Scrutatio

Lunedi, 6 maggio 2024 - San Pietro Nolasco ( Letture di oggi)

Mark 14


font
NEW AMERICAN BIBLEGREEK BIBLE
1 The Passover and the Feast of Unleavened Bread were to take place in two days' time. So the chief priests and the scribes were seeking a way to arrest him by treachery and put him to death.1 Μετα δε δυο ημερας ητο το πασχα και τα αζυμα. Και εζητουν οι αρχιερεις και οι γραμματεις πως να συλλαβωσιν αυτον με δολον και να θανατωσωσιν.
2 They said, "Not during the festival, for fear that there may be a riot among the people."2 Ελεγον δε, Μη εν τη εορτη, μηποτε γεινη θορυβος του λαου.
3 When he was in Bethany reclining at table in the house of Simon the leper, a woman came with an alabaster jar of perfumed oil, costly genuine spikenard. She broke the alabaster jar and poured it on his head.3 Και ενω αυτος ητο εν Βηθανια εν τη οικια Σιμωνος του λεπρου, και εκαθητο εις την τραπεζαν, ηλθε γυνη εχουσα αλαβαστρον μυρου ναρδου καθαρας πολυτιμου, και συντριψασα το αλαβαστρον, εχυσε το μυρον επι της κεφαλης αυτου.
4 There were some who were indignant. "Why has there been this waste of perfumed oil?4 Ησαν δε τινες αγανακτουντες καθ' εαυτους και λεγοντες? Δια τι εγεινεν η απωλεια αυτη του μυρου;
5 It could have been sold for more than three hundred days' wages and the money given to the poor." They were infuriated with her.5 διοτι ηδυνατο τουτο να πωληθη υπερ τριακοσια δηναρια και να δοθωσιν εις τους πτωχους? και ωργιζοντο κατ' αυτης.
6 Jesus said, "Let her alone. Why do you make trouble for her? She has done a good thing for me.6 Αλλ' ο Ιησους ειπεν? Αφησατε αυτην? δια τι ενοχλειτε αυτην; καλον εργον επραξεν εις εμε.
7 The poor you will always have with you, and whenever you wish you can do good to them, but you will not always have me.7 Διοτι τους πτωχους παντοτε εχετε μεθ' εαυτων, και οταν θελητε, δυνασθε να ευεργετησητε αυτους? εμε ομως παντοτε δεν εχετε.
8 She has done what she could. She has anticipated anointing my body for burial.8 Ο, τι ηδυνατο αυτη επραξε? προελαβε να αλειψη με μυρον το σωμα μου δια τον ενταφιασμον.
9 Amen, I say to you, wherever the gospel is proclaimed to the whole world, what she has done will be told in memory of her."9 Αληθως σας λεγω, Οπου αν κηρυχθη το ευαγγελιον τουτο εις ολον τον κοσμον, και εκεινο το οποιον επραξεν αυτη θελει λαληθη εις μνημοσυνον αυτης.
10 Then Judas Iscariot, one of the Twelve, went off to the chief priests to hand him over to them.10 Τοτε ο Ιουδας ο Ισκαριωτης, εις των δωδεκα, υπηγε προς τους αρχιερεις, δια να παραδωση αυτον εις αυτους.
11 When they heard him they were pleased and promised to pay him money. Then he looked for an opportunity to hand him over.11 Εκεινοι δε ακουσαντες εχαρησαν και υπεσχεθησαν να δωσωσιν εις αυτον αργυρια? και εζητει πως να παραδωση αυτον εν ευκαιρια.
