Livre des Psaumes 59
1234567891011121314151617181920212224252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBLES DES PEUPLES | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Au maître de chant. Sur l’air “ne détruis pas…”. De David. Poème. Lorsque Saül envoya garder sa maison pour le mettre à mort. | 1 Εις τον πρωτον μουσικον, επι Αλ-τασχεθ, Μικταμ του Δαβιδ, οτε εστειλε ο Σαουλ, και παρεφυλαττον την οικιαν αυτου δια να θανατωσωσιν αυτον.>> Ελευθερωσον με εκ των εχθρων μου, Θεε μου? υπερασπισον με απο των επανισταμενων επ' εμε. |
2 Mon Dieu, délivre-moi de mes ennemis, protège-moi contre mes agresseurs. | 2 Ελευθερωσον με απο των εργαζομενων την ανομιαν και σωσον με απο ανδρων αιματων. |
3 Délivre-moi des hommes malfaisants et sauve-moi des violents. | 3 Διοτι, ιδου, ενεδρευουσι την ψυχην μου? δυνατοι συνηχθησαν κατ' εμου? ουχι, Κυριε, δια ανομιαν μου ουδε δια αμαρτιαν μου? |
4 Que de monde à l’affût sur mes pas, combien de puissants ameutés contre moi! Mais je n’ai, Seigneur, ni faute, ni péché, | 4 χωρις να υπαρχη εν εμοι ανομια, τρεχουσι και ετοιμαζονται. Εξεγερθητι εις συναντησιν μου και ιδε. |
5 je n’y suis pour rien s’ils accourent et se préparent: éveille-toi, viens à moi et regarde. | 5 Συ λοιπον, Κυριε ο Θεος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ, εξυπνησον δια να επισκεφθης παντα τα εθνη. Μη ελεησης μηδενα εκ των δολιων παραβατων. Διαψαλμα. |
6 Seigneur, Dieu Sabaot et Dieu d’Israël, réveille-toi, fais rendre compte à ces païens, sois sans pitié pour tous ces renégats. | 6 Επιστρεφουσι το εσπερας? υλακτουσιν ως κυνες και κυκλουσι την πολιν. |
7 Ils reviennent au soir, ils aboient comme des chiens qui rôdent par la ville. | 7 Ιδου, αυτοι εκχεουσι λογους δια του στοματος αυτων? ρομφαιαι ειναι εις τα χειλη αυτων? επειδη λεγουσι, Τις ακουει; |
8 Ils disent des horreurs sans même se cacher, leurs lèvres s’ouvrent, il en sort des épées: “Qui donc pourrait nous entendre?” | 8 Αλλα συ, Κυριε, θελεις γελασει επ' αυτους? θελεις μυκτηρισει παντα τα εθνη. |
9 Mais toi, Seigneur, tu t’en amuses, tu te moques de tous ces païens. | 9 Εν τη δυναμει αυτων επι σε θελω ελπιζει? διοτι συ, Θεε, εισαι το προπυργιον μου. |
10 Ô toi, ma force, je regarde vers toi, ma forteresse, c’est Dieu. | 10 Ο Θεος του ελεους μου θελει με προφθασει? ο Θεος θελει με καμει να ιδω την εκδικησιν επι τους παραφυλαττοντας με. |
11 S’il vient à moi dans sa bonté, je verrai la perte de ceux qui m’attendent. | 11 Μη φονευσης αυτους, μηποτε λησμονηση αυτο ο λαος μου? διασκορπισον αυτους εν τη δυναμει σου και ταπεινωσον αυτους, Κυριε, η ασπις ημων. |
12 Ô Dieu, ordonne leur massacre, il ne faut pas que ton peuple oublie. Toi, si vaillant, chasse-les et tue. | 12 Δια την αμαρτιαν του στοματος αυτων, δια τους λογους των χειλεων αυτων, ας πιασθωσιν εν τη υπερηφανια αυτων? και δια την καταραν και το ψευδος, τα οποια λαλουσι. |
13 Leurs paroles ont laissé dans leur bouche un péché, ils seront victimes de leur orgueil, des insultes et des mensonges qu’ils ont dits. | 13 Καταστρεψον αυτους, εν οργη καταστρεψον αυτους, ωστε να μη υπαρχωσι? και ας γνωρισωσιν οτι ο Θεος δεσποζει εν Ιακωβ, εως των περατων της γης. Διαψαλμα. |
14 Écrase-les dans ta fureur, écrase-les et qu’ils ne soient plus. Alors on saura que Dieu est maître en Jacob et jusqu’au bout du monde. | 14 Ας επιστρεφωσι λοιπον το εσπερας, ας υλακτωσιν ως κυνες και ας περικυκλωσι την πολιν. |
15 Laissons-les revenir le soir, qu’ils aboient comme des chiens rôdant par la ville. | 15 Ας περιπλανωνται δια τροφην? και αν δεν χορτασθωσιν, ας γογγυζωσιν. |
16 Qu’ils chassent pour manger et qu’ils grognent s’ils ne sont pas repus. | 16 Εγω δε θελω ψαλλει την δυναμιν σου, και το πρωι θελω υμνολογει εν αγαλλιασει το ελεος σου? διοτι εγεινες προπυργιον μου και καταφυγιον εν τη ημερα της θλιψεως μου. |
17 Mais moi je chanterai ta force, dès le matin je redirai tes bontés. Car tu t’es fait ma citadelle et mon refuge au jour de l’angoisse. | 17 Ω δυναμις μου, σε θελω ψαλμωδει? διοτι συ, Θεε, εισαι το προπυργιον μου, ο Θεος του ελεους μου. |
18 Ô toi, ma force, je veux te chanter; Dieu, ma citadelle, n’est pour moi que bonté. |