Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΘΡΗΝΟΙ - Lamentazioni - Lamentations 3


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 εγω ανηρ ο βλεπων πτωχειαν εν ραβδω θυμου αυτου επ' εμε1 Én vagyok az a férfi, aki nyomorúságot látott haragjának vesszeje miatt.
2 παρελαβεν με και απηγαγεν εις σκοτος και ου φως2 Engem hajtott és vezetett sötétségbe és nem világosságba.
3 πλην εν εμοι επεστρεψεν χειρα αυτου ολην την ημεραν3 Igen, ellenem fordítja kezét újra meg újra, egész nap.
4 επαλαιωσεν σαρκας μου και δερμα μου οστεα μου συνετριψεν4 Elsorvasztotta húsomat és bőrömet, összetörte csontjaimat.
5 ανωκοδομησεν κατ' εμου και εκυκλωσεν κεφαλην μου και εμοχθησεν5 Körülbástyázott és bekerített engem méreggel és gyötrelemmel.
6 εν σκοτεινοις εκαθισεν με ως νεκρους αιωνος6 Sötétségben adott nekem lakást, mint az örök halottaknak.
7 ανωκοδομησεν κατ' εμου και ουκ εξελευσομαι εβαρυνεν χαλκον μου7 Falat emelt körém, és nem mehetek ki, súlyossá tette bilincsemet.
8 και γε κεκραξομαι και βοησω απεφραξεν προσευχην μου8 Ha kiáltok és könyörgök is, elnémítja imádságomat.
9 ανωκοδομησεν οδους μου ενεφραξεν τριβους μου εταραξεν9 Elfalazta útjaimat faragott kővel, ösvényeimet görbévé tette.
10 αρκος ενεδρευουσα αυτος μοι λεων εν κρυφαιοις10 Olyan hozzám, mint a leselkedő medve, mint oroszlán a rejtekben.
11 κατεδιωξεν αφεστηκοτα και κατεπαυσεν με εθετο με ηφανισμενην11 Útjaimat eltérítette, és széttépett, elpusztított engem.
12 ενετεινεν τοξον αυτου και εστηλωσεν με ως σκοπον εις βελος12 Megfeszítette íját, és odaállított célpontul a nyílnak.
13 εισηγαγεν τοις νεφροις μου ιους φαρετρας αυτου13 Veséimbe eresztette tegzének nyilait.
14 εγενηθην γελως παντι λαω μου ψαλμος αυτων ολην την ημεραν14 Nevetség tárgya lettem egész népemnek, gúnydaluk tárgya egész nap.
15 εχορτασεν με πικριας εμεθυσεν με χολης15 Jóltartott engem keserűséggel, megittasított ürömmel.
16 και εξεβαλεν ψηφω οδοντας μου εψωμισεν με σποδον16 Kitörte kaviccsal fogaimat, lenyomott engem a hamuba.
17 και απωσατο εξ ειρηνης ψυχην μου επελαθομην αγαθα17 Kitaszította a békességből lelkemet, elfelejtettem a jólétet.
18 και ειπα απωλετο νεικος μου και η ελπις μου απο κυριου18 Azt mondtam: »Elveszett dicsőségem és reménységem az Úrban.«
19 εμνησθην απο πτωχειας μου και εκ διωγμου μου πικριας και χολης μου19 Emlékezz nyomorúságomra és hontalanságomra, az ürömre és a méregre!
20 μνησθησεται και καταδολεσχησει επ' εμε η ψυχη μου20 Jól emlékszik és elcsügged bennem a lelkem.
21 ταυτην ταξω εις την καρδιαν μου δια τουτο υπομενω21 De azt fontolgatom szívemben, azért reménykedem:
22 -22 az Úr kegyelme, hogy nem vesztünk el, mert nem fogyott el irgalma:
23 -23 megújul minden reggel. Nagy a te hűséged!
24 -24 »Osztályrészem az Úr – mondja a lelkem –, azért remélek benne.«
25 αγαθος κυριος τοις υπομενουσιν αυτον ψυχη η ζητησει αυτον αγαθον25 Jó az Úr azokhoz, akik benne bíznak, a lélekhez, amely őt keresi.
26 και υπομενει και ησυχασει εις το σωτηριον κυριου26 Jó csendben várni az Úr szabadítására.
27 αγαθον ανδρι οταν αρη ζυγον εν νεοτητι αυτου27 Jó a férfinak, ha igát hordoz már ifjúkorában.
28 καθησεται κατα μονας και σιωπησεται οτι ηρεν εφ' εαυτω28 Üljön egymagában, és hallgasson, mert ő tette rá azt!
29 -29 Tegye a porba száját, talán van remény!
30 δωσει τω παιοντι αυτον σιαγονα χορτασθησεται ονειδισμων30 Tartsa oda arcát annak, aki üti, teljék el gyalázattal!
31 οτι ουκ εις τον αιωνα απωσεται κυριος31 Mert nem taszít el örökre az Úr.
32 οτι ο ταπεινωσας οικτιρησει κατα το πληθος του ελεους αυτου32 Ha megszomorított is, irgalmaz nagy kegyessége szerint.
33 οτι ουκ απεκριθη απο καρδιας αυτου και εταπεινωσεν υιους ανδρος33 Mert nem szívéből alázza meg és szomorítja el az emberek fiait.
34 του ταπεινωσαι υπο τους ποδας αυτου παντας δεσμιους γης34 Amikor lábbal tiporják az ország összes foglyát,
35 του εκκλιναι κρισιν ανδρος κατεναντι προσωπου υψιστου35 amikor elferdítik az ember jogát a Fölséges színe előtt,
36 καταδικασαι ανθρωπον εν τω κρινεσθαι αυτον κυριος ουκ ειπεν36 amikor megcsalják az embert perében, az Úr ezt nem látja?
