt corde. | 15 Επειδη η κρισις θελει επιστρεψει εις την δικαιοσυνην, και θελουσιν ακολουθησει αυτην παντες οι ευθεις την καρδιαν. |
16 Quis consurget mihi adversus malignantes, aut quis stabit mecum adversus operantes iniquitatem? | 16 Τις θελει σηκωθη υπερ εμου κατα των πονηρευομενων; τις θελει παρασταθη υπερ εμου κατα των εργατων της ανομιας; |
17 Nisi quia Dominus adiuvit me, paulo minus habitasset in loco silentii anima mea. | 17 Εαν ο Κυριος δεν με εβοηθει, παρ' ολιγον ηθελε κατοικησει ψυχη μου εν τη σιωπη. |
18 Si dicebam: “ Motus est pes meus ”, misericordia tua, Domine, sustentabatme. | 18 Οτε ελεγον, ωλισθησεν ο πους μου, το ελεος σου, Κυριε, με εβοηθει. |
19 In multitudine sollicitudinum mearum in corde meo, consolationes tuae laetificaverunt animam meam. | 19 Εν τω πληθει των αμηχανιων της καρδιας μου, αι παρηγοριαι σου ευφραναν την ψυχην μου. |
20 Numquid sociabitur tibi sedes iniquitatis, quae fingit molestiam contra praeceptum? | 20 Μηπως εχει μετα σου συγκοινωνιαν ο θρονος της ανομιας, οστις μηχαναται αδικιαν αντι νομου; |
21 Irruunt in animam iusti et sanguinem innocentem condemnant. | 21 Αυτοι εφορμωσι κατα της ψυχης του δικαιου και αιμα αθωον καταδικαζουσιν. |
22 Et factus est mihi Dominus in praesidium, et Deus meus in rupem refugii mei; | 22 Αλλ' ο Κυριος ειναι εις εμε καταφυγιον και ο Θεος μου το φρουριον της ελπιδος μου. |
23 et reddet illis iniquitatem ipsorum et in malitia eorum disperdet eos, | 23 Και θελει επιστρεψει επ' αυτους την ανομιαν αυτων και εν τη πονηρια αυτων θελει αφανισει αυτους? Κυριος ο Θεος ημων θελει αφανισει αυτους. |
24 disperdet illos Dominus Deus noster. |