12 On the first day of the Feast of Unleavened Bread, when they sacrificed the Passover lamb, his disciples said to him, "Where do you want us to go and prepare for you to eat the Passover?"12 Και τη πρωτη ημερα των αζυμων, οτε εθυσιαζον το πασχα, λεγουσι προς αυτον οι μαθηται αυτου? Που θελεις να υπαγωμεν και να ετοιμασωμεν δια να φαγης το πασχα;
13 He sent two of his disciples and said to them, "Go into the city and a man will meet you, carrying a jar of water. Follow him.13 Και αποστελλει δυο των μαθητων αυτου και λεγει προς αυτους? Υπαγετε εις την πολιν, και θελει σας απαντησει ανθρωπος βασταζων σταμνιον υδατος? ακολουθησατε αυτον,
14 Wherever he enters, say to the master of the house, 'The Teacher says, "Where is my guest room where I may eat the Passover with my disciples?"'14 και οπου εισελθη, ειπατε προς τον οικοδεσποτην οτι ο Διδασκαλος λεγει? Που ειναι το καταλυμα, οπου θελω φαγει το πασχα μετα των μαθητων μου;
15 Then he will show you a large upper room furnished and ready. Make the preparations for us there."15 Και αυτος θελει σας δειξει ανωγεον μεγα εστρωμενον ετοιμον? εκει ετοιμασατε εις ημας.
16 The disciples then went off, entered the city, and found it just as he had told them; and they prepared the Passover.16 Και εξηλθον οι μαθηται αυτου και ηλθον εις την πολιν, και ευρον καθως ειπε προς αυτους, και ητοιμασαν το πασχα.
17 When it was evening, he came with the Twelve.17 Και οτε εγεινεν εσπερα, ερχεται μετα των δωδεκα?
18 And as they reclined at table and were eating, Jesus said, "Amen, I say to you, one of you will betray me, one who is eating with me."18 και ενω εκαθηντο εις την τραπεζαν και ετρωγον, ειπεν ο Ιησους? Αληθως σας λεγω οτι εις εξ υμων θελει με παραδωσει, οστις τρωγει μετ' εμου.
19 They began to be distressed and to say to him, one by one, "Surely it is not I?"19 Οι δε ηρχισαν να λυπωνται και να λεγωσι προς αυτον εις εκαστος? Μηπως εγω; και αλλος? Μηπως εγω;
20 He said to them, "One of the Twelve, the one who dips with me into the dish.20 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Εις εκ των δωδεκα, ο εμβαπτων μετ' εμου εις το πινακιον την χειρα.
21 For the Son of Man indeed goes, as it is written of him, but woe to that man by whom the Son of Man is betrayed. It would be better for that man if he had never been born."21 Ο μεν Υιος του ανθρωπου υπαγει, καθως ειναι γεγραμμενον περι αυτου? ουαι δε εις τον ανθρωπον εκεινον, δια του οποιου ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται? καλον ητο εις τον ανθρωπον εκεινον, αν δεν ηθελε γεννηθη.
22 While they were eating, he took bread, said the blessing, broke it, and gave it to them, and said, "Take it; this is my body."22 Και ενω ετρωγον, λαβων ο Ιησους αρτον ευλογησας εκοψε και εδωκεν εις αυτους και ειπε? λαβετε, φαγετε? τουτο ειναι το σωμα μου.
23 Then he took a cup, gave thanks, and gave it to them, and they all drank from it.23 Και λαβων το ποτηριον, ευχαριστησε και εδωκεν εις αυτους, και επιον εξ αυτου παντες.
24 He said to them, "This is my blood of the covenant, which will be shed for many.24 Και ειπε προς αυτους? Τουτο ειναι το αιμα μου το της καινης διαθηκης, το περι πολλων εκχυνομενον.
25 Amen, I say to you, I shall not drink again the fruit of the vine until the day when I drink it new in the kingdom of God."25 Αληθως σας λεγω οτι δεν θελω πιει πλεον εκ του γεννηματος της αμπελου εως της ημερας εκεινης, οταν πινω αυτο νεον εν τη βασιλεια του Θεου.
26 Then, after singing a hymn, they went out to the Mount of Olives.26 Και αφου υμνησαν, εξηλθον εις το ορος των ελαιων,
27 Then Jesus said to them, "All of you will have your faith shaken, for it is written: 'I will strike the shepherd, and the sheep will be dispersed.'27 Και λεγει προς αυτους ο Ιησους οτι παντες θελετε σκανδαλισθη εν εμοι την νυκτα ταυτην? διοτι ειναι γεγραμμενον, Θελω παταξει τον ποιμενα και θελουσι διασκορπισθη τα προβατα?