37 τις ουτως ειπεν και εγενηθη κυριος ουκ ενετειλατο37 Ki az, aki csak szólt, és megtörtént? Nem az Úr parancsolta-e meg?
38 εκ στοματος υψιστου ουκ εξελευσεται τα κακα και το αγαθον38 Nem a Fölséges szájából ered-e a rossz és a jó is?
39 τι γογγυσει ανθρωπος ζων ανηρ περι της αμαρτιας αυτου39 Miért panaszkodik az élő ember, a férfi a vétkei miatt?
40 εξηρευνηθη η οδος ημων και ητασθη και επιστρεψωμεν εως κυριου40 »Vizsgáljuk meg útjainkat, kutassuk át, és térjünk vissza az Úrhoz!
41 αναλαβωμεν καρδιας ημων επι χειρων προς υψηλον εν ουρανω41 Emeljük fel szívünket kezünkkel együtt Istenhez, aki az égben van!
42 ημαρτησαμεν ησεβησαμεν και ουχ ιλασθης42 Mivel mi vétkeztünk és lázadoztunk, te nem bocsátottál meg.
43 επεσκεπασας εν θυμω και απεδιωξας ημας απεκτεινας ουκ εφεισω43 Haragba burkolóztál, és üldöztél minket, öltél, s nem kíméltél.
44 επεσκεπασας νεφελην σεαυτω εινεκεν προσευχης44 Felhőbe burkolóztál, hogy ne hatoljon át az imádság.
45 καμμυσαι με και απωσθηναι εθηκας ημας εν μεσω των λαων45 Megvetett söpredékké tettél minket a népek között.
46 διηνοιξαν εφ' ημας το στομα αυτων παντες οι εχθροι ημων46 Kitátotta ránk a száját minden ellenségünk.
47 φοβος και θυμος εγενηθη ημιν επαρσις και συντριβη47 Rettegés és verem lett a részünk, pusztulás és romlás.«
48 αφεσεις υδατων καταξει ο οφθαλμος μου επι το συντριμμα της θυγατρος του λαου μου48 Patakzik a könny szememből népem leányának romlása miatt.
49 ο οφθαλμος μου κατεποθη και ου σιγησομαι του μη ειναι εκνηψιν49 Szemem könnyezik, és nem nyugszik, mert nincs pihenés,
50 εως ου διακυψη και ιδη κυριος εξ ουρανου50 míg le nem tekint, és meg nem látja az Úr az égből.
51 ο οφθαλμος μου επιφυλλιει επι την ψυχην μου παρα πασας θυγατερας πολεως51 Szemem fájdalmat okozott lelkemnek, látva városom minden leányát.
52 θηρευοντες εθηρευσαν με ως στρουθιον οι εχθροι μου δωρεαν52 Vadásztak rám, mint a madárra, ellenségeim ok nélkül.
53 εθανατωσαν εν λακκω ζωην μου και επεθηκαν λιθον επ' εμοι53 A gödörbe taszították életemet, és követ hajigáltak rám.
54 υπερεχυθη υδωρ επι κεφαλην μου ειπα απωσμαι54 Összecsapott a víz fejem fölött, azt mondtam: »Elvesztem!«
55 επεκαλεσαμην το ονομα σου κυριε εκ λακκου κατωτατου55 Segítségül hívtam nevedet, Uram, a gödör mélyéből.
56 φωνην μου ηκουσας μη κρυψης τα ωτα σου εις την δεησιν μου56 Hangomat hallottad: »Ne fogd be füledet enyhületért való kiáltásom előtt!«
57 εις την βοηθειαν μου ηγγισας εν η σε ημερα επεκαλεσαμην ειπας μοι μη φοβου57 Közel jöttél aznap, amikor hívtalak, s azt mondtad: »Ne félj!«
58 εδικασας κυριε τας δικας της ψυχης μου ελυτρωσω την ζωην μου58 Te folytattad, Uram, a pert lelkemért, s megváltottad életemet.
59 ειδες κυριε τας ταραχας μου εκρινας την κρισιν μου59 Láttad, Uram, sérelmemet, szolgáltass hát igazságot nekem!
60 ειδες πασαν την εκδικησιν αυτων εις παντας διαλογισμους αυτων εν εμοι60 Láttad összes bosszújukat, minden tervüket ellenem.
61 ηκουσας τον ονειδισμον αυτων παντας τους διαλογισμους αυτων κατ' εμου61 Hallottad gyalázkodásukat, Uram, minden tervüket ellenem.
62 χειλη επανιστανομενων μοι και μελετας αυτων κατ' εμου ολην την ημεραν62 Támadóim ajka és gondolata ellenem irányul egész nap.
63 καθεδραν αυτων και αναστασιν αυτων επιβλεψον επι τους οφθαλμους αυτων63 Akár leülnek, akár felkelnek, nézd, én vagyok gúnydaluk tárgya.
64 αποδωσεις αυτοις ανταποδομα κυριε κατα τα εργα των χειρων αυτων64 Fizess meg nekik, Uram, kezük műve szerint!
65 αποδωσεις αυτοις υπερασπισμον καρδιας μοχθον σου αυτοις65 Adj nekik megátalkodott szívet, átkod legyen rajtuk!
66 καταδιωξεις εν οργη και εξαναλωσεις αυτους υποκατω του ουρανου κυριε66 Üldözd haraggal, és pusztítsd el őket eged alól, Uram!