Giobbe 32
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA CEI 1974 | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Quando Giobbe ebbe finito di parlare, quei tre uomini cessarono di rispondere a Giobbe, perché egli si riteneva giusto. | 1 Επαυσαν δε και οι τρεις ουτοι ανθρωποι αποκρινομενοι προς τον Ιωβ, διοτι ητο δικαιος εις τους οφθαλμους αυτου. |
2 Allora si accese lo sdegno di Eliu, figlio di Barachele il Buzita, della tribù di Ram. Si accese di sdegno contro Giobbe, perché pretendeva d'aver ragione di fronte a Dio; | 2 Τοτε εξηφθη ο θυμος του Ελιου, υιου του Βαραχιηλ του Βουζιτου, εκ της συγγενειας του Αραμ? κατα του Ιωβ εξηφθη ο θυμος αυτου, διοτι εδικαιονεν εαυτον μαλλον παρα τον Θεον. |
3 si accese di sdegno anche contro i suoi tre amici, perché non avevano trovato di che rispondere, sebbene avessero dichiarato Giobbe colpevole. | 3 Και κατα των τριων αυτου φιλων εξηφθη ο θυμος αυτου, διοτι δεν ευρηκαν αποκρισιν και κατεδικασαν τον Ιωβ. |
4 Però Eliu aveva aspettato, mentre essi parlavano con Giobbe, perché erano più vecchi di lui in età. | 4 Ο δε Ελιου περιεμενε να λαληση προς τον Ιωβ, διοτι εκεινοι ησαν γεροντοτεροι αυτου. |
5 Quando dunque vide che sulla bocca di questi tre uomini non vi era più alcuna risposta, Eliu si accese di sdegno. | 5 Οτε δε ο Ελιου ειδεν, οτι δεν ητο αποκρισις εν τω στοματι των τριων ανδρων, εξηφθη ο θυμος αυτου. |
6 Presa dunque la parola, Eliu, figlio di Barachele il Buzita, disse: Giovane io sono di anni e voi siete già canuti; per questo ho esitato per rispetto a manifestare a voi il mio sapere. | 6 και απεκριθη ο Ελιου ο υιος του Βαραχιηλ του Βουζιτου και ειπεν? Εγω ειμαι νεος την ηλικιαν, και σεις γεροντες? δια τουτο εφοβηθην και συνεσταλην να σας φανερωσω την γνωμην μου. |
7 Pensavo: Parlerà l'età e i canuti insegneranno la sapienza. | 7 Εγω ειπα, Αι ημεραι ας λαλησωσι και το πληθος των ετων ας διδαξη, σοφιαν. |
8 Ma certo essa è un soffio nell'uomo; l'ispirazione dell'Onnipotente lo fa intelligente. | 8 Βεβαιως ειναι πνευμα εν τω ανθρωπω η εμπνευσις ομως του Παντοδυναμου συνετιζει αυτον. |
9 Non sono i molti anni a dar la sapienza, né sempre i vecchi distinguono ciò che è giusto. | 9 Οι μεγαλητεροι δεν ειναι παντοτε σοφοι? ουτε οι γεροντες νοουσι κρισιν. |
10 Per questo io oso dire: Ascoltatemi; anch'io esporrò il mio sapere. | 10 Δια τουτο ειπα, Ακουσατε μου? θελω φανερωσει και εγω την γνωμην μου. |
11 Ecco, ho atteso le vostre parole, ho teso l'orecchio ai vostri argomenti. Finché andavate in cerca di argomenti | 11 Ιδου, επροσμενα τους λογους σας? ηκροασθην τα επιχειρηματα σας, εωσου εξετασητε τους λογους. |
12 su di voi fissai l'attenzione. Ma ecco, nessuno ha potuto convincere Giobbe, nessuno tra di voi risponde ai suoi detti. | 12 Και σας παρετηρουν, και ιδου, ουδεις εξ υμων ηδυνηθη να καταπειση τον Ιωβ, αποκρινομενος εις τους λογους αυτου? |
13 Non dite: Noi abbiamo trovato la sapienza, ma lo confuti Dio, non l'uomo! | 13 δια να μη ειπητε, Ημεις ευρηκαμεν σοφιαν. Ο Θεος θελει καταβαλει αυτον, ουχι ανθρωπος. |
14 Egli non mi ha rivolto parole, e io non gli risponderò con le vostre parole. | 14 Εκεινος δε δεν διηυθυνε λογους προς εμε? και δεν θελω αποκριθη προς αυτον κατα τας ομιλιας σας. |
15 Sono vinti, non rispondono più, mancano loro le parole. | 15 Εκεινοι ετρομαξαν, δεν απεκριθησαν πλεον? εχασαν τους λογους αυτων. |
16 Ho atteso, ma poiché non parlano più, poiché stanno lì senza risposta, | 16 Και περιεμενον, επειδη δεν ελαλουν? αλλ' ισταντο? δεν απεκρινοντο πλεον. |
17 voglio anch'io dire la mia parte, anch'io esporrò il mio parere; | 17 Ας αποκριθω και εγω το μερος μου? ας φανερωσω και εγω την γνωμην μου. |
18 mi sento infatti pieno di parole, mi preme lo spirito che è dentro di me. | 18 Διοτι ειμαι πληρης λογων? το πνευμα εντος μου με αναγκαζει. |
19 Ecco, dentro di me c'è come vino senza sfogo, come vino che squarcia gli otri nuovi. | 19 Ιδου, η κοιλια μου ειναι ως οινος οστις δεν ηνοιχθη? ειναι ετοιμη να σπαση, ως ασκοι γλευκους. |
20 Parlerò e mi sfogherò, aprirò le labbra e risponderò. | 20 Θελω λαλησει δια να αναπνευσω? θελω ανοιξει τα χειλη μου και αποκριθη. |
21 Non guarderò in faccia ad alcuno, non adulerò nessuno, | 21 Μη γενοιτο να γεινω προσωποληπτης, μηδε να κολακευσω ανθρωπον. |
22 perché io non so adulare: altrimenti il mio creatore in breve mi eliminerebbe. | 22 Διοτι δεν εξευρω να κολακευω? ο Ποιητης μου ηθελε με αναρπασει ευθυς. |