28 But after I have been raised up, I shall go before you to Galilee."28 αφου ομως αναστηθω, θελω υπαγει προτερον υμων εις την Γαλιλαιαν.
29 Peter said to him, "Even though all should have their faith shaken, mine will not be."29 Ο δε Πετρος ειπε προς αυτον? Και εαν παντες σκανδαλισθωσιν, εγω ομως ουχι.
30 Then Jesus said to him, "Amen, I say to you, this very night before the cock crows twice you will deny me three times."30 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Αληθως σοι λεγω οτι σημερον την νυκτα ταυτην, πριν ο αλεκτωρ φωναξη δις, τρις θελεις με απαρνηθη.
31 But he vehemently replied, "Even though I should have to die with you, I will not deny you." And they all spoke similarly.31 Ο δε ετι μαλλον ελεγεν? Εαν γεινη χρεια να συναποθανω μετα σου, δεν θελω σε απαρνηθη. Ωσαυτως δε και παντες ελεγον.
32 Then they came to a place named Gethsemane, and he said to his disciples, "Sit here while I pray."32 Και ερχονται εις χωριον ονομαζομενον Γεθσημανη, και λεγει προς τους μαθητας αυτου? Καθησατε εδω, εωσου προσευχηθω?
33 He took with him Peter, James, and John, and began to be troubled and distressed.33 και παραλαμβανει τον Πετρον και τον Ιακωβον και Ιωαννην μεθ' εαυτου, και ηρχισε να εκθαμβηται και να αδημονη.
34 Then he said to them, "My soul is sorrowful even to death. Remain here and keep watch."34 Και λεγει προς αυτους? Περιλυπος ειναι η ψυχη μου εως θανατου? μεινατε εδω και αγρυπνειτε.
35 He advanced a little and fell to the ground and prayed that if it were possible the hour might pass by him;35 Και προχωρησας ολιγον, επεσεν επι της γης και προσηυχετο να παρελθη αν ηναι δυνατον απ' αυτου η ωρα εκεινη,
36 he said, "Abba, Father, all things are possible to you. Take this cup away from me, but not what I will but what you will."36 και ελεγεν? Αββα ο Πατηρ, παντα ειναι δυνατα εις σε? απομακρυνον απ' εμου το ποτηριον τουτο. Ουχι ομως ο, τι θελω εγω, αλλ' ο, τι συ.
37 When he returned he found them asleep. He said to Peter, "Simon, are you asleep? Could you not keep watch for one hour?37 Και ερχεται και ευρισκει αυτους κοιμωμενους και λεγει προς τον Πετρον? Σιμων, κοιμασαι; δεν ηδυνηθης μιαν ωραν να αγρυπνησης;
38 Watch and pray that you may not undergo the test. The spirit is willing but the flesh is weak."38 αγρυπνειτε και προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον? το μεν πνευμα προθυμον, η δε σαρξ ασθενης.
39 Withdrawing again, he prayed, saying the same thing.39 Και παλιν υπηγε και προσηυχηθη, ειπων τον αυτον λογον.
40 Then he returned once more and found them asleep, for they could not keep their eyes open and did not know what to answer him.40 Και επιστρεψας ευρεν αυτους παλιν κοιμωμενους? διοτι οι οφθαλμοι αυτων ησαν βεβαρημενοι και δεν ηξευρον τι να αποκριθωσι προς αυτον.
41 He returned a third time and said to them, "Are you still sleeping and taking your rest? It is enough. The hour has come. Behold, the Son of Man is to be handed over to sinners.41 Και ερχεται την τριτην φοραν και λεγει προς αυτους? Κοιμασθε το λοιπον και αναπαυεσθε. Αρκει? ηλθεν η ωρα? ιδου, παραδιδεται ο Υιος του ανθρωπου εις τας χειρας των αμαρτωλων.
42 Get up, let us go. See, my betrayer is at hand."42 Εγερθητε, υπαγωμεν? ιδου, ο παραδιδων με επλησιασε.
43 Then, while he was still speaking, Judas, one of the Twelve, arrived, accompanied by a crowd with swords and clubs who had come from the chief priests, the scribes, and the elders.43 Και ευθυς, ενω ελαλει ετι, ερχεται ο Ιουδας, εις εκ των δωδεκα, και μετ' αυτου οχλος πολυς μετα μαχαιρων και ξυλων, παρα των αρχιερεων και των γραμματεων και των πρεσβυτερων.
44 His betrayer had arranged a signal with them, saying, "The man I shall kiss is the one; arrest him and lead him away securely."44 Ο δε παραδιδων αυτον ειχε δωσει εις αυτους σημειον, λεγων? Οντινα φιλησω, αυτος ειναι? πιασατε αυτον και φερετε ασφαλως.
45 He came and immediately went over to him and said, "Rabbi." And he kissed him.45 Και οτε ηλθεν, ευθυς πλησιασας εις αυτον λεγει? Ραββι, Ραββι, και κατεφιλησεν αυτον.
46 At this they laid hands on him and arrested him.46 Και εκεινοι επεβαλον επ' αυτον τας χειρας αυτων και επιασαν αυτον.
47 One of the bystanders drew his sword, struck the high priest's servant, and cut off his ear.47 Εις δε τις των παρεστωτων συρας την μαχαιραν, εκτυπησε τον δουλον του αρχιερεως και απεκοψε το ωτιον αυτου.
48 Jesus said to them in reply, "Have you come out as against a robber, with swords and clubs, to seize me?48 Και αποκριθεις ο Ιησους ειπε προς αυτους? Ως επι ληστην εξηλθετε μετα μαχαιρων και ξυλων να με συλλαβητε;
49 Day after day I was with you teaching in the temple area, yet you did not arrest me; but that the scriptures may be fulfilled."49 καθ' ημεραν ημην πλησιον υμων εν τω ιερω διδασκων, και δεν με επιασατε, πλην τουτο εγεινε δια να πληρωθωσιν αι γραφαι.
50 And they all left him and fled.50 Και αφησαντες αυτον παντες εφυγον.
51 Now a young man followed him wearing nothing but a linen cloth about his body. They seized him,51 Και εις τις νεανισκος ηκολουθει αυτον, περιτετυλιγμενος σινδονα εις το γυμνον σωμα αυτου? και πιανουσιν αυτον οι νεανισκοι.
52 but he left the cloth behind and ran off naked.52 Ο δε αφησας την σινδονα, εφυγεν απ' αυτων γυμνος.
53 They led Jesus away to the high priest, and all the chief priests and the elders and the scribes came together.53 Και εφεραν τον Ιησουν προς τον αρχιερεα? και συνερχονται προς αυτον παντες οι αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι και οι γραμματεις.
54 Peter followed him at a distance into the high priest's courtyard and was seated with the guards, warming himself at the fire.54 Και ο Πετρος απο μακροθεν ηκολουθησεν αυτον εως ενδον της αυλης του αρχιερεως, και συνεκαθητο μετα των υπηρετων και εθερμαινετο εις το πυρ.
55 The chief priests and the entire Sanhedrin kept trying to obtain testimony against Jesus in order to put him to death, but they found none.55 Οι δε αρχιερεις και ολον το συνεδριον εζητουν κατα του Ιησου μαρτυριαν, δια να θανατωσωσιν αυτον, και δεν ευρισκον.
56 Many gave false witness against him, but their testimony did not agree.56 Διοτι πολλοι εψευδομαρτυρουν κατ' αυτου, αλλ' αι μαρτυριαι δεν ησαν συμφωνοι.
57 Some took the stand and testified falsely against him, alleging,57 Και τινες σηκωθεντες εψευδομαρτυρουν κατ' αυτου, λεγοντες
58 "We heard him say, 'I will destroy this temple made with hands and within three days I will build another not made with hands.'"58 οτι ημεις ηκουσαμεν αυτον λεγοντα, οτι Εγω θελω χαλασει τον ναον τουτον τον χειροποιητον και δια τριων ημερων αλλον αχειροποιητον θελω οικοδομησει.
59 Even so their testimony did not agree.59 Πλην ουδε ουτως ητο συμφωνος μαρτυρια αυτων.
60 The high priest rose before the assembly and questioned Jesus, saying, "Have you no answer? What are these men testifying against you?"60 Και σηκωθεις ο αρχιερευς εις το μεσον, ηρωτησε τον Ιησουν, λεγων? Δεν αποκρινεσαι ουδεν; τι μαρτυρουσιν ουτοι κατα σου;
61 But he was silent and answered nothing. Again the high priest asked him and said to him, "Are you the Messiah, the son of the Blessed One?"61 Ο δε εσιωπα και δεν απεκριθη ουδεν. Παλιν ο αρχιερευς ηρωτα αυτον, λεγων προς αυτον? Συ εισαι ο Χριστος ο Υιος του Ευλογητου;
62 Then Jesus answered, "I am; and 'you will see the Son of Man seated at the right hand of the Power and coming with the clouds of heaven.'"62 Ο δε Ιησους ειπεν? Εγω ειμαι? και θελετε ιδει τον Υιον του ανθρωπου καθημενον εκ δεξιων της δυναμεως και ερχομενον μετα των νεφελων του ουρανου.
63 At that the high priest tore his garments and said, "What further need have we of witnesses?63 Τοτε ο αρχιερευς, διασχισας τα ιματια αυτου, λεγει? Τι χρειαν εχομεν πλεον μαρτυρων;
64 You have heard the blasphemy. What do you think?" They all condemned him as deserving to die.64 ηκουσατε την βλασφημιαν? τι σας φαινεται; Οι δε παντες κατεκριναν αυτον οτι ειναι ενοχος θανατου.
65 Some began to spit on him. They blindfolded him and struck him and said to him, "Prophesy!" And the guards greeted him with blows.65 Και ηρχισαν τινες να εμπτυωσιν εις αυτον και να περικαλυπτωσι το προσωπον αυτου και να γρονθιζωσιν αυτον και να λεγωσι προς αυτον? Προφητευσον? και οι υπηρεται ετυπτον αυτον με ραπισματα.
66 While Peter was below in the courtyard, one of the high priest's maids came along.66 Και ενω ητο ο Πετρος εν τη αυλη κατω, ερχεται μια των θεραπαινιδων του αρχιερεως,
67 Seeing Peter warming himself, she looked intently at him and said, "You too were with the Nazarene, Jesus."67 και οτε ειδε τον Πετρον θερμαινομενον, εμβλεψασα εις αυτον, λεγει? Και συ εσο μετα του Ναζαρηνου Ιησου.
68 But he denied it saying, "I neither know nor understand what you are talking about." So he went out into the outer court. [Then the cock crowed.]68 Ο δε ηρνηθη, λεγων? Δεν εξευρω ουδε καταλαμβανω τι συ λεγεις. Και εξηλθεν εξω εις το προαυλιον, και ο αλεκτωρ εφωναξε.
69 The maid saw him and began again to say to the bystanders, "This man is one of them."69 Και η θεραπαινα ιδουσα αυτον παλιν, ηρχισε να λεγη προς τους παρεστωτας οτι ουτος εξ αυτων ειναι.
70 Once again he denied it. A little later the bystanders said to Peter once more, "Surely you are one of them; for you too are a Galilean."70 Ο δε παλιν ηρνειτο. Και μετ' ολιγον παλιν οι παρεστωτες ελεγον προς τον Πετρον? Αληθως εξ αυτων εισαι? διοτι Γαλιλαιος εισαι και η λαλια σου ομοιαζει.
71 He began to curse and to swear, "I do not know this man about whom you are talking."71 Εκεινος δε ηρχισε να αναθεματιζη και να ομνυη οτι δεν εξευρω τον ανθρωπον τουτον, τον οποιον λεγετε.
72 And immediately a cock crowed a second time. Then Peter remembered the word that Jesus had said to him, "Before the cock crows twice you will deny me three times." He broke down and wept.72 Και ο αλεκτωρ εφωναξεν εκ δευτερου. Και ενεθυμηθη ο Πετρος τον λογον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο Ιησους, οτι Πριν ο αλεκτωρ φωναξη δις, θελεις με αρνηθη τρις. Και ηρχισε να κλαιη πικρως.